Το κυνήγι για την απόκτηση ενός «Hummer» στην άμυνα του Παναθηναϊκού ουσιαστικά ξεκινά από την εποχή που ο Χένρικσεν αποφάσισε να αποστρατευθεί. Στην πορεία το «Hummer» έγινε «Killer» και πάει λέγοντας. Ο πρώτος ποδοσφαιριστής –και μέχρι τώρα ο καλύτερος με βάση την απόδοσή του– που ανέλαβε τον ρόλο του αντι-Χένρικσεν στο κέντρο άμυνας των «πρασίνων» ήταν ο Μόρις, τον οποίο ο Παναθηναϊκός απέκτησε ως ελεύθερο από τον Αρη.
Μετά τον Νοτιοαφρικανό, ο οποίος βάρυνε και αυτός με τη σειρά του, με αποτέλεσμα οι γκέλες του να τραβάνε περισσότερο την προσοχή των φιλάθλων από τις θετικές του εμφανίσεις, δεν βρέθηκε άλλος κεντρικός αμυντικός, πραγματικός στόπερ και όχι βαφτισμένος για τις ανάγκες της ομάδας, που να εμπνέει εμπιστοσύνη. Ο Παναθηναϊκός ψάχνει, ψάχνει, αλλά δεν βρίσκει.
Δεν πέρασαν και λίγοι τα τελευταία χρόνια από την Παιανία. Κανένας, όμως, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί απόλυτα στον ρόλο του. Να γίνει ο παίκτης-σημείο αναφοράς στην αμυντική γραμμή των «πρασίνων». Η αλήθεια είναι, όμως, ότι ο Παναθηναϊκός δεν ξόδεψε όσα χρήματα χρειάζονται για να αποκτήσει έναν ποδοσφαιριστή πραγματικής αξίας στη θέση αυτή. Και δεν αναφέρω τυχαία τη λέξη πραγματική, διότι ας μην ξεχνάμε ότι στην περσινή μεταγραφική περίοδο σπαταλήθηκαν (στην κυριολεξία) 2 μύρια για να αποκτηθεί ο Μελίσσης. Ακόμα τα κλαίνε.
Αν τα λεφτά εκείνα είχαν δοθεί για να αποκτηθεί κεντρικός αμυντικός αναγνωρισμένης αξίας, τώρα το πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Οταν π.χ. στον Παναθηναϊκό αποφάσισαν να ρίξουν χρήματα πολλά για να αποκτήσουν επιθετικό που θα έκανε τη διαφορά, τον βρήκαν. Ο Σισέ αποδεικνύει ότι ήταν αυτό που έλειπε από την επίθεση. Η ποιότητα κοστίζει. Αγοράζεις, όμως, κάτι που ξέρεις ότι θα σου βγει και δεν θα τρέχεις κάθε λίγο και λιγάκι για να το αντικαταστήσεις. Αντί, όμως, να πάνε στη σίγουρη λύση, προτίμησαν το «ρίχνω λίγα, μήπως και κάτσει κάτι καλό». Καλό και φθηνό δεν έχει.
Ο Παναθηναϊκός για τη θέση του στόπερ έχει ξοδέψει 500.000 ευρώ για τον Γιόσου Σαριέγκι όταν ήρθε από την Μπιλμπάο το καλοκαίρι του 2007, τα 2 μύρια για τον Μελίσση, για τον οποίο ακόμα ψάχνουν να βρουν για ποια θέση τον απέκτησαν, και τέλος τα 450.000 για τον Ματίας Μπιέρσμιρ από την Γκέτεμποργκ φέτος το καλοκαίρι. Ολοι οι υπόλοιποι που παρέλασαν ήταν... προσφορές! Ο Μίκαελ Αντονσον το 2006 (τι παιδί κι αυτό, τον θυμάστε;) ήρθε ως ελεύθερος. Ακόμα πιο ελεύθερος νιώθει τώρα. Το ίδιο και ο Ντέιβιντ και ο φετινός Σεντρίκ Καντέ, ο οποίος ακόμα δεν έχει πιστοποιήσει τις ικανότητές του.
Δανεικοί ήταν οι συνάδελφοι Γιακούμπ Βαβρζίνιακ, ο οποίος πιάστηκε «μπουκωμένος» και τον σχόλασαν λόγω διετούς αποκλεισμού, και ο Τζόζεφ Ενακαρίρε, τον οποίο πολλοί θυμούνται, αλλά λίγοι νοσταλγούν.
Το θέμα, λοιπόν, είναι πολύ απλό. Αν ρίξουν λεφτά, καλά λεφτά, κεντρικό αμυντικό αξίας θα βρουν. Αν νομίζουν ότι θα τους κάτσει το λαχείο όπως έκατσε στον Ολυμπιακό με την περίπτωση Μέλμπεργκ που ήρθε ως ελεύθερος, τότε θα πρέπει να περιμένουν πολύ, πάρα πολύ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Γιατί, κακά τα ψέματα, περιπτώσεις όπως του Σουηδού κληρώνονται κάθε δέκα χρόνια!