Έχω μια διαστροφή, ανωμαλία, πώς το λένε. Μου αρέσει να παρακολουθώ τις συνεντεύξεις Τύπου μετά τα ματς. Αναφέρομαι στα ελληνικά παιχνίδια του πρωταθλήματος γιατί στο εξωτερικό τα πράγματα είναι ξενέρωτα. Οι δημοσιογράφοι εκεί ξέρουν τι θα ρωτήσουν, δεν αυτοσχεδιάζουν καθόλου, οι προπονητές απαντούν πρόθυμα και στην πιο παράξενη ερώτηση, χωρίς να δυσανασχετούν, με αποτέλεσμα να μοιάζουν όλα αποστειρωμένα.
Εδώ σε μας είναι διαφορετικά.. Καταρχήν έχεις την εντύπωση ότι οι περισσότεροι προπονητές κοουτσάρουν την ίδια ομάδα. Σε γενικές γραμμές τα ίδια λένε όλοι. «Ξεκινήσαμε καλά, καταφέραμε να προηγηθούμε νωρίς, με αποτέλεσμα να αποβάλουμε το άγχος (εδώ επιβάλλεται μια παύση) και μετά είχαμε την εντύπωση ότι το ματς τελείωσε (δεύτερη παύση). Στο δεύτερο ημίχρονο χαλαρώσαμε επικίνδυνα και ευτυχώς που δεν την πληρώσαμε». Αν τώρα η ομάδα έχει καταφέρει να σκοράρει και για δεύτερη φορά, υπάρχει και η παραλλαγή. «Ευτυχώς που βάλαμε ένα ακόμα γκολ και έτσι δεν μπήκαμε σε περιπέτειες».
Αν τώρα η ομάδα έχει χάσει, τα λεγόμενα είναι περίπου ίδια, με αλλαγή ύφους. Συνήθως φοριέται το σκυθρωπό, λίγο σκεφτικό με τάσεις προβληματισμού. Δεν πήγαμε καλά. Δεχτήκαμε ένα γκολ τη στιγμή που δεν το περιμέναμε. Μετά το γκολ χάσαμε την αυτοσυγκέντρωσή μας, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να αντιδράσουμε. Τώρα το μόνο που μένει να κάνουμε είναι να ξεχάσουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα αυτό το ματς και να ασχοληθούμε με το επόμενο.
Ενδιαφέρον έχει η περίπτωση στην οποία η ομάδα έχει νικήσει με γκολ στο δεύτερο ημίχρονο. Οι δηλώσεις των προπονητών μοιάζουν ανάλογες με την απόδοση της ομάδας που κοουτσάρουν. Ξεκινούν δηλαδή αργά με διστακτικότητα και όσο περνάει ο καιρός γίνονται και πιο τολμηρές. Δεν μπήκαμε δυνατά στο παιχνίδια, κάναμε λάθη ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος που ήμασταν πολύ κακοί, αλλά ευτυχώς στο δεύτερο συνήλθαμε και παίξαμε σύμφωνα με τις δυνατότητές μας.
Τι έγινε, τι μεσολάβησε, τι άλλαξε, δύσκολο να μάθεις. Και πώς να μάθεις; Τις περισσότερες φορές, αν όχι όλες, οι προπονητές δίνουν την εντύπωση ότι μιλάνε στο πουθενά. Σαν να κοιτάζουν ένα αόρατο ότο κιου σαν αυτό που έχουν μπροστά τους οι παρουσιαστές στα δελτία ειδήσεων. Από την άλλη, δεν ρωτάει και κανείς να μάθει. Οπως οι προπονητές, έτσι και οι δημοσιογράφοι μοιάζουν να έχουν αποδεχθεί τον ρόλο τους, που δεν είναι άλλος από το να καταγράψουν τις 5-10 στερεότυπες ατάκες του κόουτς για να προλάβουν το κλείσιμο της εφημερίδας Κυριακή βράδυ -ποιος δεν θέλει να πάει σπίτι του μια ώρα νωρίτερα.
Αν πάλι κάποιος δημοσιογράφος έχει τις γνώσεις τις συνοδευόμενες από το απαραίτητο θράσος να ρωτήσει κάτι, τότε 9 στις 10 φορές η απάντηση που θα λάβει θα χρήζει διευκρινίσεων. Αν πάλι ζητήσει διευκρινίσεις, τότε μαύρο φίδι που τον έφαγε. Αμέσως σταμπάρεται σαν κάποιος έξυπνος που ήθελε τάχα μου να στριμώξει τον προπονητή. Βαλτός, με λίγα λόγια, από τον εχθρό. Αν ξέρουν μάλιστα ότι η εφημερίδα στην οποία εργάζεται δεν είναι «δικιά μας», τότε ένας λόγος παραπάνω να είναι καχύποπτοι με την πάρτη του.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες νομίζετε ότι θα μπορούσε να μάθει κάποιος, για παράδειγμα από τον κόουτς Λεμονή, πώς περιμένει ο Ριβάλντο να λειτουργήσει σε ένα σύστημα 4-4-2 με ρόμβο, όταν αποδεδειγμένα στο 4-3-3 του Σόλιντ έχει 10 γκολ και 10 ασίστ. Το λιγότερο που έχεις να ακούσεις σε αυτή την περίπτωση είναι το γλυκύτατο «Βλέπεις, ρε φίλε, ότι η ομάδα δεν τραβάει, και κάνεις αυτή την ερώτηση; Δηλαδή τι; Νομίζεις ότι με αυτό τον τρόπο κάνεις καλό στην ομάδα; Βοηθάς έτσι;».
Στο ποδόσφαιρο, λοιπόν, όλοι εμείς δεν είμαστε για να ρωτάμε, αλλά για να βοηθάμε…