Καλοκαίρι του 2001, αν δεν με απατά η μνήμη μου, αλλά με έναν πρόχειρο υπολογισμό έτσι μου βγαίνουν οι χρονιές, μου τηλεφώνησαν κάποιοι φίλοι να πάμε να δούμε την ομάδα και όταν λέω ομάδα, εννοώ τον Αρη, που μόλις είχε γυρίσει από την προετοιμασία. Μπαίνοντας λοιπόν στο γήπεδο, το μάτι μου έπεσε πάνω σε ένα ξανθό παιδί με μακριά μαλλιά πιασμένα με μια στέκα που έτρεχε πάνω κάτω ασταμάτητα. Ποια είναι αυτή η ragazzina (κοριτσάκι) ρώτησα, χρησιμοποιώντας το παρατσούκλι που είχαν προσδώσει οι Ιταλοί τιφόζι, λόγω κόμμωσης και στυλ στον Αργεντινό Κανίγια. Με πληροφόρησαν ότι είναι ο ένας εκ των δύο πιτσιρικάδων που ήρθαν φέτος να προστεθούν στο ρόστερ της ομάδας ύστερα από πρόταση του τότε προπονητή Μπάμπη Τεννέ, που, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενά του, θα αφήσουν εποχή και λέγονται Σιλιγαρδάκης και Καμπάνταης. Και αυτός που τρέχει εδώ μπροστά μου σαν δαίμονας είναι αυτός με το όνομα γλωσσοδέτη, ο Σιλιγαρδάκης, πώς τον είπατε, ρώτησα, για να εισπράξω την απάντηση ότι αυτός είναι ο Καμπάνταης. Αυτή ήταν η πρώτη εικόνα που είχα από τον Λεωνίδα. Δεν ξέρω αλλά είχε καιρό Ελληνας ποδοσφαιριστής και μάλιστα άγνωστος να μου κάνει εντύπωση με την πρώτη ματιά. Παρατηρούσα λοιπόν ότι έβαζε τα πόδια του στη φωτιά, κυνηγούσε όλες τις φάσεις ακόμα και τις χαμένες, είχε καλό και γρήγορο ξεπέταγμα, που το συνδύαζε με μια κοφτή ντρίπλα. Αλλά αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ότι ήξερε να κινηθεί χωρίς την μπάλα και να εκμεταλλευτεί, όσο η εμπειρία του το επέτρεπε, τον κενό χώρο. «Ο μικρός είναι καλός, θα παίξει μπάλα», είπα μιλώντας περισσότερο στον εαυτό μου παρά σε όσους ήταν γύρω μου και περίμεναν να μοιραστούν εντυπώσεις και σχόλια. Κάποιος φαίνεται με άκουσε και θεώρησε σωστό να μου απαντήσει πως «τόσους αγοράσαμε φέτος, μ' αυτόν κόλλησες;» ή κάτι τέτοιο. Τον Μάρτη της ίδιας αγωνιστικής περιόδου ο Καμπάνταης είχε τον πρώτο του σοβαρό τραυματισμό. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που με γκριμάτσα παραπόνου στο πρόσωπό τους δήλωναν ότι ο ταλαντούχος πιτσιρικάς δύσκολα θα επιστρέψει στους αγωνιστικούς χώρους το ίδιο υγιής. Απλά τους διέψευσε. Γύρισε και άρχισε να τρέχει και να κλοτσάει σαν να μην είχε τραυματιστεί ποτέ στη ζωή του και μάλιστα σοβαρά. Δεν μπορούσα να καταλάβω τότε αν λειτουργεί έτσι από άγνοια κινδύνου ή αν είναι τόσο μεγάλη η θέλησή του να παίξει μπάλα που ακυρώνει όλους τους ενδοιασμούς ακόμα και τους ενστικτώδεις. Τελικά είναι ένα κράμα ή καλύτερα ένα εκρηκτικό μείγμα αυτών των δύο. Το διαπίστωσα σχεδόν αμέσως την πρώτη φορά που βρεθήκαμε και τα είπαμε. Τότε το 2003, τον Μάρτη, που μου ζήτησαν από το «ACTIVE» να κάνω μια συνέντευξη με έναν νεαρό ποδοσφαιριστή και εγώ πρότεινα τον Λεωνίδα. Εβαλα τίτλο «ο Ελληνας Μπατιστούτα» (αν και εγώ επιμένω ότι τα χαρακτηριστικά του ταιριάζουν περισσότερο με αυτά του Κανίγια) και άρχισαν να με κράζουν όλοι και από παντού. Πού τον είδες, ρε Λεάνη, τον Μπατιστούτα, μας δουλεύεις; Δεν το έκανα για αβάντα ή για να τον «ψηλώσω» (δεν έχει ανάγκη από τέτοια ο μικρός), αλλά για να τραβήξω την προσοχή μερικών ειδικών. Λειτούργησα προβοκατόρικα. Από τότε πέρασε καιρός. Ο Λεωνίδας άρπαξε όλες τις ευκαιρίες που του δόθηκαν. Καθιερώθηκε στον Αρη, έπαιξε τελικό Κυπέλλου, έχασε την «κούπα» και έκλαιγε όλη τη νύχτα, αφού δεν συμφιλιώνεται με την ήττα ούτε σαν ιδέα, μετά η μοίρα τον μούτζωσε ξανά, δοκιμάζοντάς τον με δεύτερο σοβαρό τραυματισμό, πήγε στην Ιταλία, γύρισε, πήγε στην ΑΕΚ και στάλθηκε με υποσχετική πρώτα στην Κύπρο και μετά στον Πανιώνιο. Για τους περισσότερους, ο μικρός είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για μια λαμπρή καριέρα, αλλά πολύ απλά ήταν άτυχος. Εγώ πάλι επέμενα ότι ο Λεωνίδας θα επιστρέψει για να με κοροϊδεύουν όσοι με κορόιδευαν για τον τίτλο «ο Ελληνας Μπατιστούτα». Τώρα, θέλει να βάλει κανείς στοίχημα μαζί μου ότι ο «δικός» μου (όπως τον αποκαλούν κάποιοι για να με πειράξουν) θα παίξει και στην Εθνική;

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube