Όταν από την ιστοσελίδα του σταθμού μου ζήτησαν να γράψω ένα κομμάτι για το τι θυμάμαι από τον τελικό του 2004 και το σπουδαίο και ανεπανάληπτο επίτευγμα της Εθνικής ποδοσφαίρου, το μυαλό μου πήγε πρώτα στα όσα ακολούθησαν μετά και στο πως τα βιώσαμε όλοι όσοι εργαζόμασταν τότε στον ΣΠΟΡ FM. Έναν ΣΠΟΡ FM, ο οποίος εκείνη την εποχή χτυπούσε ακροαματικότητες ρεκόρ, παρασύροντας όλους τους Έλληνες στο δικό του ραδιοφωνικό συρτάκι, στον δικό του Ζορμπά.
Ο τελικός, λοιπόν, έχει τελειώσει. Ο Θοδωρής Ζαγοράκης έχει σηκώσει την κούπα κι εμείς ακόμη προσπαθούμε να πιστέψουμε τι στο διάολο έγινε στα γήπεδα της Πορτογαλίας. Έπειτα από κάποιες ώρες, τελειώνει και η βάρδιά μου στην ιστοσελίδα sportnet.gr, στην οποία εργαζόμουν παράλληλα εκείνη την εποχή. Το τηλέφωνο χτυπάει και στην οθόνη του βλέπω το νούμερο 210957283. «Πας κεντρικά στην Καλλιθέα για να μας δώσεις κλίμα από τους πανηγυρισμούς και μετά φεύγεις για Ομόνοια», ήταν η εντολή. Την ίδια στιγμή, βέβαια, κι άλλοι δημοσιογράφοι του σταθμού που βρίσκονταν στην… τρυφερή ηλικία των 20 και έκαναν τα ξεκινήματά τους στον χώρο, έφευγαν από τα γραφεία της Δαβάκη 58 για να ακροβολιστούν σε κάθε γωνία της Αθήνας και να μεταφέρουν στον «αέρα» της κορυφαίας αθλητικής συχνότητας της χώρας την εικόνα της «γαλανόλευκης τρέλας» που επικρατούσε σε όλα τα σημεία της πρωτεύουσας. Και το τελευταίο δεν είναι υπερβολή, αλλά η πραγματικότητα...
Στην Καλλιθέα, ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία Δαβάκη. Κάποιες εκατοντάδες Ελλήνων φιλάθλων πανηγύριζαν με κάθε τρόπο. Με καπνογόνα, με συνθήματα για… τσολιάδες, με κρασιά, με μπύρες, ακόμη και με…φυτικά παραδοσιακά προϊόντα της ελληνικής επαρχίας, σε κοινή θέα. Το γεγονός ότι τότε ο Έλληνας ζούσε την απόλυτη παράνοια, μετά τον ποδοσφαιρικό θρίαμβο της Εθνικής, το μαρτυρά ξεκάθαρα μια σκηνή, η οποία παραμένει έντονα χαραγμένη στη μνήμη μου 15 χρόνια μετά.
