Aλήθεια τι να γράφαμε; Οταν αυτός ή αυτοί που έπρεπε να αγωνίζονται στα αριστερά δεν είχαν θέση στην αρχική ενδεκάδα και φέρναμε εσωτερικούς μετανάστες από τα δεξιά για να καλύψουμε το υποτιθέμενο κενό. Τι να γράφαμε άραγε όταν το τελικό αποτέλεσμα –ας αφήσουμε τη συνολική αγωνιστική εικόνα– δεν δικαίωνε τους πειραματισμούς; Και τώρα που έπαιξαν αριστερά αυτοί που όφειλαν και το αποτέλεσμα ήταν θετικό, θα πρέπει πάλι να απολογηθούμε! Ο,τι πείτε…
Οταν παίζαμε στην άμυνα με τρία στόπερ νέας γενιάς, δύο παλαιάς, τρεις εθελοντές δασοπυροσβέστες και πέντε εποχικούς με αντιπάλους σαν τη Μολδαβία και το τελικό αποτέλεσμα ήταν αρνητικό, τι θα έπρεπε να εφεύρουμε και εμείς με τη σειρά μας για να μη γράψουμε αυτό που βλέπαμε;
Οταν η ομάδα έδειχνε να μην περπατάει, όχι να μην μπορεί να δημιουργήσει αξιόλογες φάσεις και ευκαιρίες, αυτό έτσι κι αλλιώς το γνωρίζαμε εκ των προτέρων, συνεπώς οι απαιτήσεις μας ήταν συγκεκριμένες, αλλά να μην μπορεί να αλλάξει δυο σωστές μπαλιές, να περάσει μπροστά, στοιχειωδώς να αναπτυχθεί, με αντιπάλους εμφανώς υποδεεστέρους, τότε άραγε τι οφείλαμε να γράψουμε; Οτι κρύψαμε την μπάλα ή σωστότερα ότι την εξαφανίσαμε μέχρι του σημείου να την ψάχνουμε και εμείς οι ίδιοι;
Οταν αντικειμενικά παρατηρούσαμε ότι η ομάδα συνεχώς ανηφορίζει, λαχανιάζει και δεν βρίσκει ρυθμό, ότι παιδεύεται στα εύκολα και στα δύσκολα δεν έχει λύσεις, όταν είχε χάσει τη συνοχή της αλλά και τη δυναμική της, δύο βασικά της χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να μείνει δεύτερη και καταϊδρωμένη σε έναν όμιλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της από τους μεγαλύτερους μόδιστρους του χώρου, τότε τι να γράφαμε; Οτι η Ελβετία είναι αχτύπητη; Οτι το Ισραήλ κακώς αγωνίζεται στην Ευρωπαϊκή Ζώνη γιατί γεωγραφικά ανήκει αλλού, ή ότι η Μολδαβίες και τα Λουξεμβούργα κρύβουν μέσα τους ένα δράκο που όταν τα τσιγκλίσεις πολύ βγαίνει και σε καταπίνει αμάσητο;
Οταν γράφαμε ότι η ομάδα αυτή έχει τις δυνατότητες να παίξει καλύτερη μπάλα και ότι οι εμφανίσεις της την αδικούν, μήπως οφείλαμε για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο να ασπαστούμε το μίζερο: «τόσο μπορούν, τόσο κάνουν»; Και τώρα που η υπέρβαση επιτεύχθηκε, με την ομάδα να αποδίδει πραγματικά, πάλι εμείς είμαστε αυτοί που χρωστάμε;
Αφού όλα πήγαιναν καλά κι εμείς ήμασταν οι παράξενοι, οι γκρινιάρηδες, οι γρουσούζηδες, που βλέπαμε αρνητικά εκεί που δεν υπάρχουν, τότε γιατί δεν προκριθήκαμε απευθείας, όπως οφείλαμε με βάση τη δυναμικότητα των ομάδων και φτάσαμε στο παρά πέντε και στα μπαράζ.
Πέρα από το κουσούρι να κρύβει ο καθένας μέσα του έναν προπονητή, ταΐζοντάς τον με την τροφή της ματαιοδοξίας, υπάρχουν ευτυχώς και κάποια μεγέθη που αποτιμώνται αντικειμενικά, χωρίς ευτυχώς τη συνδρομή κάποιας εξειδίκευσης. Ενα τέτοιο μέγεθος είναι το απλό: ή παίζεις μπάλα ή δεν παίζεις. Οπως επίσης το: ή επιλέγεις να βάλεις τους σωστούς στις σωστές θέσεις ή όχι. Θα πρέπει να έχεις τελειώσει το Harvard για να πεις ότι αυτό που βλέπεις δεν σου γεμίζει το μάτι; Οτι ως θέαμα ή ως παρουσία δεν σε ικανοποιεί;
Κάποιοι διεθνείς μας παραπονιούνται ότι δεν τους πιστέψαμε. Εχουν απόλυτο δίκαιο και τους τιμά το γεγονός ότι εκδηλώνουν ανοιχτά τα συναισθήματά τους. Απόλυτα σεβαστό το παράπονό τους. Αλλά αυτή είναι μια συζήτηση που έχει να κάνει με τα συναισθήματα και όχι με το ποδόσφαιρο. Θέση ανθρώπινη, πολύ πραγματική, αλλά δεν έχει να κάνει με το άθλημα.
Το ποδόσφαιρο, ευτυχώς ή δυστυχώς, όπως θέλει το παίρνει κανείς, είναι συστήματα, τακτικές, ανάπτυξη, επιλογές, θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα και αιτίες που οδήγησαν σε αυτά. Οταν με το καλό, λοιπόν, τελειώσουν οι πανηγυρισμοί, ψύχραιμα και απλά ας συζητήσουμε για όλα αυτά.
Με ποιον τρόπο, δηλαδή, δεν θα επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος, που παραλίγο να μας οδηγήσουν στον γκρεμό. Τότε ναι, θα συζητάμε για ποδόσφαιρο. Οσο για την πίστη που από μεριάς μας ήταν γκρίζα και χλομή, θα πρέπει να ξέρουν όσοι την επικαλούνται ότι δεν είναι πράξη φιλανθρωπίας αλλά κατάκτηση. Τώρα που την κατέκτησαν, δεν μας έχουν ανάγκη.