Τα γεγονότα εν πλω δεν έγιναν όπως θέλουν να τα παρουσιάζουν κάποιοι φωτεινοί παντογνώστες, οι λεγόμενοι πανταχού παρόντες. Τα ΑΕΚόπουλα ανέβηκαν στο πλοίο πικραμένα και κάθισαν στο κατάστρωμα. Τότε ένας ανακάλυψε τη… βαρύτητα. Σήκωσε μία καρέκλα και την πέταξε στη θάλασσα. Ακολουθώντας τους πειραματισμούς του πρώτου, που έκανε αυτή τη σημαντική για την ανθρωπότητα ανακάλυψη, το έκαναν και μερικοί άλλοι, που ήθελαν να διαπιστώσουν αν το φυσικό αυτό φαινόμενο παρατηρείται με όλες τις καρέκλες ή μόνο με μερικές εξ αυτών. Πώς τολμάτε, λοιπόν, να κατηγορείτε αυτά τα παιδιά, τα διψασμένα για έρευνα και παρατήρηση; Αν το κάνετε αυτό, οφείλετε –για να είσαστε τουλάχιστον αντικειμενικοί– να κατηγορήσετε και την ίδια τη βαρύτητα αλλά και τους φυσικούς νόμους της.
Ας προχωρήσουμε, λοιπόν. Στο self service του πλοίου οι φίλοι μας, τους οποίους αναιτίως κατηγορείτε για βανδαλισμούς, περίμεναν υπομονετικά να σερβιριστούν, παρ' όλο που δεν είχαν καμία, μα καμία διάθεση ούτε φασαρίες να κάνουν και πολύ περισσότερο να πληρώσουν. Αυτή είναι μια μικρή λεπτομέρεια, η οποία δεν νομίζω ότι θα βοηθήσει σε κάτι, αλλά απλώς την αναφέρω επειδή είμαι σχολαστικός με την αλήθεια. Ενώ, λοιπόν, όλα πήγαιναν μια χαρά, δεν θα το πιστέψετε, ένα μπιφτέκι σηκώνεται και κάνει μια απρεπή χειρονομία σε ένα απ' τα παιδιά. Λογικό ήταν αυτά να αντιδράσουν. Γιατί, σου λένε, αν αρχίσουν τα μπιφτέκια και οι κιμάδες να μας τη βγαίνουν και ακολουθήσουν τα μακαρόνια και τα παστίτσια τις μαγκιές, τότε θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα. Πλακώνουν, λοιπόν, στις γρήγορες τον μάγειρα, δηλαδή τον ηθικό αυτουργό της υπόθεσης, αφού χωρίς αυτόν αποκλείεται να γίνονταν τα μπιφτέκια και έτσι ξεκίνησε ο βανδαλισμός για τον οποίο συζητούν τώρα όλοι, την ώρα μάλιστα που η κουφάλα ο Μπους ετοιμάζεται να μπουκάρει στο Ιράν και οι ίδιοι κάνουν τουμπεκί.
Αφού έπεσε το μπερντάκι στο –πρώην πλέον– self service, τα παιδιά θέλησαν να πάνε να πιουν ένα ποτό, το οποίο θα κερνούσαν –ήθελαν, δεν ήθελαν– οι μπάρμαν του πλοίου. Τους φέρνει, λοιπόν, ο δρόμος στο μπαρ και με το που κάθονται, ακούνε μια βρισιά. Σηκώνουν το κεφάλι και τι να δουν. Μια βότκα, αυτή η κόκκινη (τυχαίο είναι;), η Στολίσναγια, πώς τη λένε, τους έβριζε κανονικά. Σπίτια, γκόμενες, γονείς, συγγενείς, όλους τους είχε πάρει αμπάριζα η βότκα και τους τα τα έριχνε. Παίρνουν θάρρος τότε και τα άλλα οινοπνευματώδη, το ουίσκια, τα τζιν και τα Μαρτίνια, και αρχίζουν κι αυτά να τσαμπουκαλεύονται. Τι να κάνουν τα παιδιά; Ορμάνε. Πάλι καλά που το σκέφτηκαν, γιατί από το ποτό δεν έχουμε και λίγα θύματα. Φάγανε, όμως, κάτι μάπες τα παλιομπούκαλα, άλλο να τις βλέπεις κι άλλο να σ' τις λέω. Με μπαρ διαμπερές και self service εκτός σχεδίου πόλεως, λογικό είναι οι υπόλοιποι και τα υπόλοιπα να κάτσουν φρόνιμα. Και μετά τι; Μετά φτάσαμε. Ρε, πώς περνάει η ώρα!
Έτσι έχουν τα γεγονότα και αν θέλει κάποιος δικηγόρος των παιδιών, μπορεί να επικαλεστεί τη μαρτυρία μου στο δικαστήριο. Εκτός αν θέλει ο άνθρωπος να μιλήσει για το γήπεδο στη Νέα Φιλαδέλφεια…