Από ένα σταθμευμένο περιπολικό «έπαιζε» ο ΣΠΟΡ FM (!) και τα περίφημα σποτάκια με το συρτάκι και τις περιγραφές του Γιώργου Χελάκη. Κάποια στιγμή ήταν τόσο έντονα τα συναισθήματα κάποιων φιλάθλων, οι οποίοι, φωνάζοντας το γνωστό «Ελλάς ολε, ολέ, δε σταματώ να τραγουδώ ποτέ», σχεδόν σήκωσαν στον αέρα το περιπολικό, έχοντας, μάλιστα, δίπλα τους δυο αστυνομικούς, οι οποίοι σε κατάσταση πρωτόγνωρη χοροπηδούσαν και τραγουδούσαν κι αυτοί, για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι να συνειδητοποιήσουν τι γίνεται και ευγενικά να βάλουν… φρένο. Τρελό ε;
Η συνέχεια είχε… ποδαρόδρομο μέχρι την Ομόνοια. Μια απόσταση κάποιων χιλιομέτρων είχε μετατραπεί σε ένα ξέφρενο πανηγύρι από έναν κόσμο, ο οποίος εκείνη την εποχή, δεν ήθελε και πολύ για να βγει έξω και να γλεντήσει. Αφορμή έψαχνε και η κατάκτηση του ευρωπαϊκού από το «πειρατικό», ήταν, φυσικά, η καλύτερη…
Στην Ομόνοια ζήσαμε όλοι κάτι το ανεπανάληπτο. Δεν ξέρω αν είχε 700.000 ή 1.000.000 κόσμου στο κέντρο της Αθήνας. Ξέρω ότι αυτό που είδα με τα μάτια μου τότε εκεί, δεν το είχα κι ούτε έχω ξαναδεί ποτέ. Παροξυσμός! Ένα κέντρο των Αθηνών γεμάτο απ’ άκρη σε άκρη, κόσμος να κατεβαίνει σε Ομόνοια και Σύνταγμα από κάθε γειτονιά, από κάθε στενό, έξαλλοι πανηγυρισμοί σχεδόν με κάθε τρόπο. Άνδρες, γυναίκες, παιδάκια, ηλικιωμένοι. Ηταν όλοι εκεί για τον μεγάλο ποδοσφαιρικό θρίαμβο. Για το φοβερό αθλητικό επίτευγμα μια μικρής χώρας, η οποία έφτασε κυριολεκτικά από το πουθενά στην κορυφή της Ευρώπης.
Τότε κατάλαβα για πρώτη φορά, μια φράση που μας είχε πει παλαιότερα ο τεράστιος Γιάννης Διακογιάννης: «Δυο πράγματα μπορούν να ενώσουν έναν ή πολλούς λαούς. Η μουσική και ο αθλητισμός…». Ο αθλητισμός, λοιπόν, τότε ένωσε. Έστω και για λίγο. Ένωσε τον ελληνικό λαό για κάποιο διάστημα, χωρίς, φυσικά, να μπορώ κι εγώ να ξεχάσω την ευκαιρία των λίγων να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία και να ξεράσουν ρατσιστικό δηλητήριο με τα άρρωστα συνθήματα «δε θα γίνει Έλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ». Τα ζήσαμε κι αυτά και οφείλουμε να τα αναφέρουμε.
Η εποχή 2004-05 ήταν μια εποχή με μπόλικα λαϊκά πανηγύρια. Οι αθεόφοβοι οι Έλληνες έβγαιναν στους δρόμους με το παραμικρό, προκειμένου να εκδηλώσουν την όποια περηφάνεια τους, στήνοντας γλέντια με έντονο το καλτ στοιχείο. Να με συμπαθάτε, όμως. Αυτό το οποίο συνέβη εκείνο το βράδυ, αλλά και τα υπόλοιπα στη συνέχεια με αποκορύφωμα την υποδοχή της αποστολής των πρωταθλητών Ευρώπης στο Καλλιμάρμαρο, ήταν κάτι που πιθανότατα να μην το είχαμε ζήσει ποτέ ξανά, με εξαίρεση το… πρώτο ξέσπασμα του ’87. Και ήταν ωραίο, ανεξάρτητα από τις υπερβολές που μπορεί να έχει πάντα μια τέτοια κατάσταση. Οι χοροί και άρχισαν και κράτησαν…
Φτάνοντας στο «σήμερα», βέβαια, διαπιστώνουμε ότι 15 χρόνια μετά μείναμε μόνο στα πανηγύρια. Μείναμε μόνο στα γλέντια και τίποτε περισσότερο. Διότι το ελληνικό ποδόσφαιρο όχι μόνο δεν εξελίχθηκε και έμεινε στάσιμο (με εξαίρεση την Εθνική ομάδα η οποία για χρόνια είχε μια εξαιρετική συνέπεια και μια καταπληκτική πορεία στις μεγάλες διοργανώσεις), αλλά δεν προσπάθησε να μάθει, να αλλάξει, να δεις προς τα εμπρός και προς τα πάνω, μετά το συγκλονιστικό έπος των παιδιών του Οτο Ρεχάγκελ…