Μια πολυδουλεμένη ομάδα, «φορτωμένη» συστήματα και τακτικές, με απόλυτη αγωνιστική πειθαρχία, χάνει από μια ομάδα «φορτωμένη» με το ταλέντο των υπέργηρων παικτών της, που παίζουν για να υπερασπιστούν τα κεκτημένα τους και το βαρύ όνομά τους.
Όσα έγιναν στο μέγα ντέρμπι της Κυριακής συνθέτουν κατά τη γνώμη μου το πιο χορταστικό παιχνίδι του φετινού πρωταθλήματος. Το ταλαιπωρημένο εν Ελλάδι άθλημα διαφημίστηκε κατά τον καλύτερο τρόπο.
Τρία γκολ, δύο δοκάρια, περίτεχνες ενέργειες, μία αποβολή, χαμένες ευκαιρίες, πέναλτι που ήταν και δεν δόθηκε και ένας σούπερ παίκτης είναι η εντυπωσιακή αποτίμηση του ματς που έκρινε τον τίτλο υπέρ του Ολυμπιακού.
Πρωταγωνιστής ο Ριβάλντο, τραγική φιγούρα ο Φερνάντο Σάντος. Αφήνουμε κατά μέρος τον πρώτο και πάμε στον δεύτερο. Ο πραγματιστής τεχνικός είχε υπόψη του ότι ο Ολυμπιακός είναι ποιοτικά ανώτερος εξαιτίας της κλάσης ορισμένων ποδοσφαιριστών του. Ορθά εκτίμησε πως δεν υπήρχε λόγος να διεκδικηθεί από την ομάδα του η πρωτοβουλία των κινήσεων του παιχνιδιού και θέλησε να χτυπήσει το αργοκίνητο κέντρο άμυνας του πρωταθλητή, φέρνοντας τον Λάκη προς τα εκεί. Το γρήγορο γκολ του Οκκά (θαυμάσια σέντρα του Γεωργάτου, εξαιρετική κεφαλιά) έστειλε τα σχέδιά του περίπατο. Πολλά πράγματα μπορεί να επινοήσει ένας προπονητής. Να μπει μέσα στο κεφάλι του παίκτη του είναι αδύνατον. Ο Βασίλης Λάκης έκανε πάρτι με τον Γεωργάτο, αλλά μόλις έφτανε απέναντι στον Νικοπολίδη, έχανε τον μπούσουλα. Ο Σάντος είδε την ομάδα του να κάνει ευκαιρίες και διαπίστωσε (πάλι) ότι ο Λάκης είναι μόνο για να τις χάνει. Αυτή είναι η μαύρη αλήθεια. Η ΑΕΚ δεν πήγε στο γήπεδο για να αποδείξει ότι είναι καλύτερη ομάδα από τον Ολυμπιακό. Να του κλέψει το ματς πήγε. Θα μπορούσε να το καταφέρει, αν ο Λάκης είχε ψυχραιμία και αν ο Τσίκινης της έδινε πέναλτι, όταν ο Ανατολάκης σταμάτησε με τα χέρια του την κεφαλιά-πάσα του Λυμπερόπουλου. Πέναλτι καραμπινάτο στο 1-0. Η ΑΕΚ έπεσε μαχόμενη στο γήπεδο Καραϊσκάκη. Στα ενενήντα λεπτά του παιχνιδιού επιβεβαιώσαμε όσα γνωρίζαμε. Ο Ολυμπιακός είναι καλύτερη ομάδα από την ΑΕΚ και φυσικά κάθε άλλης στην Ελλάδα.
Η στατιστική από μόνη της το φανερώνει. Ο Σάντος, που το ήξερε, έστησε ένα καλό ποδοσφαιρικό αντάρτικο και ατύχησε στις καθοριστικές λεπτομέρειες. Ο Σόλιντ, που επίσης το ήξερε, έβαλε στο γήπεδο τους καλύτερους που διαθέτει και που τυχαίνει να είναι οι καλύτεροι γενικά.
Είκοσι λεπτά πριν από το τέλος έκανε τη συνηθισμένη αλλαγή που στην προκειμένη περίπτωση ήταν μια ποδοσφαιρική κουταμάρα. Ο καλύτερος επιθετικός Γιάννης Οκκάς άφησε τη θέση του στον αναιμικό Μπαμπαγκίντα.
Η κριτική στον Νορβηγό σταματάει εδώ. Τι να πεις, όταν έχει πάρει όλα τα ντέρμπι κι έχει καθαρίσει τον τίτλο δέκα αγωνιστικές πριν από το τέλος. Καλύτερα είναι να γράψεις για τον σούπερ Ριβάλντο. Πώς, διάολο, σπρίνταρε μέχρι το ενενήντα; Το μόνο για το οποίο αξίζει να αναρωτηθείς. Για τα δύο γκολ που πέτυχε, τίποτα παραπάνω από τα όσα κάνει χρόνια τώρα και τον έκαναν αυτό που είναι. Έπειτα από τόσα χρόνια να σπριντάρει αφήνοντας πίσω νεότερους αντιπάλους, είναι το αξιοσημείωτο. Να προστεθεί ότι ο χαμένος Κωνσταντίνου πρεσάρει, κλέβει και πασάρει α λα Τουρέ. Μπράβο του. Μια πολυδουλεμένη ομάδα, «φορτωμένη» συστήματα και τακτικές, με απόλυτη αγωνιστική πειθαρχία χάνει από μια ομάδα «φορτωμένη» με το ταλέντο των υπέργηρων παικτών της, που παίζουν για να υπερασπιστούν τα κεκτημένα τους και το βαρύ όνομά τους.
Αν το ποδόσφαιρο γίνει σκάκι, ο Σάντος θα ονομαστεί σύγχρονος Κασπάροφ, αλλά στις κερκίδες θα συγκεντρώνονται ελάχιστοι διανοητές με φουλάρια στον λαιμό και γυαλιά μυωπίας...