Τρέχαμε χωρίς να ξέρουμε το γιατί. Ολοι έτρεχαν. Κουτουλούσαν μεταξύ τους σαν τα συγκρουόμενα. Είχες την αίσθηση πως αν έπιανες κάποιον στην τύχη και τον ρωτούσες γιατί τρέχουμε, θα σου απαντούσε γεμάτος ένταση «γιατί τρέχουν και οι άλλοι. Βλέπεις κανέναν να μην τρέχει;».
Η πιο διαδεδομένη φράση στον χώρο της υπό έκδοση εφημερίδας ήταν: «Τελείωσες, ρε μαλάκα, γιατί κλείνουμε; Πρέπει να είμαστε στην Ομόνοια στις 2 μετά τα μεσάνυχτα». Παραδόξως όλοι απαντούσαν δυνατά «ναι» ή κουνούσαν το κεφάλι τους με βεβαιότητα και αβεβαιότητα. Αφού όλοι ήταν συνεπείς, τότε γιατί τρέχαμε; Ελα ντε; Το πρώτο φύλλο, βλέπετε. Ο μόνος που φαινόταν να διατηρεί τον έλεγχο και να κρατά το τιμόνι σταθερά στη σωστή κατεύθυνση -χωρίς όμως να έχει απαρνηθεί την προσφιλή του συνήθεια να ρίχνει χοντρά μπινελίκια σε όποιον έβρισκε μπροστά του- ήταν ο Φίλιππος Συρίγος.
Τον κοίταζα από μακριά -πού να πας κοντά- και έλεγα από μέσα μου: «Αφού δεν έχει εκτροχιαστεί ο Φίλιππος να μας περάσει γενιές δεκατέσσερις, μια χαρά πάμε». Τώρα, δύο χρόνια μετά, είμαι σίγουρος ότι χωρίς την πείρα του, εκείνο το πρώτο φύλλο θα έφτανε στην Ομόνοια στις δύο η ώρα, αλλά με έναν μήνα καθυστέρηση. Αλλά η «SportDay» από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας της αυτό ήταν. Μια αναρχοπαρέα, που πρώτα φροντίζει να ζει την κάθε στιγμή και μετά να γράφει και να διηγείται. Μια σχολική παρέα σε πενταήμερη εκδρομή χωρίς επιστροφή. Δεν είναι λίγες οι φορές που προσπαθώντας να βρούμε μαζί με τον συνονόματο τον Τσαπίδη τη λεζάντα για την κεντρική φωτό των παρασκηνίων, χανόμαστε παρακολουθώντας την παράσταση που έχουν στήσει οι υπόλοιποι. Μεγάλη υπόθεση να δουλεύεις και να το χαίρεσαι. Να μη νιώθεις σε κλουβί. Να κάθεσαι μπροστά στο κομπιούτερ και το περιβάλλον να σε εμπνέει, να γράψεις, να ταξιδέψεις, να αφεθείς. Να μη σ' τη σπάει η φάτσα του απέναντι, η συμπεριφορά του δίπλα. Πράμα σπάνιο. Συμβαίνει όμως. Οχι ότι δεν έχουμε περάσει δύσκολες στιγμές, με εντάσεις, διαφωνίες και προστριβές. Αλλά ήταν σαν τις καταιγίδες. Πέρασαν και ξαναβγήκε ο ήλιος. Θυμάμαι εκείνη την πρώτη μέρα. Δεν ήξερα τι να γράψω. Το πρώτο που πληκτρολόγησα στο κομπιούτερ ήταν ο τίτλος της στήλης «Μικρός Βούδας». Ηρθε μετά ο Συρίγος και τον πέταξε. «Τι θα γράψεις, ρε Μπάμπη»; «Θα γράψω για το ντέρμπι Ολυμπιακός-ΑΕΚ», μου απάντησε. Τον κοιτούσα σαν να τον ρωτούσα: «Ωραία, και εγώ;». «Γράψε, ρε μαλάκα ό,τι γουστάρεις. Ο,τι σου περνάει από το μυαλό. Πού κολλάς;», μου απάντησε. Αυτό έκανα. Επιασα να γράφω για την καινούργια εφημερίδα που μου δίνει το δικαίωμα να υπερασπιστώ αυτά που γουστάρω. Αυτά που ελπίζω. Για τα νέα παιδιά διπλά μου. Για την κοινή αισθητική και φιλοσοφία που μας ενώνει. Για έναν ψίθυρο που σε λίγο θα γινόταν φωνή. Εκλεισα με μία φράση του Τσίρκα από τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες»: «Ενας ψίθυρος, μια μουρμουριστή ανοιξιάτικη ευφορία έμπαινε από το παράθυρό μου». Είμαι σίγουρος ότι δύο χρόνια μετά αισθάνεστε μαζί μας το ίδιο και εσείς.