Δεν πρέπει να είμαστε αχάριστοι. Οταν οι μεγάλες ομάδες «τραυματίζονται», κοιτάζουν με ποιον τρόπο θα απαλύνουν τον πόνο τους. Αμεσα και πρακτικά. Γιατρεύοντάς τες, συγχρόνως γιατρεύει και τον πόνο των οπαδών τους, οι οποίοι πριν χορηγηθούν τα κρατικά γιατροσόφια, φροντίζουν να βγουν στους δρόμους για να πιέσουν πρόσωπα και καταστάσεις. Μην ξεχνάτε ότι στην εποχή μας μια ομάδα είναι ΙΔΕΑ και με τις ΙΔΕΕΣ δεν παίζεις. Τις σέβεσαι και οφείλεις να υπακούς στα υψηλά νοήματα που αντιπροσωπεύουν.
Η πολιτεία προστρέχει στις δύσκολες στιγμές να τις εξυπηρετήσει. Αν εξυπηρέτηση προϋποθέτει την ψήφιση ενός χαριστικού νόμου, τον ψηφίζει. Αν τα πράματα είναι πιο δύσκολα και χρειάζεται να κλείσει τα μάτια, το κάνει με ευχαρίστηση. Στα δύσκολα γυρίζει μέχρι και την πλάτη, αφού προτιμά για το κοινό καλό να μην ξέρει τι γίνεται πίσω της. Κρύβει αναγκαστικά το σκληρό πρόσωπό της. Η «αμαρτία» της λειτουργεί αναλγητικά για το λαϊκό συμφέρον, το οποίο όμως καρπούνται οι λίγοι (διοικούντες). Οι πολλοί (το πόπολο) μένουν με την ηθική ικανοποίηση ότι κατάφεραν να φέρουν εις πέρας την αποστολή. Οτι η δύναμή τους μέτρησε.
Θέλουν γήπεδα οι ομάδες; Η πολιτεία τούς φτιάχνει. Τους βοηθάει να βρουν χώρους, αν έχουν περιπέσει σε τέτοιου είδους αδιέξοδα, τους διευκολύνει στο χτίσιμο, ακόμα και στην εκμετάλλευση των εμπορικών χώρων. Αν αυτά ανήκουν στον ελληνικό λαό, ας τα βρει ο λαός μεταξύ του. Χρωστάνε οι ομάδες γιατί έπεσαν έξω από κακοδιαχείρηση; Κανένα πρόβλημα. Φοράει η πολιτεία τον μανδύα του καλού Σαμαρείτη, αγκαλιάζει τον αμαρτωλό σύλλογο και προσπαθεί να του βρει λύση. Εχει να πληρώσει; Κάτι λίγα. Φτιάχνει ένα νόμο για κάτι λίγα και τα υπόλοιπα γραμμάτια, όποτε γουστάρει και αν γουστάρει. Αδυνατεί να πληρώσει τους πιστωτές; Προς Θεού, κανένα πρόβλημα. Ερχεται ένας νέος νόμος και δεν πληρώνει ούτε αυτούς. Ούτε γραμμάτια θέλει να πληρώσει και κλαίει και οδύρεται ότι δεν έχει στον ήλιο μοίρα με αποτέλεσμα να κατρακυλάει; Και εδώ υπάρχει λύση από το φιλεύσπλαχνο κράτος. Η λύση ακούει στο όνομα διαγραφή των χρεών. Μονοκονδυλιά.
Αν μάλιστα ο σύλλογος διευκολύνει την κατάσταση και αντέξει στην γκρίνια και στα παρακάλια μέχρι την κρίσιμη προεκλογική περίοδο, τότε η διαγραφή θα τελεστεί με δόξα και τιμές. Το ίδιο λοιπόν κράτος με ποδοσφαιρικές ευαισθησίες σε αυτούς που καήκαν οι περιουσίες τους, το βιος τους, τα ζωντανά τους, οι καλλιέργειές τους, που οι κόποι μιας ολόκληρης σκληρής ζωής κατέληξαν να γίνουν στάχτες και αποκαϊδια, σε αυτούς τους ανθρώπους που δεν έχουν πού να πάνε, τι να φάνε, που το αύριο είναι ένα σκοτεινό άνυνδρο πηγάδι, το καλύτερο που σκέφτηκε για να τους διευκολύνει, ήταν να παγώσει τα χρέη του προς το δημόσιο για 6 μήνες; Και φυσικά μόνο προς αυτό. Για να μην είμαστε άδικοι, αλήθεια είναι ότι προς στιγμή σκέφτηκε να τους διαγράψει τα χρέη, αλλά κόλλησε γιατί δεν ήξερε τι ομάδα είναι!
Μπορούμε να ελπίζουμε...
Υπάρχουν εφημερίδες που, εν γνώσει τους, υπηρετούν την υπερβολή, μερικές σπεκουλάρουν παίζοντας χοντρά προεκλογικά παιχνίδια, κάποιες άλλες υποβαθμίζουν το αυτονόητο. Ευτυχώς όμως υπάρχουν και αυτές που ενημερώνουν ψύχραιμα τους αναγνώστες τους, φροντίζοντας συγχρόνως να τον ψυχαγωγούν. Οχι για να ξεχάσει την τραγωδία που ζούμε, αλλά για να βρει δύναμη να την αντιμετωπίσει. Μία από αυτές η χθεσινή «Καθημερινή», που από τη στήλη της «Βιβλίο» μάς υπενθύμισε τις θεραπευτικές ιδιότητες της ποίησης και των μύθων:
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ
«Ενα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου και ένας μύθος από τη Βρετάνη -που έστειλε η φιλόλογος Σταυρούλα Τσούπρου- περιγράφουν, με τη γλώσσα της λογοτεχνίας, όσα ζούμε και βλέπουμε τις τελευταίες μέρες στην Ελλάδα:
"Από την άλλη μεριά του σταθμού φτάνει ένας μουντός θόρυβος / σαν τη βροχή στο προαύλιο του αστυνομικού τμήματος / όπου περιμένουν οι φτωχοί γειτόνοι την αράδα τους για ανάκριση. / Πιο πέρα είναι ένα σπίτι που καίγεται. Κ' ύστερα ένα άλλο / Κ' ύστερα το δικό σου/
Δεν ξέρεις; /
Τι περιμένεις; /
Οι πυροσβέστες. Κ' οι αντλίες. Αν είσαι βέβαια αρκετά μακριά / μπορεί να σ' αρέσουν τα κράνη /
Λάμποντας ολοκόκκινα ή και μωβ μέσα στις φλόγες /
Κ' οι πίδακες απ' τις αντλίες σα μεγάλες ανθοδέσμες από τριαντάφυλλα αστέρια /
Αν είσαι μακριά -το κιόσκι που διπλώνεται στη φωτιά /
Είναι ένα τραπουλόχαρτο, που γίνεται σε λίγο ένα χρυσό τριαντάφυλλο /
Κ' η μεγάλη σκάλα στερεωμένη στο παράθυρο /
Ετσι μετέωρη στη λάμψη σα μεταξωτό δίχτυ /
Πιάνοντας ψάρια από χρωματιστό κρύσταλλο /
Αν είσαι μακριά. Κοντοζυγώνει στο σπίτι σου δεν ξέρεις; /
Κανένας σήμερα δεν είναι σήμερα μακριά από την πυρκαϊά.
(«Αγρύπνια» από το ποίημα «Το ποτάμι και εμείς»)
ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΜΥΘΟΣ
…«Μια από τις πρώτες ήταν αυτή που έγινε μέσα σ' ένα ξένο λαϊκό παραμύθι της Βρετάνης. Αρχιζε έτσι: “Περπατούσα σ' ένα δάσος που δεν είχε κανένα δένδρο, δίπλα σε ένα ρυάκι, που δεν είχε στάλα νερό, σ' ένα χωριό που δεν είχε κανένα σπίτι, χτύπαγα πόρτες κι όλοι μου απαντούσαν. Οσο θα προχωρώ στο παραθύρι θα σας λέω ολοένα περισσότερο ψέματα: δεν κερδίζω τίποτα, λέγοντας την αλήθεια”».
(Από το βιβλίο του Μιχάλη Γ. Μερακλή «Τι είναι λαϊκή λογοτεχνία», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή).