Το καλοκαίρι του 2005 ο Ολυμπιακός βρίσκεται σε αναζήτηση ενός σημαντικού ονόματος προπονητή, μετά την ολοκλήρωση, με νταμπλ, του δεύτερου περάσματος του Ντούσαν Μπάγεβιτς από τον πάγκο των «ερυθρόλευκων». Μεγάλο ζητούμενο το άλμα στην Ευρώπη, κάτι που ήταν και ο διακαής πόθος του Σωκράτη Κόκκαλη, ο οποίος εκείνον τον καιρό είχε κάνει λόγο ακόμη και για κατάκτηση ευρωπαϊκού Κυπέλλου από τους Πειραιώτες, θέτοντας αυτό σαν βασικό στόχο!
Ο Πολ Λε Γκουέν είχε παραιτηθεί από τις 9 Μαΐου του ίδιου έτους, μία μέρα, μόλις, μετά την κατάκτηση από τη Λιόν του τέταρτου συνεχόμενου πρωταθλήματος Γαλλίας και του τρίτου επί των ημερών του. Είχε διαδεχθεί το 2002, στην τεχνική ηγεσία της Ολιμπίκ, τον Ζακ Σαντινί, ο οποίος είχε ανοίξει το δρόμο, ώστε να δημιουργηθεί μία μεγάλη δυναστεία στη χώρα και μία ομάδα-έκπληξη στην Ευρώπη, με συμμετοχή μέχρι και στα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ (επί Λε Γκουέν).
Γράφει ο Λάμπρος Γκαραγκάνης
Εκείνο το καλοκαίρι είναι το σημείο αναφοράς στην καριέρα του Γάλλου προπονητή, ο οποίος έδειξε έναν αδικαιολόγητο σνομπισμό, που όπως φάνηκε τού κόστισε και μία σημαντική μελλοντική παρουσία στην ελίτ. Ο ίδιος ήθελε σαν τρελός να συνεχίσει στην Ισπανία και όπως, ίσως, ορισμένοι θυμάστε στη Ρεάλ Μαδρίτης. Η επιθυμία αυτή δεν υπήρξε αμφίδρομη, με αποτέλεσμα ο Λε Γκουέν να περιμένει κάτι τόσο δυνατό, που θα τον απογειώσει, μάταια. Ο Ολυμπιακός τού έδινε 1,5 εκατομμύριο ευρώ ετησίως, συμβόλαιο που καρπώθηκε στη συνέχεια ο Τροντ Σόλιντ! Τον προσέγγισαν Μπενφίκα και Λάτσιο, «τρώγοντας» μία μεγαλοπρεπέστατη… πόρτα, ενώ και η Παρί Σεν Ζερμέν μπήκε στο χορό των «μνηστήρων» για την υπογραφή του. Για επτά χρόνια προσέφερε στους Παριζιάνους τις υπηρεσίες του στην άμυνα, ως παίκτης, παίζοντας κοντά στις 250 φορές με τη φανέλα των πρωτευουσιάνων. Το καλοκαίρι του 2005 δήλωσε πως ποτέ δεν πρόκειται να κοουτσάρει την Παρί!
Επέλεξε την αποχή μέχρι το Μάρτιο του 2006, όταν και συμφώνησε για τρία χρόνια με τη Ρέιντζερς, ώστε από την αρχή της σεζόν 2006/2007 ν΄αναλάβει το σύλλογο της Γλασκώβης, αντικαθιστώντας τον Άλεξ Μακ Λις. Στην ιστορία έχει μείνει η πρώτη τοποθέτηση του Ντέιβιντ Μιούρεϊ (προέδρου των Σκωτσέζων, με ρευστότητα πάνω από 110 εκατομμύρια λίρες) πως «ο Λε Γκουέν είναι η προσωποποίηση του φεγγαρόφωτος της επιτυχίας». Και στη Λιόν είχε αρχίσει άσχημα το 2002, αλλά στη Ρέιντζερς έσπασε όλα τα κοντέρ. Το χειρότερο ξεκίνημα των «Διαμαρτυρομένων» από το 1979 ήταν γεγονός κι ένας βαρύς αποκλεισμός από τη Σεντ Τζόνστον, για το Λιγκ Καπ στο «Άιμπροξ» οδήγησε τον τοπικό Τύπο στο να τον θεωρεί, πλέον, ανοικτά ακατάλληλο για τους «Τζερς». Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν ήρθε σε ανοικτή κόντρα με τον σούπερ σταρ της ομάδας, Μπάρι Φέργκιουσον, ενώ η λύση της συνεργασίας των δύο πλευρών, τον Γενάρη του 2007, τον έβαλε… μέσα σε όλα τα αρνητικά ρεκόρ παραμονής προπονητή στον πάγκο του συλλόγου: ο πρώτος που δεν τελείωσε σεζόν και φυσικά αυτός που παρέμεινε για μικρότερο χρονικό διάστημα στο κλαμπ!
Μόλις ενάμιση χρόνο μετά, αναίρεσε τη δήλωσή του το καλοκαίρι του 2005 και έντεκα μέρες μετά την περιπέτεια στη Σκωτία αντικατέστησε τον Γκι Λακόμπ στην Παρί. Από 17η όταν την παρέλαβε, κατάφερε να τη σώσει (15η θέση), ενώ την επόμενη σεζόν την έβγαλε Ευρώπη, κατακτώντας το Λιγκ Καπ. Το συμβόλαιό του δεν ανανεώθηκε κι εδώ έρχεται η δεύτερη αποχή του από την προπονητική, για ένα χρόνο και κάτι πάλι, διάστημα στο οποίο άσκησε καθήκοντα τηλεσχολιαστή, μέχρι που να προσληφθεί από την Εθνική Καμερούν. Παραιτήθηκε από τον πάγκο των «λιονταριών» μετά το Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής, με την ομάδα του να είναι η πρώτη που αποκλείστηκε «επίσημα» από τη φάση των ομίλων. Ο Λε Γκουέν είναι βίος και πολιτεία κυριολεκτικά. Είναι απορίας άξιον πως μπόρεσε να καταστρέψει τις περγαμηνές που αποκόμισε από τη Λιόν, αλλά και νωρίτερα από τη Ρεν, βγάζοντας παίκτες που μετέπειτα έκαναν σημαντική καριέρα, όπως ο Σαμπανί Νοντά και ο Ελ Χατζί Ντιούφ. Ειδικά η επιλογή του ν΄ απέχει σε μία περίοδο που η δουλειά του απέδιδε καρπούς, αποδείχθηκε κακή και τροχοπέδη για τη συνέχεια της «επέκτασης» του ονόματός του στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο.
Η αναδρομή που προηγήθηκε, όσον αφορά τον προπονητή Λε Γκουέν, δείχνει από μόνη της πολλά στοιχεία, που κάποια πιθανή συνεργασία του με την ΑΕΚ θα είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Ένας χαρακτήρας που τολμά ν΄ αποκαθηλώσει τον Φέργκιουσον από την τότε Ρέιντζερς και να βγάλει από αρχηγό τον Ρίγκομπερντ Σονγκ από το Καμερούν, επουδενί δεν υπάρχει περίπτωση να δεχθεί βεντετισμούς, σ΄ έναν σύλλογο που διαθέτει παίκτες που έχουν δείξει τέτοια χαρακτηριστικά συμπεριφοράς. Τ΄ όνομά του δεν έχει την, προ πενταετίας, αίγλη, όμως αυτό διευκολύνει την Ένωση να προσεγγίσει έναν προπονητή που βρίσκεται ακόμη σε ηλικία να παράγει και, γιατί όχι, να του δώσει το κίνητρο ν΄ ανέλθει ξανά και να παρουσιάσει έργο! Αναμφίβολα θα είναι τεράστια επιτυχία για την ΑΕΚ να μπορέσει να συνάψει συμφωνία μ΄ έναν τόσο δύσκολο, επαγγελματικά και όχι μόνο, άνθρωπο, για τον οποίο, μάλιστα, η επόμενη επιλογή του θα είναι καθοριστική και σημείο αναφοράς για την εξέλιξή του. Αν τελικά επιβεβαιωθεί πως ο Λε Γκουέν είναι ψηλά στη λίστα των «κίτρινων» και έρθει, θα έχει μία από τις τελευταίες ευκαιρίες ν΄ αποδείξει πως υπάρχει προπονητικά.
Οι δύο επικρατέστεροι, αυτήν τη στιγμή, για τη θέση του προπονητή στην ΑΕΚ θα είναι σίγουρα απαιτητικοί. Ακόμη και στην Παρί ο Λε Γκουέν είχε ένα μεγάλο μπάτζετ να διαχειριστεί, όπως και ο Μανόλο Χιμένεθ στη Σεβίλλη. Ο Ισπανός είναι, μάλλον, φθηνότερη λύση, αν και δεν έχει βγει προς τα έξω πόσα πιθανώς μπορεί να ζητήσει ο Γάλλος. Εύλογη είναι η απορία, ποιος κάνει περισσότερο; Το περασμένο καλοκαίρι ο Ερνέστο Βαλβέρδε είχε προτάσεις μονάχα από τις νεοφώτιστες στην Ισπανία και ήρθε, τελικά, σε μία από τις μεγαλύτερες ομάδες της Ελλάδας, στην οποία είχε παρουσιάσει έργο και παλαιότερα. Ισπανός που ν΄ ασχολείται επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο και να μην το γνωρίζει δεν πρέπει να υπάρχει και ο Χιμένεθ μπορεί να μην είναι και το πρώτο όνομα στην Ιβηρική, αλλά εδώ είναι ικανός να προσδώσει (αγωνιστικό) κύρος στην Ένωση, κάτι που θα συμβεί και με τον Λε Γκουέν. Ο χρόνος πιέζει, πάντως, και η όποια απόφαση πρέπει να παρθεί άμεσα.