Ποιος θα το πίστευε ότι μια μέρα θα καθόμασταν δίπλα στη θάλασσα, στον Πειραιά, κάτω από ένα κατάμαυρο από τους καπνούς ουρανό και κάθε τόσο θα τινάζαμε τη στάχτη από τα ρούχα μας. Ποτέ, ειλικρινά, δεν θυμάμαι την Ελλάδα χειρότερα. Να καίγεται όλη η χώρα, να πνίγεται στους καπνούς, οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα να μιλάνε για 40-50 νεκρούς και εμείς όλοι να κοιτάμε με το στόμα ανοιχτό, όπως οι χάνοι το δόλωμα.
Δεν τη θυμάμαι χειρότερα την Ελλάδα, γιατί ειλικρινά, τα τελευταία τουλάχιστον σαράντα χρόνια, δεν ήταν ποτέ τόσο χάλια και μάλιστα σε όλους τους τομείς. Μια Ελλάδα να παραδίδεται στις φλόγες ανήμπορη όχι μόνο να αντιδράσει, αλλά και να επουλώσει τις πληγές της. Στεναχωριέμαι, θυμώνω, αγανακτώ, αλλά ένα αστείο κράτος σαν το δικό μας, που τόσα χρόνια επιβιώνει με ψέματα, κάπως έτσι θα έφτανε κοντά στο τέλος. Αυτού του είδους οι τραγωδίες δεν έρχονται μόνες τους. Τις προκαλούμε. Παίζαμε χρόνια με τη φωτιά και τελικά αυτή μας έκαψε. Κάθε φορά που καιγόταν ένα δάσος το θεωρούσαμε φυσιολογικό, έστω και αν ξέραμε ότι πίσω από τον εμπρησμό κρύβονται συμφέροντα. Θα κάψουν, θα κάψουν, κάποτε θα σταματήσουν, με αυτή τη λογική (;) πορευόμασταν. Η Ελλάδα του παρακράτους για μια ακόμη φορά θριαμβεύει.
Η Ελλάδα του νεοπλουτισμού, της αρπαχτής, της ρεμούλας, της κομπίνας μπορεί να υπερηφανεύεται ότι κέρδισε τη μάχη. Η Ελλάδα που μπάζωσε τα ρέματα, που στέρεψε τα ποτάμια, που μόλυνε τις θάλασσες, που αποχαρακτήρισε τις δασικές εκτάσεις, που έκτισε ξενοδοχεία και βίλες δίπλα στο κύμα, η Ελλάδα που αποστρέφεται το ωραίο γιατί αυτό δεν αγοράζεται, αλλά διδάσκεται, το καταστρέφει με την ανοχή του κράτους, για να φτιάξει δίπλα του τη δική της ομορφιά.
Η Ελλάδα που κατέστρεψε τα πανεπιστήμιά της, που δεν δίνει δεκάρα για την παιδεία, αλλά μόνο για την εγκύκλια μόρφωση και λοιπά τυπικά (μην μας πουν και αγράμματους), η Ελλάδα που λαδώνει τις εφορίες και τις πολεοδομίες για να κάνει τη δουλειά της, που κατέστρεψε τα νοσοκομεία, που μαράζωσε τα δημόσια σχολειά, που χαλούχησε γενιές και γενιές με το δόγμα «εμπρός εμείς και δεν γαμείς», κοίτα την πάρτη σου, που έντυσε το δημόσιο συμφέρον με τα ρούχα της δικής της λογικής, επιτέλους, επιβραβεύεται για τις ικανότητές της.
Οι «κωλοέλληνες», όπως τους χαρακτήρισε κάποτε τραγουδιστά ο Διονύσης Σαββόπουλος, και θεωρήθηκε προσβλητικό, που κατέστρεψαν τα ιστορικά κέντρα όλων των μεγάλων πόλεων, που έριχναν σε μια νύχτα τις στέγες των νεοκλασικών για να θεωρηθούν αυτά κατεδαφιστέα, φτιάχνοντας στις θέσεις τους πανέμορφες πολυκατοικίες, που γκρέμισαν παραδοσιακούς οικισμούς για να φτιάξουν άλλους, βάζοντας χέρι στα κοινοτικά κονδύλια, θα ζήσουν τελικά στη χώρα που ονειρεύτηκαν.
Στη χώρα της ατιμωρησίας για τους παραδικαστικούς, για τους παρακυβερνητικούς διαχειριστές του μαύρου χρήματος, για τους «λειτουργούς» γιατρούς με το φακελάκι, για τους μάστορες των καρτέλ και των σκανδάλων, που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα επιδιδόμενοι σε ασκήσεις θράσους. Ενα κράτος, που με επιμέλεια κατάφερε να φτιάξει τους πολίτες του καθ’ εικόνα και ομοίωση, καμαρώνει το έργο του. Μια Ελλάδα χωρίς αξίες παρελαύνει, έχοντας για παραστάτες μεγαλοδημοσιογράφους που διαμορφώνουν την κοινωνική συναίνεση.
Το σύνθημα «πουλήστε επιτέλους την ψυχή σας στο διάβολο και η καταξίωση σάς περιμένει στον επίγειο παράδεισο» δονεί την ατμόσφαιρα. Οσοι έχουν ευαισθησίες κοινωνικές, οικολογικές, καλά θα κάνουν να συντροφεύσουν τη γραφικότητά τους σε μέρη ανήλια και να μην ενοχλούν. Οι ευαισθησίες δεν φέρνουν χρήμα, οπότε καλό είναι να προσπερνούνται.
Μια Ελλάδα αμόρφωτη, αστοιχείωτη, απαίδευτη, παραδομένη στη δικτατορία των μετρίων και των ημιμαθών, εναποθέτει τις ελπίδες της σε «λιλιπούτειους», κατά πλειονότητα, κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους. Δείτε σε τι κατάσταση είναι τα «κοινά», για να αντιληφθείτε ποιοι τα διαχειρίζονται. Εβλεπα τον πρωθυπουργό σαστισμένο στο διάγγελμά του και μου έδωσε την εντύπωση ότι μιλάει σε σχολική γιορτή. Μακάρι να ήταν σε θέση να απαντήσει στο ερώτημα που έθεσε ο Λάκης Λαζόπουλος, ποιοι επιτέλους διαλύουν τη χώρα. Αν και δεν συμφωνώ. Κανείς δεν τη διαλύει. Διαλυμένη ήταν, απλώς τώρα καταρρέει. Η φωτιά δυστυχώς εξαπλώνεται και κατακαίει τη χώρα, χωρίς κάποιος να μπορεί να τη σταματήσει. Οι ευαισθησίες, οι συνειδήσεις και οι αντιστάσεις μας, που θα μπορούσαν να τη θέσουν υπό περιορισμό, έχουν καεί από τον μέσα μας εμπρηστή, εδώ και χρόνια. Μια Ελλάδα καμένη και ραμμένη στα μέτρα μας.