Ήταν Σάββατο μεσημεράκι. Στον δρόμο για τη δουλειά χτύπησε το τηλέφωνο: «Βάιε, μαζευτείτε 5-6 και το βράδυ να πάτε στο αεροδρόμιο. Φεύγετε για Λισσαβώνα, βρήκαμε εισιτήρια». Η κουβέντα με τον Γιώργο Χελάκη ολοκληρώθηκε με ολίγη από μπινελίκια. Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι αν φεύγαμε για Πορτογαλία θα ζόριζε πολύ το πράγμα τόσο για το ραδιόφωνο όσο και για τη SportDay Freepress εκείνη την εποχή. «Ό,τι σου λέω, τ’ ακούς;» Πόσες φορές, ρε Γιώργη έχω ακούσει αυτήν την ατάκα; Μια ολόκληρη ζωή.
Προφανώς και το ταξίδι εκείνο χαράχτηκε για πάντα στις μνήμες όσων μπήκαν στο αεροπλάνο. Και η «τροποποίηση» του δρομολογίου έκανε ακόμα πιο έντονη την ανάμνηση. Αντί για το προκαθορισμένο «Αθήνα-Λισσαβώνα» η παρέα πέταξε για Άμστερνταμ από εκεί για Μαδρίτη και από την πρωτεύουσα της Ισπανίας πήγε οδικώς στη Λισσαβώνα. Σε χρόνο ρεκόρ. Ας όψεται ο Μπαμπίνος που είχε βρει δυο ραλίστες πόλης. Από 150 και πάνω τα πήγαιναν οι μπαγάσηδες τα αυτοκίνητα. Μόνο έτσι, όμως, θα φτάναμε εγκαίρως για το ματς. Ο Μιχάλης, η Σάντυ, ο Μάνος, ο Λάμπρος, ο Σταύρος, η Χριστίνα και ο Βάιος.
Εκεί που ο Μπάμπης έκανε ασκήσεις χαλάρωσης για να αποφύγει τα ισχαιμικά. Εκεί που ο Γιώργης έκανε τις τελευταίες παραγγελίες: δεν μπορούσαμε να πάμε νηστικοί στο ματς. Εκεί δημιουργήθηκε μια πολύ δυνατή ανάμνηση. Ίσως όχι η πιο δυνατή, όμως.
Δεν είναι πράγματα που ζυγίζονται αυτά. Και φυσικά τη βαρύτητα κάθε στιγμής τη βιώνεις διαφορετικά ανάλογα με την περίσταση. Κλείνοντας τα μάτια για να φέρω κάτι στο νου, λοιπόν, πήγε κι αλλού το μυαλό.
Στη σόδα που περίμενε κάθε βραδάκι, δέκα παρά, στο ψυγειάκι της κουζίνας, εκεί στο 146 της Θησέως, τον Χαράλαμπο.
Στο νυσταγμένο βλέμμα του Αντώνη που ελάφρυνε μόνο όταν του πήγαινες εκείνο το φραπεδάκι το «προς το μέτριο».
Στην μπάσα φωνή του Γιώργη που καθισμένος πίσω από την κονσόλα με είχε προειδοποιήσει πριν το ματς της πρεμιέρας του ιστορικού για την Ελλάδα Γιούρο: «θα τους φάμε τους Πορτογάλους, νιαουρίζουν».
Στις μετακομίσεις. Από το τριαράκι της οδού Θησέως με τις πόρτες που δεν έκλειναν, στο «θηρίο» της Δαβάκη και από εκεί στο καινούργιο μας σπίτι.
Στην πρώτη φορά στον αέρα. Με τον Χρίστο Χαραλαμπόπουλο στο μικρόφωνο και τον Λύχνο του Αλλαδίνου να παίζει.
Στον τρόπο με τον οποίο ο Γιώργος σχεδόν μασώντας το τσιγάρο του μου μιλούσε για τις ραδιοφωνικές «μεταγραφές» που ετοίμαζε.
Στις εκπομπές με τον Χρήστο Σωτηρακόπουλο. Τον Γιάννη Διακογιάννη. Τον Ηρακλή Κοτζιά. Στο σοκ που ένιωσα όταν άκουσα για πρώτη φορά από απόσταση αναπνοής τη φωνή του Αντώνη Πυλιαρού.
Στα παιδιά που ήρθαν παιδιά στον ΣΠΟΡ FM και σήμερα είναι καταξιωμένοι συνάδελφοι.
Στα παιδιά που δεν ήξερα καν πριν ανέβω τα σκαλιά στο 146 της Θησέως και σήμερα είναι ένα τεράστιο κομμάτι της ζωής μου.
Να τα ανοίξουμε κάποια στιγμή τα μάτια όμως. Να δούμε στον καθρέφτη εκείνο τον πιτσιρικά με το μακρύ μαλλί και το ατίθασο βλέμμα όπως είναι σήμερα: αλαφρωμένος από μαλλί ως εντελώς καράφλας και με πολλά παραπανίσια κιλά.
Πάμπλουτος, όμως. Γεμάτος συναισθήματα, αναμνήσεις και σχέσεις ζωής.
Με τα μάτια ανοικτά πια κι ένα χαμόγελο νοσταλγικό ψάχνεις να βρεις απάντηση στο ερώτημα που σου έκαναν. Τι είναι ο ΣΠΟΡ FM; Δεν το απαντάς το ερώτημα εύκολα, φίλε. Ο ΣΠΟΡ FM είναι μια ζωή ολόκληρη, λες και πας παρακάτω.