Στις μέρες μας είναι αδύνατον να διεξαχθεί ντέρμπι με τους οπαδούς και των δύο ομάδων παρόντες στις κερκίδες. Το συνηθίσαμε. Πολύ πιο εύκολο από το να το διορθώσουμε. Σιγά σιγά με τον καιρό διαπιστώσαμε ότι και μόνο με τους οπαδούς της γηπεδούχου ομάδας παρόντες πάλι δύσκολα ένα ντέρμπι θα κυλήσει ομαλά σε συνθήκες και ατμόσφαιρα ποδοσφαιρικού πολιτισμού.
Είπαμε «τι να κάνουμε, δεν βαριέσαι, αυτοί είμαστε» και προσπεράσαμε. Την Τρίτη το βράδυ συνειδητοποιήσαμε ότι ούτε συνέντευξη δεν είμαστε σε θέση να ολοκληρώσουμε. Καλά να πάθουμε, μήπως και επιτέλους μάθουμε. Ας αρκεστούμε, λοιπόν, στα εντελώς απαραίτητα κι ας μην ζητάμε περισσότερα. Και φυσικά αυτά τα εντελώς απαραίτητα μόνο εμείς δεν θα τα καθορίσουμε. Αυτό έλειπε...
Μου αρέσει που κάποιοι κριτικάρουν τη συνέντευξη! Στέκονται στην γκρίνια του Νικολαΐδη, που κάποιοι –ευτυχώς όχι όλοι– θεωρούν λαμόγιο, στην προσωπική κόντρα του με τους δημοσιογράφους που παρευρέθηκαν στο πάνελ, στη δυσκολία που παρουσίασαν οι συνάδελφοι βασικά από έλλειψη συντονισμού να προσανατολίσουν τη συζήτηση σε καίρια ζητήματα που απασχολούν την πλειονότητα των οπαδών της «Ενωσης» χάνοντας πολύτιμο χρόνο σε διευκρινίσεις που αφορούσαν γραφόμενα στον Τύπο.
Ολοι συμφωνούμε και κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η συνέντευξη παρουσίασε αδυναμίες. Οι περισσότερες από μεριάς δημοσιογράφων. Βλέπετε, ούτε η σχετική με το αντικείμενο εμπειρία από μεριάς τους υπήρχε –οι πρόεδροι, νυν και πρώην, στην Ελλάδα είναι ακριβοθώρητοι και σπανίως καταδέχονται να μιλήσουν σε δημοσιογράφους–, αλλά κυρίως δεν υπήρχε ο χρόνος για να προετοιμαστούν και να συντονιστούν, μια και η συνέντευξη οριστικοποιήθηκε σχεδόν 24 ώρες πριν βγει στον αέρα.
Αλλά δεν άκουσα κανέναν να σταθεί στο βασικό: ότι η συνέντευξη διακόπηκε επειδή έτσι το ήθελαν κάποιοι. Οτι για μία ακόμα φορά πρωτοτυπήσαμε σε παγκόσμια κλίμακα. Δεν άκουσα κανέναν να αναρωτιέται: «Πού πάμε, ρε μάγκες;». Συγγνώμη, αλλά δεν καταλαβαίνω ούτε το σκεπτικό που υποστηρίζει ότι «εγώ από τον Νικολαΐδη δεν περίμενα να μου πει κάτι σημαντικό ή να με διαφωτίσει».
Αυτό είναι που βαραίνει; Ή ότι ένας πρόεδρος αποφάσισε να μιλήσει ανοιχτά με τους δημοσιογράφους και η συζήτηση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί… έτσι; Το θέμα δεν είναι να μιλάμε εμείς μεταξύ μας, να βγάζουμε συμπεράσματα και να αποφασίζουμε βάσει των λεγομένων μας, αλλά επιτέλους να μάθουμε κάποτε να ακούμε και να συνδιαλεγόμαστε ακόμα και με αυτούς με τους οποίους διαφωνούμε κάθετα για τις επιλογές τους. Πώς κρίνεις, αλήθεια, μια συνέντευξη που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ; Με ποιο σκεπτικό;
Οτι οι δημοσιογράφοι δεν έθεσαν τα ερωτήματα που όφειλαν να θέσουν; Οτι έχεις εξάγει το συμπέρασμα, αυθαίρετο ή όχι, ότι ο συγκεκριμένος δεν έχει κάτι σπουδαίο να πει; Τίποτε από όλα αυτά. Απλώς δεν γουστάρω! Αυτό είναι το δόγμα. Και συνήθως δίπλα στο «δεν γουστάρω» του ενός ή των πολλών έρχεται συνήθως να κολλήσει το «δεν γουστάρω που δεν γουστάρεις» των υπολοίπων.
Κι αν πιστεύει κάποιος ότι υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να προκύψει κάτι δημιουργικό για την ΑΕΚ ή γενικότερα για το ελληνικό ποδόσφαιρο, τότε βλακεία μας που δεν σκεφτήκαμε να θεσμοθετήσουμε συνεντεύξεις που δεν θα τελειώνουν ποτέ!