Επιστρέφαμε με ένα ελικοφόρο, αν δεν κάνω λάθος από την Τουρκία, μες στην τρελή χαρά. Η ομάδα μόλις είχε κατακτήσει τον δεύτερο ευρωπαϊκό της τίτλο, όταν ένας φίλος από την παρέα ήρθε και κάθισε δίπλα μου και αναστενάζοντας με ανακούφιση μου είπε δυνατά, προσπαθώντας να καλύψει τον θόρυβο των μηχανών. «Μόνο αυτή η ομάδα μπορεί να μας κάνει τόσο πολύ και τόσο πολλές φορές περήφανους. Μόνο αυτή η ομάδα. Η ομάδα μπάσκετ!.»
Τον θυμήθηκα το Σάββατο το βράδυ. Τον θυμάμαι κάθε φορά που αυτή η ομάδα κερδίζει. Γιατί ο Αρης στο μπάσκετ δεν χάνει ποτέ. Δεν υπερβάλλω καθόλου. Και περισσότερους πόντους να βάλει η άλλη ομάδα, ο Αρης καταφέρνει και θα καταφέρνει πάντα να κερδίζει σε εντυπώσεις ή αν θέλετε σε κύρος.
Είναι η στόφα αυτής της ομάδας, φτιαγμένη από τόσο ακριβά υλικά που δύσκολα θα χάσουν τη λάμψη τους και το αριστοκρατικό τους στυλ. Είναι άρχοντας ο Αρης στο μπάσκετ. Αν δεν το ζήσεις, δεν μπορείς να το καταλάβεις.
Καθόλου δεν παραξενεύτηκα, όταν το Σάββατο μετά το ντέρμπι με τον μια κλάση καλύτερο από όλες τις ελληνικές ομάδες μαζί, Παναθηναϊκό, ο κόσμος χειροκρότησε την ομάδα που λατρεύει και φυσικά τον αντίπαλο. Πολύ απλά, για μια ακόμη φορά ένιωσα περήφανος. Κιμπάρης που λένε και στην πατρίδα μου. Όσοι παραξενεύτηκαν, και βρήκα πολλούς να σχολιάζουν το γεγονός θετικά, ας με συγχωρήσουν, αλλά δεν γνωρίζουν τον μπασκετικό Αρη παρά μόνο από τηλεοράσεως ή από το ρεπορτάζ.
Είναι τόση η παιδεία αυτών των φιλάθλων που ειλικρινά δυσκολεύομαι να τη συγκρίνω μ’ αυτή άλλων ομάδων. Ακόμα και αν αυτές έχουν περισσότερους ευρωπαϊκούς ή εγχώριους τίτλους. Είναι μια πορεία και μια διαδρομή μπασκετικής κουλτούρας και κατά συνέπεια εκπαίδευσης και παιδείας, που έχει να κάνει με μια ιστορία 30 χρόνων, το λιγότερο.
Ο κόσμος του δεν ασχολήθηκε μ’ αυτή την ομάδα όταν φόρεσε τη φανέλα του συλλόγου ο γκάνγκστερ από την Αμερική με το όνομα Νικ Γκάλης, όπως νομίζουν οι πολλοί. Ο Αρης ήταν η μόνη ομάδα που γέμιζε το Αλεξάνδρειο (χωρητικότητας 5.000 θέσεων) και όχι γήπεδα γειτονιάς ή τάφους (δεν το γράφω υποτιμητικά, αλλά αυτά τα γήπεδα υπήρχαν τότε), από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Με ρεκόρ εισιτηρίων για εκείνη την εποχή η ομάδα κατέκτησε το πρωτάθλημα το 1978-79, με προπονητή τον Ιωαννίδη. Κατάμεστο στους αγώνες των «κιτρίνων» το Παλαί, χωρίς Γκάλη, αλλά με Αλεξανδρή, Ανανιάδη, Παπαγεωργίου, Χωλόπουλο, Σκόδρα, Σπάρταλη κ.ά. Καρφίτσα δεν έπεφτε και τις επόμενες χρονιές με τον Ίβκοβιτς στον πάγκο. Μετά το 1982 αρχίζει να κτίζεται η αυτοκρατορία, οδηγώντας βέβαια σε μια πανελλήνια έκρηξη ενδιαφέροντος. Αλλά αυτή είχε να κάνει μόνο μ’ αυτούς που ζούσαν εκτός των τειχών της πόλης. Οι φίλοι της ομάδας ήδη συμπλήρωναν δεκαετία συνεχούς και συνεπούς παρουσίας. Απλώς η υπόλοιπη Ελλάδα τώρα τους ανακάλυπτε. Και τι δεν έχουν δει τα μάτια αυτών των ανθρώπων. Τη μεγάλη Μπαρτσελόνα, τη Ρεάλ, την τεράστια Γιουγκοπλάστικα της ενιαίας τότε χώρας που λεγόταν Γιουγκοσλαβία, την ΤΣΣΚΑ, τη Μακάμπι, τη Λιμόζ, τη Βαρέζε, τη Σκαβολίνι του Πέζαρο, την Μπενετόν, την Τρέισερ του Μιλάνου με τους ιταλοποιημένους Αμερικανούς.
Τρία διαδοχικά φάιναλ φορ, που επιτρέψτε μου να μην τα συγκρίνω από απόψεως ποιότητας ομάδων με κανένα από τα επόμενα που συμμετείχαν άλλες ελληνικές ομάδες. Αυτός ο κόσμος είναι το κύτταρο ενός υγιούς μπασκετικού οργανισμού, που ταξίδεψε πρώτος παντού, δέκα χρόνια πριν από τις άλλες ελληνικές ομάδες. Ενός οργανισμού που δεν κινδύνευσε να καταρρεύσει ποτέ -εν αντιθέσει με τον συγγενή του ποδοσφαιρικό- και δικαίως ελπίζει πως μόνο αυτός είναι σε θέση, όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου, να ρίξει τον ΠΑΟ από την κορυφή.