«Το ποδόσφαιρο ζει από τις στιγμές, τις εξάρσεις μεμονωμένων παικτών, που δεν υπαγορεύονται από τακτικές και πλάνα προπονητών. Δεν επιτρέπεται να αυτοματοποιήσουμε το ποδόσφαιρο όπως, για παράδειγμα, γίνεται με το μπάσκετ ή το χόκεϊ επί πάγου, όπου επαναλαμβάνονται πάντα οι ίδιες κινήσεις και ανάπτυξη παιχνιδιού. Το ποδόσφαιρο ζει από τη διαίσθηση και τις εμπνεύσεις των μεγάλων παικτών. Η ομάδα που διαθέτει δυο-τρεις παίκτες που γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή τι πρέπει να κάνουν κι έχουν τη διαίσθηση ή το χάρισμα να απλοποιούν τα πιο περίπλοκα πράγματα, είναι σίγουρο ότι θα διαφέρει και θα υπερέχει των άλλων. Και θα ήθελα εδώ να υπογραμμίσω για μια ακόμα φορά τις αντιρρήσεις μου σχετικά με το αξίωμα που λάνσαρε πριν από μερικά χρόνια ο παλιός συμπαίκτης μου και προπονητής της εθνικής Γερμανίας Μπέρτι Φογκτς ότι σταρ είναι η ομάδα. Αυτό είναι ατόπημα. Το ποδόσφαιρο πάντα χρειαζόταν και θα χρειάζεται τους σταρ. Εξάλλου, γι' αυτούς πάει ο κόσμος στα γήπεδα».

Δανείζομαι σήμερα μικρά, αλλά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τη συνέντευξη που παραχώρησε στον συνάδελφο Δημήτρη Δημουλά για λογαριασμό του «ΕΘΝΟΣΠΟΡ» μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του σύγχρονου ποδοσφαίρου και της Γερμανίας, ο Πάουλ Μπράιτνερ. Μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα τόσο στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου όσο και έξω από αυτές. Οταν ως ποδοσφαιριστής πρότεινε μία άλλη αισθητική και φιλοσοφία στα ποδοσφαιρικά τερέν, δεν ήταν λίγοι αυτοί που μιλούσαν για έναν ποδοσφαιριστή αναρχικό, ιδιότροπο και μονήρη. Τίποτα από όλα αυτά. Ο Μπράιτνερ ήταν απλώς ένας ποδοσφαιριστής καλλιεργημένος, με ανησυχίες. Διάβαζε πολύ και έπαιζε μπάλα, διότι μέσα από αυτό εκφραζόταν. Μαοϊκός, δεν δίσταζε να τοποθετηθεί για σοβαρά πολιτικά ζητήματα της χώρας του και γενικότερα του πλανήτη, όπως, για παράδειγμα, για τη Σοσιαλδημοκρατία του Βίλλυ Μπραντ, για το αντάρτικο πόλεων της Μπάντερ Μάινχοφ, που δίχασε πολλούς Γερμανούς αριστεριστές, αλλά και για τις χούντες τις Λατινικής Αμερικής, που την εποχή εκείνη... φύτρωναν σαν τις παπαρούνες. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι το 1978 δεν ταξίδεψε στην Αργεντινή για το Μουντιάλ, επιλογή για την οποία τοποθετήθηκε δημόσια. Θεωρούσε τον προπονητή της εθνικής του Χέλμουτ Σεν φασίστα και -το κυριότερο- δεν ήθελε επ' ουδενί να φτάσει η Γερμανία στον τελικό και να παίξει υπό το βλέμμα του δικτάτορα Βιντέλα. Να του σφίξει το χέρι, ούτε κουβέντα. Και δεν πήγε! Οι απόψεις του είναι ένα μανιφέστο ενάντια στο σύγχρονο ποδόσφαιρο των προπονητών, οι οποίοι θέλουν όλο και περισσότερο να το φέρουν στα μέτρα τους, έχοντας στην υπηρεσία τους παίκτες-μηχανές. Κλείνω με την τοποθέτησή του στην πρόταση που έκανε ένας άλλος επαναστάτης και αντικομφορμιστής –σπουδαία προσωπικότητα και αυτός-, ο Σόκρατες, για βελτίωση του θεάματος. Ο Σόκρατες ζητάει τη μείωση του αριθμού των παικτών από 11 σε 10 ή 9, ώστε να μείνει ελεύθερος χώρος για τους ποδοσφαιριστές με έφεση στις ατομικές ενέργειες.

«Με όλο τον σεβασμό που τρέφω για τον Σόκρατες, αυτό είναι ανοησία. Το γήπεδο παρέχει αρκετό χώρο για τους 20 ποδοσφαιριστές –δεν υπολογίζω τους τερματοφύλακες-. Δυστυχώς βέβαια, το παιχνίδι σε διεθνές επίπεδο έχει περιοριστεί στα 20 μέτρα εκατέρωθεν της μεσαίας γραμμής. Αλλά κάθε προπονητής είναι ελεύθερος να "σπάσει" αυτά τα δεσμά της τακτικής, που λίγο-πολύ αντιγράφονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Κι εδώ είναι που λέω ότι απουσιάζει η τόλμη για μια ρηξικέλευθη τομή».

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube