Με αφορμή το γεγονός ότι βρισκόμαστε παραμονές μίας πρεμιέρας, η οποία, αν όλα πάνε καλά, θ΄ αφήσει εποχή στην ελληνική τηλεόραση, αφήνουμε την αθλητική επικαιρότητα στην άκρη και ταξιδεύουμε στο... Νησί της Βικτόρια Χίσλοπ, το οποίο οπτικοποιήθηκε από το MEGA σε σενάριο Μιρέλλας Παπαοικονόμου, ούσα, πλέον, μία από τις πιο σύγχρονες ακριβές τηλεοπτικές παραγωγές. Όποιος έχει διαβάσει το βιβλίο της αγγλίδας δημοσιογράφου και συγγραφέα έχει μία ιδέα για το πως πρόκειται να κυλήσει η σειρά, αν και πάντα η απόδοση, σημαντικών δη, βιβλίων στην οθόνη πάντα εμπεριέχει αλλαγές! Σκοπός μας σε καμία περίπτωση δεν είναι η κριτική του βιβλίου, που έχει γίνει παγκόσμιο best seller, ούτε η διαφήμιση της σειράς, αλλά να μυήσουμε όσους δεν έχει τύχει ν΄ ασχοληθούν, σε μία ιστορία, η οποία αξίζει τον κόπο πραγματικά να γίνει γνωστή. Αυτό που χάρηκα στη Χίσλοπ είναι ο τρόπος καταγραφής γεγονότων, που όχι μόνο δεν έζησε, μα δεν ήταν καν οικεία της. Χρειάστηκε να φύγει από τη χώρα της, να κάνει έρευνα, λοιπόν, και τα αποτελέσματά της ν΄ αποτυπωθούν στο χαρτί με τον πιο απλό και κατανοητό τρόπο, ώστε να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερος κόσμος κοινωνός της. Με βάση την τεχνική της είναι σαφές πως ο καλύτερος δημοσιογράφος μπορεί να γράψει απείρως πιο λειτουργικά, για το ευρύ κοινό, ακόμη και από τον εμπειρότερο συγγραφέα.
Γράφει ο Λάμπρος Γκαραγκάνης
Σημείο αναφοράς του... Νησιού είναι η Σπιναλόγκα (πήρε την ονομασία της κατά την Ενετοκρατία και η ακριβής μετάφραση, στα ελληνικά, είναι Μακρύ Αγκάθι), όπου για 54 χρόνια (1903-1957) κατοικήθηκε από ασθενείς της νόσου του Χάνσεν (ο βάκιλλος ανακαλύφθηκε από τον Γερμανό φυσικό Γκέρχαρντ Χάνσεν και πήρε τ΄ όνομά του), οι οποίοι μεταφέρονταν αποκλεισμένοι σ΄ αυτήν την τοποθεσία της βορειοανατολικής Κρήτης (στον κόλπο της Ελούντας) αμέσως μετά τη διάγνωση της μεταδοτικής αρρώστιας. Η Βικτόρια Χίσλοπ περιγράφει με μοναδικό τρόπο την κοινωνική κατακραυγή και απομόνωση, την οποία βίωναν οι πάσχοντες, αφήνοντας, βέβαια, στην άκρη ιστορικά καταγεγραμμένες αντιδράσεις του κόσμου, την εποχή εκείνη, προς τους λεπρούς. Πουθενά στο βιβλίο δεν γίνεται λόγος για το γεγονός πως φορούσαν κουδούνια στους ασθενείς, ώστε να προειδοποιούνται για την παρουσία τους, ή ότι αρκετοί λεπροί πυροβολήθηκαν ή λιθοβολήθηκαν το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, στην Κρήτη, εξαιτίας της πάθησης αυτής. Όπως επίσης δεν αναφέρεται σε κανένα κομμάτι του, η επιλογή ορισμένων μη ασθενών, οι οποίοι κατά τη μεταφορά των συγγενών-ασθενών τους στο νησί να μείνουν μαζί τους, παρά να τους αποχωριστούν. Αυτό που ακόμη και σήμερα, όπου και υπάρχει επαρκής θεραπεία, δεν γνωρίζει πολύς κόσμος είναι ότι δεν είναι φύσιν δερματική ασθένεια η λέπρα. Προσβάλει το κεντρικό νευρικό σύστημα, προκαλώντας αδυναμία στην κίνηση, βασικά, των άκρων, με τις δερματικές αλλοιώσεις (απολέπιση) τις οποίες βιώνει ο ασθενής, να είναι απλά οι συνέπειες της προσβολής αυτής.
