Το αποχαιρετιστήριο παιχνίδι για κάθε μεγάλο ποδοσφαιριστή θυμίζει πανέμορφο τοπίο πνιγμένο στην ομίχλη. Σαν αυτά που επέλεγε για την αρχή αλλά και το τέλος των ταινιών του ο μεγάλος Ρώσος σκηνοθέτης Αντρέι Ταρκόφσκι. Που σε γαλήνευαν και συγχρόνως σε τύλιγαν με ένα πέπλο μελαγχολίας.
Ποιος μπορεί, αλήθεια, να ξεχάσει το αποχαιρετιστήριο παιχνίδι του καπιτάνο Μπαρέζι στο «Μεάτσα». Τον Φράνκο να κάνει τον γύρο του αγωνιστικού χώρου που για τελευταία φορά θα πατούσαν οι τάπες των ποδοσφαιρικών του παπουτσιών, τον κόσμο όρθιο να τον χειροκροτεί και να τον αποθεώνει, τον ίδιο στην αρχή να δυσκολεύεται να κρύψει τη συγκίνησή του και μετά να ξεσπάει σε λυγμούς, αδυνατώντας πια να τρέξει με το χέρι ψηλά. Αυτό όμως είναι το σωστό. Η στιγμή αυτή του αποχαιρετισμού να είναι συγκλονιστικότερη απ' όλες τις στιγμές που πρόσφερε με την ποιότητά του ο κάθε σπουδαίος αθλητής.
Ο Ζιντάν γύρισε την πλάτη του στους αγωνιστικούς χώρους. Στο ποδόσφαιρο του σήμερα, λίγο δύσκολο να πούμε ότι ήδη δεν μας λείπει. Βλέποντας όμως το ματς με την Εθνική μας, αυτό που μου ήρθε σχεδόν ενστικτωδώς στο μυαλό ήταν ότι τιμώντας τον μεγάλο Ζιντάν, τιμάς και δοξάζεις τον εκπρόσωπο ή απλώς τον αρχηγό μιας ολόκληρης γενιάς σπουδαίων Γάλλων ποδοσφαιριστών. Η γενιά του θεόμουρλου Μπαρτέζ, του αριστοκράτη Λοράν Μπλαν, του μπλανζέ Κριστόφ Ντουγκαρί, του κουλτουριάρη Ρομπέρ Πιρές, αν και αυτόν τον τίτλο θα μπορούσε να διεκδικήσει και ο Εμανουέλ Πετί, του δικού μας Καρεμπέ, του «Γερμανού» Λιζαραζού, του Ντεσάμπ του Ντεσαγί, αλλά κι αυτών που ακόμα βρίσκονται στην αγωνιστική δράση, βαδίζοντας προς τη… δύση. Οπως ο Βιεϊρά, που συμπλήρωσε 100 διεθνείς συμμετοχές με τη φανέλα των «τρικολόρ», αλλά και ο Τουράμ που έφτασε αισίως τις 125 συμμετοχές. Ολοι αυτοί δηλαδή που κατάφεραν να κάνουν πραγματικότητα ένα όνειρο που τη δεκαετία του '80, τότε που η Γαλλία απέκτησε φανατικούς υποστηρικτές, μια άλλη γενιά σπουδαίων Γάλλων ποδοσφαιριστών δεν κατάφερε να πραγματώσει. Την κατάκτηση ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Αποδειχθήκαν άξιοι συνεχιστές της γενιάς του μεγάλου Μισέλ Πλατινί, του Ζιμακό, του Ζιρές, του Σιξ, του Λαριός, του Τιγκανά, του Μπατιστόν, του Αμορός, όλων αυτών που έκαναν τους φιλάθλους σε όλον τον κόσμο τη δεκαετία του '80 να αγαπήσουν το ποδόσφαιρο που έπαιζαν οι ατσίδες με τα μπλε. Και πώς να μην το αγαπήσεις. Γρήγορο, συναρπαστικό, με ατομικές ενέργειες, με φαντασία και πολλή προσωπικότητα. Περισσότερη ίσως από οποιαδήποτε άλλη ομάδα στη γηραιά ήπειρο. Πόσους και πόσους ανθρώπους δεν συνάντησα που σιχαίνονταν τη Γαλλία ως χώρα ή τους Γάλλους ως σοβινιστές, αλλά λάτρεψαν την μπάλα που έπαιζε εκείνη η ομάδα. Πόσοι και πόσοι δεν εξεδήλωσαν την επιθυμία να σκοτώσουν όπου βρουν τον Γερμανό γκολκίπερ Σούμαχερ, ο οποίος σ' εκείνο τον αλησμόνητο ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου το '82, στην Ισπανία, έστειλε με φορείο τον Μπατιστόν εκτός γηπέδου και τη Γαλλία άδικα εκτός διοργάνωσης.
Και ήρθε η γενιά του Ζιντάν να πάρει τη σκυτάλη για να απονείμει δικαιοσύνη. Να κάνει επιτέλους τους «τρικολόρ» παγκόσμια δύναμη με στέμμα.
Θα ήθελα όσο τίποτα, αφού μάτια και μυαλό ταλαιπωρούνται αφάνταστα με αυτά που βλέπουν στο σύγχρονο, αλλά όχι μοντέρνο ποδόσφαιρο, η νέα γενιά των Γάλλων παικτών να ακολουθήσει αυτή την παράδοση. Με την ίδια ευλάβεια και πίστη που κράτησε σε αντίξοες ποδοσφαιρικές συνθήκες το κερί αναμμένο ο Ζιντάν και η γενιά του. Με το κερί αναμμένο κόντρα στο ρεύμα. Οπως στη «Νοσταλγία» του Ταρκόφσκι.