Καθάρισε κάτι ανοιχτούς λογαριασμούς με την ιστορία. Ανοικτούς από το '94 που το μεγάλο της αστέρι -τότε-, ο Ρομπέρτο Μπάτζιο, έστειλε την μπάλα πάνω από τα δοκάρια του Ταφαρέλ. Ο Φάμπιο Γκρόσο στο τελευταίο πέναλτι νίκησε τον Μπαρτέζ και δεν επέτρεψε στον αξεπέραστο Ζιντάν να γίνει κάτι παραπάνω από μια φιγούρα τραγική.
Οι Ιταλοί, που απογοήτευσαν στην αρχή της διοργάνωσης, συνήλθαν στη συνέχεια και έδειξαν τα δόντια τους στη φάση των νοκ άουτ παιχνιδιών. Στο πρώτο ημίχρονο ξεπέρασαν γρήγορα την ψυχρολουσία από το ανύπαρκτο πέναλτι, ισοφάρισαν με τον Ματεράτσι και επέβαλαν τον ρυθμό τους. Στο δεύτερο ημίχρονο εξαφανίστηκαν. Οι Γάλλοι, αν και μεγαλύτεροι σε ηλικία, με λιγότερες μέρες ξεκούρασης από το ημιτελικό, κυριάρχησαν. Αν ο νικητής «έβγαινε» με βάση την απόδοση στα ενενήντα λεπτά, το τρόπαιο έπρεπε να πάει στο Παρίσι. Ομως, στη μια καλή ευκαιρία ο καλύτερος τερματοφύλακας του κόσμου νίκησε τον καλύτερο παίκτη του κόσμου τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τα 'χει αυτά το παλιάθλημα.
Η Γαλλία είχε στις τάξεις της τον καλύτερο παίκτη του κόσμου (Ζιντάν) και τον καλύτερο επιθετικό του κόσμου (Ανρί). Η Ιταλία είχε τον καλύτερο τερματοφύλακα (Μπουφόν) και τον καλύτερο σέντερ μπακ (Καναβάρο). Είχε επιπλέον και τον καλύτερο προπονητή από αυτούς που πήραν μέρος στη διοργάνωση. Πέραν όλων αυτών, η Ιταλία παρουσίασε τον γέρο Ματεράτσι (33 ετών), ο οποίος ήρθε αναπληρωματικός του Νέστα, «καθάρισε» τους Τσέχους στον όμιλο, ισοφάρισε τους Γάλλους στον τελικό και «απέβαλε» τον Ζιντάν, στον οποίο προφανώς ψιθύρισε κάποια «γαλλικά». Τον Φάμπιο Γκρόσο, που πήρε το κρίσιμο πέναλτι στο ματς με τους Αυστραλούς-όταν οι «ατζούρι» παρέπαιαν-, σκόραρε με τους Γερμανούς και έβαλε το πέναλτι-τρόπαιο στον τελικό. Επιβαρημένοι, με τη σκιά του σκανδάλου να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους, οι Ιταλοί απαρνήθηκαν το συντηρητικό παιχνίδι, βγήκαν στην επίθεση και ανταμείφθηκαν. Ο Λίπι άρχιζε τα παιχνίδια με έναν-δύο επιθετικούς και τα τελείωνε με τρεις. Δύσκολα θα βρεθεί κάποιος να υποκλιθεί στο «θεαματικό» παιχνίδι των Ιταλών. Είναι απίθανο όμως να ισχυριστεί κάποιος ότι οι «ατζούρι» έπαιξαν αντιποδόσφαιρο ή, ακόμα χειρότερα, ότι «έστησαν» αποτελέσματα.
Στην «Αγία Τριάδα» του ποδοσφαίρου
Ο «Ζιζού» μας αποχαιρετά με μια μουντζούρα μέσα στις χρυσές σελίδες της ποδοσφαιρικής ιστορίας που έγραψε με τα κατορθώματά του. Ας είναι. Ο Μαραντόνα από μουντζούρες άλλο τίποτα κι όμως, όσο περνούν τα χρόνια, όλοι μιλάμε για το χρυσάφι.
Οι στιγμές είναι που συνθέτουν την ιστορία. Στιγμή πρώτη, το πέναλτι σε στυλ προπόνησης με το οποίο προηγούνται οι Γάλλοι. Στιγμή δεύτερη, η καρφωτή κεφαλιά που τη βγάζει ο Μπουφόν. Στιγμή τρίτη, η αποβολή. Και λοιπόν; Τι μπορεί να «λερώσει» μια μουντζούρα; Λίγα πράγματα, για λίγο καιρό. Οσο περνούν τα χρόνια, η μνήμη -την έχει τέτοια τάση- θα ξεθωριάσει τις μουντζούρες. Δίπλα στα ονόματα του Πελέ και του Μαραντόνα θα βρεθεί θέση για τον Ζινεντίν Ζιντάν. Δημιουργείται η «Αγία Τριάδα» του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Πελέ - Μαραντόνα - Ζιντάν. Δεν είναι ιεροσυλία. Ο υπερπαίκτης «Ζιζού» ό,τι έκανε το έκανε μέσα στο γήπεδο. Εκεί οι αέρινες ντρίμπλες του, οι εμπνευσμένες προσποιήσεις, οι μπαλιές με το εξωτερικό φάλτσο, τα εναέρια σουτ, οι κεφαλιές.
Εξω απασχόλησε ελάχιστα. Στο Μουντιάλ αποβλήθηκε δύο φορές, σκόραρε τρεις και θαυμάστηκε για τις ενέργειές του πολύ περισσότερες. Φεύγει αφήνοντας για ενθύμιο μια σπασμένη πόρτα, μια κουτουλιά στον Ματεράτσι και μια αγκαλιά στον Μπουφόν, ο οποίος του στέρησε τον δεύτερο παγκόσμιο τίτλο. Φεύγει αφήνοντας τους συμπατριώτες του με την αίσθηση του ανικανοποίητου και εκατομμύρια θαυμαστές του με ανάμικτα συναισθήματα. Ολα αυτά μέχρι σήμερα-αύριο το πρωί. Οσο περνάει ο καιρός, η εικόνα με το τρόπαιο στα χέρια του Φάμπιο Καναβάρο θα περνάει στο πίσω μέρος του μυαλού. Απ' όλους τους πρωταγωνιστές του Μουντιάλ, εκείνος που θα περάσει εύκολα από τη μνήμη στην καρδιά είναι ο Ζινεντίν Ζιντάν. Ο Μπουφόν κι ο Ματεράτσι δεν του έκοψαν τον δρόμο, απλώς μεγάλωσαν την απόσταση.