Ο πρώτος τελικός Παγκοσμίου Κυπέλου που είδα στην τηλεόραση ήταν αυτός του 1970. Η κρατική τηλεόραση είχε καλύψει τότε καμιά δεκαριά παιχνίδια της διοργάνωσης, αλλά εκτός του μεγάλου τελικού, τα άλλα μόνο σαν όνειρο τα θυμάμαι. Επειδή και οι ώρες μετάδοσης ήταν παράξενες, λόγω του ότι το Μουντιάλ διεξαγόταν στο Μεξικό, στα περισσότερα ματς συντρόφευα τον πατέρα μου μέχρι τα μάτια μου να βαρύνουν και να με πάρει ο ύπνος δίπλα του στον μεγάλο καναπέ. Ξυπνούσα κάθε τόσο από τις φωνές του για μια μεγάλη φάση ή ένα ωραίο γκολ, αλλά συνολική εικόνα των παιχνιδιών δεν είχα. Πολλά χρόνια μετά, βρήκα στο εξωτερικό ντοκουμενταρίστικο υλικό από το πρώτο μου αυτό Μουντιάλ και παρακολούθησα τους περισσότερους από τους αγώνες. Ομολογώ ότι ήταν ένα από τα ωραιότερα στην ιστορία του θεσμού. Η ποιότητα, από πάσης απόψεως, των παικτών που συμμετείχαν τότε δύσκολα θα επαναληφθεί. Πολλά και ωραία γκολ, εκπληκτικές φάσεις που πέρασαν στην ιστορία και ένας τελικός, ο τελευταίος όπου μια ομάδα επικρατεί με τόση χαρακτηριστική άνεση και αρχοντιά.

Οι φίλοι του πατέρα μου είχαν μαζευτεί στο μεγάλο σαλόνι και αυτός με φώναζε να βγω από το δωμάτιό μου για να μη χάσω τον μεγάλο τελικό. Σχεδόν με το ζόρι με έβγαλε έξω καταϊδρωμένο, αφού εγώ στο προσωπικό μου βασίλειο είχα ξεκινήσει να παίζω μπάλα όπως πάντα επί φανταστικού αντιπάλου. Κάθισα ανάμεσα στους μεγάλους που βάλθηκαν να μου εξηγούν οι μεν γιατί πρέπει να είμαι με τη μεγάλη Βραζιλία του Πελέ, του Τοστάο, του Ριβελίνο και οι δε με την Ιταλία του Ματσόλα, του Μπονισένια, του Ριβέρα. Χρώματα δεν μπορούσα να διακρίνω, γιατί η συσκευή ήταν ασπρόμαυρη και ομολογώ ότι είχα δώσει περισσότερη προσοχή στο να μελετώ τις αντιδράσεις των μεγαλυτέρων, παρά στην εξέλιξη του παιχνιδιού. Τώρα τι θυμάμαι από εκείνο το ματς, θα σας γελάσω. Και αυτό γιατί στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων το έχω δει και ξαναδεί τόσες φορές, που μοιραία η μνήμη με την ανάμνηση μπερδεύονται και γίνονται ένα κουβάρι με εικόνες. Αν κάτι μου έχει μείνει πρωτογενώς στον σκληρό δίσκο των παιδικών μου αναμνήσεων αυτό θα πρέπει να είναι το πρώτο γκολ της Βραζιλίας με κεφαλιά του Πελέ. Και αυτό γιατί ο βασιλιάς της μπάλας, που ήταν μαύρος, φάνηκε στα παιδικά μου μάτια να πηδάει μέχρι τον ουρανό ψηλά, για να βρει την μπάλα. Δεν είχα ξαναδεί άλλον παίκτη να πετάει μέχρι τα σύννεφα με το κορμί του τόσο χαλαρό και να στέλνει την μπάλα εκεί που, και υπερφυσικές δυνάμεις να έχεις, σίγουρα θα δυσκολευτείς να την αποκρούσεις. Το σκορ το θυμάμαι από τότε, γιατί ο πατέρας μου, μεγάλο πειραχτήρι, τσιγκλούσε κάποιον φίλο του επαναλαμβάνοντας σαν ρεφρέν από τραγούδι το νούμερο τέσσερα στον υπερθετικό του. «Τεσσάρα ρε, τεσσάρα και λίγα είναι». Κάποιοι δεν μπορούσαν να το πιστέψουν, αλλά ο μπαμπάς μου επέμενε ότι «υπάρχει Θεός», γιατί κέρδισε το ποδόσφαιρο και όχι το αντιποδόσφαιρο. Βγήκα στο μπαλκόνι και άρχισα να κλοτσάω την μπάλα μου στα κάγκελα. Ηρθε ο πατέρας μου να δει τι κάνω. Τον πλησίασα και του είπα: «Την άλλη φορά που θα πας ταξίδι στο εξωτερικό να μου φέρεις μία φανέλα του Πελέ». Μόλις είχα ερωτευθεί το ποδόσφαιρο… Η ιστορία είναι αφιερωμένη σε όλα τα πιτσιρίκια που παρακολουθώντας τώρα αυτό το Μουντιάλ θα το τοποθετήσουν πρώτο στις αναμνήσεις τους.



ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube