Το μόνο που σε νοιάζει είναι να βρεθείς μέσα. Να είσαι σε θέση την άλλη μέρα, όταν όλη η πόλη θα συζητά για το παιχνίδι, να πεις «άσε, ήμουν μέσα!»
Το ντέρμπι μεταξύ Αρη και ΠΑΟΚ δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Δεν έχει καμία, μα καμία σχέση με τα Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός, Παναθηναϊκός – ΑΕΚ ή ΑΕΚ - Ολυμπιακός. Δεν μιλάμε για ντέρμπι μεταξύ δυο πόλεων, Αθήνας και Πειραιά, ούτε οι πολλοί βρίσκονται στη Νέα Φιλαδέλφεια και οι υπόλοιποι στη Λεωφόρο ή στους Αμπελόκηπους και στου Γκύζη και άντε να συναντηθούν. Στο ντέρμπι της πόλης της Θεσσαλονίκης όλα συμβαίνουν μέσα σε λίγα τετραγωνικά. Η Τούμπα δεν είναι δήμος, μια συνοικία είναι. Το ίδιο και το Χαριλάου. Ενας δρόμος τους χωρίζει. Ο ίδιος που τους ενώνει.
Παλαιότερα, προτού οι πολυκατοικίες σκεπάσουν ουρανό και ορατότητα, από ένα σημείο της οδού Παπαναστασίου μπορούσες να διακρίνεις από μακριά και τα δύο γήπεδα. Στο κέντρο της πόλης οι οπαδοί των δυο ομάδων μπερδεύονται μεταξύ τους. Μια εβδομάδα πριν από την αναμέτρηση, τα πολλά πολλά κόβονται ανάμεσά τους. Οι μισοί ανέχονται -στην κυριολεξία- τους άλλους μισούς, μέχρι να έρθει η Δευτέρα που θα ξέρουμε ποιοι θα περπατάνε με το κεφάλι ψηλά και ποιοι θα φροντίσουν για λίγα εικοσιτετράωρα να εξαφανιστούν, μέχρι να περάσει η μπόρα και το γεγονός να ξεχαστεί.
Δεν μιλάμε για πριν από πολύ καιρό, αλλά μόλις δέκα χρόνια από εδώ που βρισκόμαστε, όταν η ζωή ακόμη στον Αρη ήταν ωραία γιατί είχε Χαριστέα μετά το 1-4 στην Τούμπα. Την επομένη όχι μόνο στη γύρα δεν έβρισκες ΠΑΟΚτσή, αλλά ούτε στο τηλέφωνο δεν απαντούσε. Υπήρχε μάλιστα ένας περιπτεράς ο οποίος κράτησε το περίπτερό του κλειστό και στα στόρια κρέμασε ένα χαρτόνι που έγραφε. «Δεν είναι δυνατόν, αυτά δεν γίνονται, αρνούμαι να το δεχθώ. Κλειστόν»! Για τέτοια τρέλα μιλάμε. Ο καβγάς παραμονεύει σε κάθε στενό, σε κάθε σταυροδρόμι, σε κάθε στέκι. Αρκεί μια λοξή ματιά, μια χειρονομία, λίγο θάρρος περισσότερο από αυτό που επιτρέπουν οι περιστάσεις, μια κουβέντα παραπάνω και το φιτίλι πήρε φωτιά. Σε δέκα λεπτά, άντε ένα τέταρτο της ώρας, η σύρραξη γενικεύεται και εύκολα θα δεις μια πόλη άνω-κάτω να δέρνεται από το πουθενά.
Η πιο συνηθισμένη έκφραση πριν από τη μετωπική σύγκρουση μεταξύ φίλων και γνωστών είναι: «Δεν θέλω να περάσω από εκεί παραμονές του παιχνιδιού, άσ' το καλύτερα, μην έχουμε άλλα». Για μένα δεν νοείται ντέρμπι Αρης - ΠΑΟΚ, ΠΑΟΚ - Αρης, πείτε το όπως γουστάρετε, χωρίς την παρουσία και των δύο στις κερκίδες. Αλλο είναι να αντιμετωπίζεις μόνο την ομάδα κι άλλο να έχεις απέναντί σου τους οπαδούς. Η ωραιότερη στιγμή για έναν Αρειανό είναι να ανηφορίζει την Κλεάνθους λίγο πριν φτάσει στο γήπεδο (φαντάζομαι το ίδιο και για έναν ΠΑΟΚτσή όταν διασχίζει την Παπαναστασίου). Να φτιάχνει στο μυαλό του εικόνες και συναισθήματα.
Να φτιάχνεται και να φαντάζεται το παιχνίδι. Γύρω ησυχία, ακούς μόνο βήματα. Από μακριά σε υποδέχεται η βουή του γηπέδου. Οσο πλησιάζεις, χωρίς να το ελέγχεις η καρδιά σου αρχίζει να βρίσκει ρυθμό. Λίγο πριν από την είσοδο βγάζεις το κασκόλ. Δεν ψάχνεις για καβγά ούτε γυρεύεις τον μπελά σου. Τουλάχιστον έτσι γινόταν στα χρόνια τα δικά μου. Το μόνο που σε νοιάζει είναι να βρεθείς μέσα. Να είσαι σε θέση την άλλη μέρα, όταν όλη η πόλη θα συζητά για το παιχνίδι, να πεις «άσε, ήμουν μέσα!».
Οι ωραιότερες και αλησμόνητες στιγμές σε αυτό το ντέρμπι των ντέρμπι είναι όταν πανηγυρίζεις γκολ εκτός έδρας. Είναι οι μόνες στιγμές που οι μειοψηφίες κυριαρχούν. Που γίνονται εξουσία. Γύρω σου βουβαμάρα και εσύ με υψωμένες τις γροθιές υπενθυμίζεις στον αντίπαλο που βράζει στο ζουμί του ότι αν αυτό το παιχνίδι είναι σημαντικό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι παιχνίδι για δύο και -το κυριότερο- ότι δεν είναι μόνο αυτός που επιβάλλει τους κανόνες. Να ένα συναίσθημα που όσο τα χρόνια περνούν και με τις καταστάσεις που δυστυχώς επικρατούν στα γήπεδά μας, από συναίσθημα τείνει να μεταλλαχθεί σε μνήμη. Χωρίς όμως αυτό, δυστυχώς, ντέρμπι δεν υπάρχει.