Η επιτυχία της Εθνικής Νέων βγάζει τα πρόσωπα των διεθνών πιτσιρικάδων στο φως του ήλιου και αναγκάζει τα media να στρέψουν πάνω στα παιδιά τους προβολείς. Ευτυχώς όμως αυτή η ιστορία φωτίζει και τη δουλειά ενός προπονητή της νεότερης γενιάς. Ο Κώστας Τσάνας ζει στα 45 του το διάστημα της δικαίωσης των κόπων του. Ένα παιδί που ξεκίνησε έντεκα χρόνια πίσω την δεύτερη καριέρα στο ποδόσφαιρο, στην προπονητική, ταλαιπωρήθηκε πολύ και χρειάστηκε να περιμένει πολύ για να αρχίσει να παίρνει ευκαιρίες και εμπιστοσύνη μολονότι αρκούσε μια ολιγόλεπτη συζήτηση μαζί του για να αντιληφθεί κανείς ότι το επίπεδο της μόρφωσης και της γνώσης του αντικειμένου αλλά και η αντίληψή του για το ποδόσφαιρο ήταν αρκετά εφόδια, για ένα παιδί που έπαιξε μπάλα σε υψηλό επίπεδο για περίπου 15 χρόνια, για να αξίζει μια ευκαιρία.
Ο Τσάνας είναι της ράτσας που θέλει να πάει μπροστά με τη δουλειά και την αξία και όχι με το κοστούμι, τη γραβάτα, τον καφέ στο Κολωνάκι. Διαχρονικά αυτοί οι προπονητές ήταν είδος προς εξαφάνιση από το οικοσύστημα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ηταν, χρόνια τώρα, τόσο αδύναμοι αυτοί οι προπονητές μπροστά στα θηρία αυτής της ζούγκλας, που αναγκάζονταν να ζουν στη σκιά, στο περιθώριο και να τρέφονται μόνο από τα περισσέματα.
Θυμάμαι καλά τις γκρίνιες που έπιαναν τα αυτιά μου για την επιλογή της ΕΠΟ τον περασμένο Οκτώβριο, να του δώσει την Εθνική Νέων. Δεν είχε ο Τσάνας αβανταδόρους να τον επιβάλλουν, χτίζοντάς του το προφίλ, δεν είχε ούτε παράγοντες για να του βάλουν πλάτη. Πήρε την ευκαιρία κυρίως επειδή η ΕΠΟ πείστηκε από όσα άκουσε από τον Γ.Χ. Γεωργιάδη, από τον Τάκη Φύσσα, τον Λεωνίδα Βόκολο και, τελικά, τον Φερνάντο Σάντος. Προηγουμένως, για να φτάσει μέχρι την Ομοσπονδία και να εργαστεί ως βοηθός είχε χρειαστεί να πάει κόντρα στον προηγούμενο χαρακτήρα του και να βελτιώσει την επικοινωνία του. Δεν θα την έβρισε τη δουλειά στην Ομοσπονδία όμως αν δεν ήξεραν το επίπεδό του και την προσπάθειά του ο Φύσσας και ο Βόκολος. Μετά την πρόσληψή του από την ομοσπονδία, ο Τσάνας δεν μεταμορφώθηκε, δεν καβάλησε το σύννεφο. Παρέμεινε ένας χαμηλών τόνων τύπος, όπως ήταν και τον καιρό που φορούσε ποδοσφαιρικά παπούτσια.
Επειδή θυμάμαι πολύ καλά τα συνήθη κριτήρια επιλογής προπονητών ειδικά για τις μικρότερες εθνικές στη διάρκεια των προηγούμενων περίπου 20 ετών, χαίρομαι αφάνταστα που βλέπω να δικαιώνεται μια επιλογή χωρίς μεγάλα ερείσματα, δηλαδή ένας προπονητής που δεν πήρε τη θέση επειδή είχε κάνει μεγάλη διεθνή καριέρα, επειδή εξασφάλιζε την ψήφο πολλών ενώσεων ή επειδή τηλεφώνησε για χάρη του ένας πολιτικός αρχηγός, αλλά επειδή έπεισε με τη δουλειά που έκανε για περίπου 2,5 χρόνια.
Όχι, προσέξτε, δεν συζητάμε για έναν Μουρίνιο που πήγαινε χαμένος και ευτυχώς δικαιώθηκε, αλλά για μια περίπτωση ενός κανονικού, μορφωμένου, κατηρτισμένου προπονητή, που πήρε την ευκαιρία ακριβώς επειδή έδειξε με τη δουλειά του ότι την αξίζει. Σήμερα γεύεται την επιτυχία με την προηγούμενη ταπεινότητα και συνεχίζει την μεθοδική δουλειά. Κι η ΕΠΟ βλέπει την επιλογή της να δικαιώνεται. Την επιλογή της να προσλαμβάνει προπονητές και να μην κάνει θελήματα ή εξυπηρετήσεις.
Follow @vsambrakos