Στην ιστορία του Νησιού (τραγικός) πρωταγωνιστής είναι ο Γιώργης Πετράκης, τον οποίο στη σειρά θα υποδυθεί ο εξαιρετικός ηθοποιός Στέλιος Μάινας. Πρόκειται για τον ψαρά-βαρκάρη, ο οποίος από το χωριό του, την Πλάκα, μεταφέρει απέναντι στη Σπιναλόγκα τους νέους φορείς της νόσου, αλλά και σε συχνή βάση εφόδια για την εκεί διαβίωση των ανθρώπων. Αποτελεί το παράδειγμα στο βιβλίο της Χίσλοπ ότι λόγω της ημιμάθειας της εποχής και μόνο η ασθένεια αντιμετωπίστηκε με τόσο σκληρά μέτρα κοινωνικής απόρριψης. Πιο συχνά με λεπρούς κανείς απ΄ αυτόν δεν ερχόταν σ΄ επαφή, ωστόσο ποτέ δεν νόσησε, αν και δύο μέλη της οικογένειάς του αρρώστησαν, φέροντας το στίγμα. Πρώτα η γυναίκα του, η Ελένη (την οποία υποδύεται η Κατερίνα Λέχου), δασκάλα του χωριού, η οποία βιώνει την ασθένεια, μεταφερόμενη από τον ίδιο τον άντρα της στη Σπιναλόγκα, όπου και πεθαίνει. Κατόπιν η μία του κόρη, η Μαρία, που εν συνεχεία αναρρώνει κι επιστρέφει στο χωριό της, όταν έκλεισε το νησί το 1957, με αφορμή την εύρεση μίας πρώτης δυνατής θεραπείας. Πρόκειται για την επιτομή της έννοιας "τραγικός ήρωας", αφού αναγκάζεται σε μία τόσο δύσκολη εποχή να μεγαλώσει δύο κόρες, έχοντας, ουσιαστικά, χάσει τη γυναίκα του, ν΄ απωλέσει (για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρά την επιστροφή της) και τη μία κόρη του, θρηνώντας στο τέλος το χαμό της δεύτερης κόρης του, της δολοφονημένης Άννας, την ημέρα που η Μαρία επέστρεψε από τη Σπιναλόγκα!
Ποτέ δεν έχασε την ελπίδα του, δεν ξεγελάστηκε ότι όλα όσα πέρασε υπήρξαν ένα κακό όνειρο και μόνο, και τελικά αποδεικνύει η συμπεριφορά του, πως ο άνθρωπος (ανεξαρτήτως εποχής) αποβλέπει στην ελπίδα, μονάχα όταν τον... συναντήσουν οι χειρότερες των συγκυριών. Δικαιολογείται, λοιπόν, πως η λέξη ελπίδα συνοδεύεται συχνά-πυκνά από τη λέξη τραγωδία! Το γεγονός ότι άντεξε την απώλεια, τη μοναξιά και τα συνεχόμενα χτυπήματα της μοίρας δείχνει, συν τοις άλλοις, ότι μπορούμε τα πάντα ν΄ αντιμετωπίσουμε και πως υπάρχει αυτή η ζωογόνος δύναμη στον άνθρωπο, πολύτιμος σύμμαχος όταν όλα είναι εναντίον του. Πρόκειται, αναμφίβολα, για έναν χαρακτήρα, ο οποίος θα δώσει, περνώντας από πολύ σκληρά μονοπάτια, κουράγιο σε πολύ κόσμο, ο οποίος έχει φθάσει στα όριά του από τις αναποδιές. Καλείται, επίσης, να τεθεί προς διερεύνηση και το κακό συνήθειο όλων μας να κρίνουμε αυστηρά, πράγματα που δεν γνωρίζουμε. Το 95% του πληθυσμού, από τότε που ανακαλύφθηκε η αρχαιότερη των ασθενειών, έχει φυσική ανοσία, οπότε, μάλλον, άδικα γνώρισαν οι πάσχοντες την κατακραυγή πριν, σχεδόν, εκατό χρόνια σ΄ εκείνο το μέρος του πλανήτη. Η Βικτόρια Χίσλοπ απέφυγε ν΄ αναφερθεί στις ακριβείς συνθήκες διαβίωσης των άρρωστων στο νησί, στάθηκε μόνο στην πρόοδο αυτών, αφήνοντας στην άκρη τις πολιτικές φυλάκισης των κατοίκων!
Ενημερωτικά, πλέον, μια και η συνέχεια θα δοθεί επί της οθόνης, αλλά και μέσα από τις σελίδες του βιβλίου (έκλεισε φέτος εννέα χρόνια παγκόσμιας κυκλοφορίας), αξίζει να πούμε πως η Σπιναλόγκα στις μέρες μας αποτελεί αρχαιολογικό χώρο και διατηρητέο μνημείο, με πολλούς επισκέπτες κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες. Πέρασαν εξαιρετικά σημαντικοί άνθρωποι από το νησί, ορισμένοι εκ των οποίων... περνούν και από την ιστορία της Βικτόρια Χίσλοπ. Εξέχουσα προσωπικότητα, για παράδειγμα, υπήρξε ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης (τα πεπραγμένα του μοιάζουν πολύ μ΄ αυτά του αρχηγού Νίκου Παπαγεωργίου στο βιβλίο!!), ο οποίος, μόλις, στα 21 του και ως φοιτητής της Νομικής μεταφέρθηκε στο νησί, όπου βρισκόταν ήδη η αδελφή του, η οποία και εξέπνευσε λίγο αργότερα. Ο Ρεμουνδάκης έμεινε από το 1936 έως το 1957, όταν κι έκλεισε, στη Σπιναλόγκα επιτελώντας έργο για τους συνανθρώπους του. Επί των ημερών του καλυτέρεψαν οι συνθήκες νοσηλείας των χανσενικών, ήρθε το ρεύμα στο νησί, ασβεστώθηκαν τα παρατημένα από τους Τούρκους σπίτια, και γενικά φτιάχτηκε μία κανονική πολιτεία, με σχολείο, καφενεία, κουρείο, κινηματογράφο, βιβλιοθήκη, που μάλιστα η ανάπτυξή της δεν εμποδίστηκε ούτε από τη γερμανική Κατοχή. Μεταφέρθηκε στο λοιμωδών νόσων "Αγία Βαρβάρα" το 1957, ενώ παράλληλα με το υπόλοιπο έργο του στη Σπιναλόγκα έγραψε και μία ανέκδοτη αυτοβιογραφία με τίτλο "Αητός χωρίς φτερά". Υπάρχουν αφορμές, που φαινομενικά είναι ασήμαντες, μάς δίνουν, όμως, την ευκαιρία να μάθουμε και να ζήσουμε εκ των υστέρων, στιγμές που δεν ήταν και στην πρώτη γραμμή των μαθητικών μας χρόνων, όπου και μάθαμε... πεντακόσιες φορές την επανάσταση του 1821!! Ποτέ αργά δεν είναι, ειδικά όταν έχουν τόσο διδακτικό χαρακτήρα.