Το καλοκαίρι ο Μπουφόν της Γιουβέντους τραυματίζεται σε φιλικό παιχνίδι με τη Μίλαν. Οι «ροσονέρι» τότε, σε μια κίνηση ανωτερότητας και καλής θέλησης, παραχωρούν τον Αμπιάτι στη «Γηραιά Κυρία». Η ιστορία έχει πολλά κοινά με το πολύκροτο σίριαλ της μεταγραφής του διεθνούς τερματοφύλακα Αντώνη Νικοπολίδη από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό. Το εξής ένα: κανένα.
Κατ’ αρχάς, οι Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός δεν έχουν φτάσει ακόμα στο σημείο να δίνουν φιλικό παιχνίδι κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας τους. Αν γινόταν κάτι τέτοιο, μαζί τους θα προετοιμάζονταν και 3.000 κάφροι εκατέρωθεν, ώστε η πρώτη θερινή σύγκρουση να μην τους βρει απροετοίμαστους. Θα γυρνούσαν άρον-άρον από τις διακοπές τους, αφού θα σήμαινε γενική επιστράτευση. Θα έφτιαχναν καδρόνια, θα μάζευαν μπουκάλια να φτιάξουν τις μολότοφ, να κάτι σιδερολοστοί, κάτι κατσαβίδια –όσο να ’ναι θέλει δουλειά το πράγμα. Φιλικό ξεφιλικό το παιχνίδι, αλλά μην ξεχνιόμαστε. Το κύρος πάνω απ’ όλα. Οσο για την περίπτωση παραχώρησης ή διευκόλυνσης της αντίπαλης ομάδας ανταγωνίστριας, ούτε λόγος. Και για να μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάκτυλό μας, σαμπάνιες θα άνοιγαν στο ένα στρατόπεδο, αν μάθαιναν ότι ο αντίπαλος τερματοφύλακας έχει τραυματιστεί.
Δεύτερο περιστατικό, στο οποίο αξίζει να αναφερθούμε. Η Τσέλσι, στο πρόσφατο παιχνίδι με τη Μάντσεστερ Σίτι για την Πρέμιερ Λιγκ, κερδίζει με ένα γκολ πονηρό. Ο Ντρογκμπά κοντρολάρει την μπάλα με το χέρι, τη στρώνει στο δεξί του πόδι και πυροβολεί. Μετά το τέλος του παιχνιδιού οι συμπαίκτες του –και επιτρέψτε μου να πιστεύω ότι δεν είναι τυχαίο που και οι δύο είναι Αγγλοι– Τέρι και Λαμπάρντ, του εφιστούν την προσοχή. Του ζητούν, δηλαδή, να κόψει τις πονηριές, γιατί κάτι τέτοια εκθέτουν και την ομάδα και αυτούς τους ίδιους. Ο Ντρογκμπά δεν λέει κουβέντα, πιάνει το υπονοούμενο και κάτι μου λέει ότι την επόμενη φορά ή θα σηκώσει το χέρι και θα δεχθεί την παράβαση ή, στην περίπτωση που δεν προλαβαίνει την μπάλα, θα την αφήσει να περάσει. Βλέπετε, εκεί οι ποδοσφαιριστές ζουν σε άλλον πλανήτη. Είναι χρόνια πίσω και, όπως δείχνουν όλα, δεν σκοπεύουν να εξελιχθούν, προς το καλύτερο, βέβαια. Δεν πάνε στα αποδυτήρια να πουλάνε μούρη για τον τρόπο με τον οποίο ξεγέλασαν τον διαιτητή, ούτε φυσικά οι συμπαίκτες τους νιώθουν υπερήφανοι που έκανε τη λαμογιά ένας δικός τους. Τα «δεν ξέρω», «δεν είδα», «ήμουν μακριά από τη φάση», «εκεί που βρισκόμουν δεν φαινόταν» και άλλα τέτοια, ελληνικής κατασκευής δυστυχώς, στην Αγγλία δεν ευδοκιμούν.
Τα δύο αυτά περιστατικά, από τα εκατοντάδες ανάλογα που συμβαίνουν στο εξωτερικό, καταδεικνύουν πόσο πίσω είμαστε σε ποδοσφαιρική νοοτροπία από την υπόλοιπη Ευρώπη. Την ίδια ώρα, δηλαδή, που οι μεγάλες ομάδες του εξωτερικού –γιατί αυτές είναι πραγματικά μεγάλες ομάδες– «παίζουν» με τις λεπτομέρειες, για να φτάσουν στο τέλειο, εμείς ακόμα ασχολούμαστε με το αν έπρεπε ο τάδε παίκτης να φύγει, αν είναι προδότης και, τέλος, πώς θα βγάλουμε ο ένας το μάτι του άλλου. Αν μάλιστα καταφέρουμε να σκοράρουμε με το χέρι, δύο τινά θα συμβαίνουν. Ή θα είμαστε πολύ μάγκες ή σωστοί εκδικητές, αφού και ο «αιώνιος» κάποια φορά στο παρελθόν είχε προβεί σε κάτι ανάλογο. Τα ίδια επιχειρήματα που ακούς σε ένα νηπιαγωγείο, αλλά δύσκολα θα τα ακούσεις σε φοιτητικές αίθουσες. Τόση όμως είναι και η απόσταση που μας χωρίζει ποδοσφαιρικά από την υπόλοιπη Ευρώπη. Οση έναν παιδικό σταθμό από ένα πανεπιστήμιο.