Όταν ο Τότι πήγαινε να εκτελέσει το κόρνερ, η γερμανική τηλεόραση έδειχνε τον Γκρόσο σε κοντινό, ο οποίος προσπαθούσε να πλασαριστεί στα αντίπαλα καρέ. Θυμάμαι ότι ψιθύρισα: «Αν είναι να μπει γκολ, να το βάλει αυτός, γιατί ήταν ο καλύτερος από τους 22». Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη φράση–σκέψη και η μπάλα κατέληγε στα δίχτυα του Λέμαν. Πετάχτηκα από τον καναπέ και ούρλιαξα: «Θεία Δίκη, σε ευχαριστώ, Θεέ μου». Μετά έβλεπα τον Γκρόσο να πανηγυρίζει α λα Ταρντέλι (όπως στο αξέχαστο από κάθε άποψη Μουντιάλ του '82) και ένιωσα το κορμί μου να ανατριχιάζει. Πριν καταφέρω να κατεβάσω σφυγμούς και υπερένταση, ο Ντελ Πιέρο έστελνε για δεύτερη φορά την μπάλα στα γερμανικά δίχτυα. Τότε δεν το κρύβω ότι δάκρυσα, συγκινήθηκα.
Εβλεπα τους Ιταλούς ένα κουβάρι αγκαλιασμένους μες στην τρέλα, τους Γερμανούς λιπόθυμους στον αγωνιστικό χώρο και ζήλεψα που δεν ήμουν εκεί να ζήσω από κοντά αυτές τις στιγμές. Ηθελα πολύ να ήμουν στο γήπεδο, αλλά και τι δεν ήθελα! Ηθελα να ήμουν στη Ρώμη, στην Πιάτσα ντελ Πόπολο ή στην Πιάτσα Βενέτσια, στο Τραστέβερε, να μπαινοβγαίνω στα μπαρ και στα καφέ πανηγυρίζοντας και αγκαλιάζοντας όποιον έβλεπα μπροστά μου. Να τρέχω στους δρόμους και να λέω στους δικούς μου ότι απόψε δεν θα κοιμηθεί κανείς. Ηθελα να ήμουν στη Φλωρεντία, να σκαρφαλώνω την Πιάτσα Μικελάντζελο με τη βέσπα μου ζωγραφισμένη στα χρώματα της «σκουάντρα ατζούρα» και πίσω όλη η παρέα να με ακολουθεί. Για όλους εμάς, τα χρόνια του '70 και '80 -μια παρείσακτη γενιά, διωγμένη ως ανίκανη από την ίδια της τη χώρα- η Ιταλία έγινε η δεύτερη πατρίδα μας. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Εκεί μάθαμε ότι κάτι αξίζουμε, εκεί φτιάξαμε το πρώτα μας όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο, εκεί φτιάξαμε παρέες, φίλους, γκόμενες, πολιτική συνείδηση και ταυτότητα. Εκεί μάθαμε ότι το «εμείς» γρήγορα ανθίζει και το «εγώ» γρήγορα μαραίνεται. Εκεί καταλάβαμε ότι το «εξωτερικό» δεν είναι εξορία, αλλά μία ακόμα ευκαιρία να γίνεις αυτό που ονειρεύτηκες, αλλά οι «δικοί σου» σου το απαγόρευσαν με κάθε τρόπο. Φτιάξαμε χαρακτήρα, αποκτήσαμε παιδεία και πολιτισμό. Βλέπαμε σ' αυτή τη χώρα ότι θα μπορούσε να ήταν και η δική μας, αν αυτή έπαυε να συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένη και έβρισκε τι της φταίει πραγματικά. Αν σεβόταν τον εαυτό της. Λίγοι αγάπησαν και δέθηκαν με τη χώρα που τους φιλοξένησε κι εμείς τα «ιταλάκια» είχαμε αυτή την τύχη. Στην Ιταλία, δεν το κρύβω, έμαθα το ποδόσφαιρο. Τη διαφορά καλύτερα ανάμεσα στην μπάλα και στο ποδόσφαιρο. Ανάμεσα στο σινεμά και τον κινηματογράφο, στη ζωγραφιά και στη ζωγραφική και τέλος τη διαφορά ανάμεσα στην τέχνη και στο τέχνασμα. Πρέπει να έχεις ζήσει εκεί για να καταλάβεις πώς αυτοί οι παίκτες -οι πνιγμένοι από τα σκάνδαλα- μπορούν να «καθαρίσουν» με τον πιο εύκολο τρόπο τους αμόλυντους Γερμανούς μέσα στην ίδια την πατρίδα τους. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος. Υπάρχει τρόπος και έχουν τον τρόπο τους οι Ιταλοί. Ολα τ' άλλα τα αφήνω στους ειδικούς, οι οποίοι όμως οφείλουν να λάβουν υπόψη τους ότι η «σκουάντρα ατζούρα» φτάνει στον τελικό, μη έχοντας χάσει ποτέ από τους Γερμανούς σε Μουντιάλ, έχοντας σκοράρει έντεκα φορές στη διοργάνωση από δέκα διαφορετικούς παίκτες. Τέλος, αν δεχθεί η Πορτογαλία έστω και ένα γκολ στο ματς με τη Γαλλία, η Ιταλία θα είναι η μόνη χώρα που θα έχει καταφέρει να πάει σε τελικό με ένα γκολ στο παθητικό της -και αυτό αυτογκόλ. Τα υπόλοιπα τα λέμε στον τελικό.