Κρίσεις, «μεταφράσεις», ερμηνείες… Αλήθεια είναι ότι στην τέχνη της επικοινωνίας περιλαμβάνεται και το – λαϊκώς διατυπωμένο – «πετάω την μπάλα στα μνήματα». Επικεντρώνεσαι, δηλαδή, σε όσα θες, απομονώνεις εκείνο το κομμάτι της πραγματικότητας που σε βολεύει και – μέσω της φασαρίας – φτιάχνεις ένα εντελώς δικό σου σκηνικό, ένα απόλυτα ταιριαστό στη λογική και την επιχειρηματολογία σου περιβάλλον. Και μέσα σε αυτό δημιουργείς μια νέα «πραγματικότητα». Και η σήψη συνεχίζεται…
Με αφορμή, λοιπόν, τα όσα ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια της κατάθεσης του Γιάννη Αλαφούζου στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων θα κάνουμε μια προσπάθεια να αφαιρέσουμε τα εισαγωγικά από τη λέξη πραγματικότητα και να σταθούμε στην ουσία της υπόθεσης.
Κατ’ αρχάς, δεν νομίζω ότι μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με ένα βασικό σημείο της κατάθεσης του ιδιοκτήτη της ΠΑΕ Παναθηναϊκός: η Πολιτεία και η Δικαιοσύνη έχει αποτύχει παταγωδώς στον ουσιαστικό έλεγχο όσων συμβαίνουν στο παρασκήνιο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Άγνωστο ποια είναι τα αίτια της αδυναμίας ή κωλυσιεργίας αυτής, η ουσία παραμένει αναλλοίωτη. Η αδράνεια συντελεί στην ολοένα αυξανόμενη σήψη του χώρου.
Κοινός τόπος, επίσης, στην επιχειρηματολογία των περισσοτέρων είναι ότι το πρόβλημα δεν είναι σημερινό. Μπορεί να μοιάζει ίσως και να είναι πιο εμπορική η προσέγγιση που έκανε ο Δημήτρης Μελισσανίδης, ότι δηλαδή από το 2010 και μετά, όταν μπήκε στον χώρο ο Βαγγέλης Μαρινάκης, έγιναν τα πράγματα πολύ χειρότερα, αλλά δεν νομίζω να διαφωνεί κανείς με το χρονικό ορίζοντα που άνοιξε, μέσω της κατάθεσής του, ο Γιάννης Αλαφούζος που μίλησε για περίεργα πράγματα που άρχισαν να συμβαίνουν από το 1993 και μετά.
Όταν, δηλαδή, πέρασε η ΠΑΕ Ολυμπιακός στα χέρια του Σωκράτη Κόκκαλη. Δεκτή όποια κουβέντα και για τα χρόνια πριν την παντοκρατορία του Ολυμπιακού, απαράδεκτη όποια προσπάθεια να περάσει η πολύ σκοτεινή εποχή (από το 1993 και μετά) στο… ντούκου.
Μεγάλη κουβέντα γίνεται και για το ύφος του ιδιοκτήτη της ΠΑΕ Παναθηναϊκός. Όσοι περίμεναν διαφορετική στάση ή λεξιλόγιο προφανώς και δεν του έχουν πει ούτε καλημέρα. Ποτέ δεν ήταν και δεν μπορούσε να γίνει κομμάτι του παρασκηνίου του χώρου, ποτέ δεν μπορούσε να μιλήσει σαν άνθρωπος της… ποδοσφαιρικής πιάτσας.
Ίσως είναι η μεγαλύτερή του παραγοντική αδυναμία, αλλά είναι η πραγματικότητα. Δεν έχει μπει στη διαδικασία να γνωρίσει διαιτητές, δεν έχει τον τρόπο να ζητήσει από αυτούς πράγματα ή να τους… βάλει χέρι αν η ομάδα που χρυσοπληρώνει υποστεί μια αδικία. Άρα και είναι απόλυτα λογικές οι τοποθετήσεις του σχετικά με τις αποδείξεις που δεν έχει στη διάθεσή του για τις προθέσεις που είχαν διαιτητές και παράγοντες. Να το ξαναπούμε: δεν είναι και δουλειά των παραγόντων να «παγιδεύουν» διαιτητές και να τους «δικάζουν». Μπορούν να καταγγέλλουν περίεργες συμπεριφορές και αξιώνουν αποφάσεις της δικαιοσύνης και των πειθαρχικών οργάνων του ποδοσφαίρου.
Όσο και να ενοχλεί παρατηρείται και το εξής: ο Ολυμπιακός που είχε συνηθίσει να έχει το παιχνίδι απόλυτα στα χέρια του για μια σειρά ετών ξαφνικά χάνει τον έλεγχό του. Και θεωρεί ότι είναι στη θέση του διωκόμενου. Σε εκείνη τη θέση που είχε βάλει ο ίδιος τους αντιπάλους του στο παρελθόν.
Ποιος διαφωνεί και σε αυτό το κομμάτι της κατάθεσης του Γιάννη Αλαφούζου; Ποιος δεν παραδέχεται ότι μετά τις τελευταίες εκλογές της ΕΠΟ, όσο τίμιος και να είναι ο Βαγγέλης Γραμμένος, όσο καθαρές και να είναι οι προθέσεις του, δεν έχουν αλλάξει τα… κόζια; Χωρίς να γίνεται ΚΑΜΙΑ προσπάθεια εξίσωσης της σημερινής κατάστασης με εκείνη του πρόσφατου παρελθόντος σημειώνεται και εδώ η πραγματικότητα.
Και ποιος άλλος μπορεί να τη διατυπώσει καλύτερα από τον ιδιοκτήτης μιας ομάδας που έχει νιώσει τη ματσέτα στο λαιμό του και πριν την εκλογή του Βαγγέλη Γραμμένου και μετά. Και αν για το «πριν» δεν χρειάζονται και πολλά επιχειρήματα, θυμηθείτε για το «μετά» - μια που είναι και επίκαιρο – τη διαιτησία του Κύζα στο μεταξύ ΠΑΟΚ και Παναθηναϊκού παιχνίδι Κυπέλλου πριν περίπου 3 χρόνια.
Και κάτι τελευταίο: ποιος μπορεί να διαφωνήσει με την ουσία που κρύβεται στη διαπίστωση ότι οι διαιτητικές αποφάσεις έχουν βελτιωθεί πολύ με τη χρήση του VAR; Σε βολεύει, δεν σε βολεύει η τεχνολογία έχει περιορίσει τα λάθη και σίγουρα έχει αποκλείσει τα «επιλεκτικά» λάθη των διαιτητών. Άρα, λοιπόν, αν αγαπάς το ποδόσφαιρο πρέπει να στέκεσαι στην ανάγκη τελειοποίησης του VAR και όχι να επιχειρηματολογείς για την κατάργησή του.