Ο Ντέμης έκανε τον ρουφιάνο, τον καταδότη, τον χαφιέ, τον προδότη, χωρίς να καταφέρει απολύτως τίποτα. Σε αυτούς που κάνουν επεισόδια, τους μένει απλώς να διαλέξουν την ώρα και το μέρος και θα τα κάνουν. Η Αστυνομία κάθεται και τις τρώει. Ετσι απλά. Τους ανοίγουν τα κεφάλια, τους στέλνουν στο Πρώτων Βοηθειών, νεαροί ανεκπαίδευτοι σε συστήματα καταστολής, χωρίς οι εκπαιδευμένοι να μπορούν να τους τιθασεύσουν. Κι όταν μάλιστα κάποιους από αυτούς φτάνουν να τους συλλάβουν, σπάζοντας το τζακπότ του «ασύλληπτου δράστη», εκείνοι καταφέρνουν μέσα από νομότυπες και άλλες νομικές διαδικασίες να επιστρέφουν στο γήπεδο για να αποτελειώσουν ό,τι άφησαν στη μέση. Το ίδιο σκηνικό εδώ και χρόνια. Οι εφημερίδες κλαίνε, τα βάφουνε μαύρα, πουλάνε και μετά το ξεχνάνε. Οταν τα περιστατικά επανέλθουν στην επικαιρότητα, θα επιστρατεύσουν την υποκρισία τους για έναν νέο κύκλο αναπάντητων ερωτημάτων και υποθέσεων. Βέβαια, αυτό δεν εμποδίζει κάποιες, στην καθημερινή ρουτίνα, πάλι με γνώμονα τις πωλήσεις, να πολεμούν με θεμιτά και αθέμιτα μέσα και να ειρωνεύονται αυτούς ή αυτόν που διαχώρισε σε θεσμικό επίπεδο τη θέση του σε ό,τι αφορά τη βία. Το κράτος αδυνατεί. Δείχνει να μην έχει την απαραίτητη βούληση. Κάπου κάπου, για να το επιβεβαιώσει, βγαίνει κι ένας υφυπουργός να δηλώσει πως «αυτή τη φορά θα είμαστε αμείλικτοι» ή το πιο σύνηθες έως γραφικό: «Αποφασίσαμε να φτάσουμε το μαχαίρι στο κόκαλο». Κι έτσι πάμε. Ταξιδεύουμε με σπασμένο τιμόνι, σκισμένα πανιά, χαλασμένη πυξίδα, σε ένα σκαρί που κατά τα άλλα δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα καλοτάξιδα, ακριβά πλεούμενα. Το θέμα με τη βία έχει τραβήξει σε μάκρος. Πολύ περισσότερο απ’ ό,τι απαιτεί και η ίδια η σοβαρότητα του γεγονότος. Τηλεοπτικοί χρόνοι σπαταλώνται σε συζητήσεις, αναλύσεις, πιθανότητες, προϋποθέσεις και υποθέσεις. Στο τέλος πέφτουν οι διαφημίσεις, το κέρδος επιβραβεύει αυτούς που για μια ακόμη φορά το χειρίστηκαν έξυπνα και λύση καμία. Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν είμαστε εμείς που θα δώσουμε τη λύση. Αλλοι είναι οι καθ' ύλην αρμόδιοι και αυτοί οφείλουν να το πράξουν. Εγώ πολύ απλά ρωτάω: είναι κανείς που ενδιαφέρεται πραγματικά; Διότι αυτή η συζήτηση με τη βία δεν έχει να κάνει μόνο με αυτό το φαινόμενο. Εχει να κάνει και με το ποδόσφαιρο. Είναι συνεπώς κανείς εκεί έξω που ενδιαφέρεται για το ποδόσφαιρο; Που δεν τον ενδιαφέρει μόνο η ομάδα ΤΟΥ, που δεν τον ενδιαφέρει μόνο το γήπεδό ΤΟΥ και η τιμωρία της έδρας ΤΟΥ, που δεν τον ενδιαφέρει να τα έχει καλά μόνο με τους οπαδούς ΤΟΥ, οργανωμένους, ανοργάνωτους και λοιπούς; Είναι κανείς εκεί έξω που να μην ενδιαφέρεται μόνο για το υπουργείο ΤΟΥ, για το πολιτικό κόστος ΤΟΥ, για τη θεσούλα ΤΟΥ και τον ανασχηματισμό ΤΟΥ; Αν ναι, ας βγει μπροστά. Ας πει στους λοιπούς δειλούς ότι «εγώ τραβάω μπροστά και όσοι δεν με ακολουθήσετε θα εκτεθείτε ανεπανόρθωτα». Μέχρι στιγμής έναν έχω δει να το κάνει. Τον Ντέμη. Μπορεί σε αρκετά να διαφωνώ μαζί του, αλλά σε αυτό του βγάζω το καπέλο, όσο και αν κινδυνεύω ασκεπής να με πετύχει κάποια αδέσποτη πέτρα από ομοϊδεάτη μου λάτρη του θεάματος και της καλής μπάλας. Ενας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη. Ενας μπούφος, όμως, μπορεί να κάνει τους πάντες μπούφους σαν κι αυτόν.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube