Επρεπε να περάσουν 36 ολόκληρες μέρες, ένας μήνας και κάτι, για να νικήσει ο ΠΑΟΚ. Πόσος καιρός πέρασε από την τελευταία νίκη στον Λεβαδειακό; Οπότε, δικαιολογείται ο Σάντος, μετά το γκολ του Ιβιτς, να κάνει κωλοτούμπες απ' τη χαρά του.
Μετρώντας έξι βαθμούς σε πέντε αγώνες, ο ΠΑΟΚ δεν είχε περιθώρια γι' άλλες απώλειες. Καιρός ήταν να κερδίσει κι ένα ντέρμπι. Αν δεν κέρδιζαν αυτό το παιχνίδι στην Τούμπα, θα έπρεπε κανονικά να μαζευτούν όλοι μαζί, να φέρουν έναν Ιάπωνα στα αποδυτήρια και να τους μάθει πώς γίνεται το χαρακίρι.
Ο ΠΑΟΚ έπαιξε ίσως την καλύτερη μπάλα για φέτος, μπήκε πολλές φορές απειλητικά στα καρέ του Ηρακλή, έχοντας στο ενεργητικό του κλασικές ευκαιρίες, με αποκορύφωμα αυτή του Παπάζογλου στο δεύτερο ημίχρονο, η οποία πολύ εύκολα μπαίνει στο διαφημιστικό σποτάκι, εκείνο που λέει ότι τέτοιες ευκαιρίες δεν χάνονται.
Ο ΠΑΟΚ δεν ξεκίνησε καλά το παιχνίδι, ο Ηρακλής προσπάθησε να τον αιφνιδιάσει, αλλά γρήγορα η ομάδα του Σάντος βρήκε τα πατήματά της. Κέρδισε με Σορλέν, Γκαρσία και Φωτάκη τη μάχη του κέντρου και ευτύχησε στον επιθετικό τομέα να έχει έναν πολύ καλό Βιεϊρίνια, ο οποίος μονοπώλησε σχεδόν το μεγαλύτερο κομμάτι του παιχνιδιού, με επιθετικές ενέργειες και ευκαιρίες.
Αν οι γραμμές σε αυτό το 4-3-3 του ΠΑΟΚ ήταν πιο συντονισμένες και πιο κοντά οι παίκτες μεταξύ τους, αν ο Παπάζογλου είχε περισσότερα παιχνίδια στα πόδια του και συνεπώς μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και, τέλος, αν ο Κονσεϊσάο βρισκόταν σε καλή μέρα (κάποτε πρέπει να περιορίσει τα νεύρα του), τότε ο «Δικέφαλος του Βορρά» ίσως τελείωνε το παιχνίδι με συνοπτικές διαδικασίες από το πρώτο κιόλας ημίχρονο.
Το σημαντικό, πάντως, είναι ότι η ομάδα του Σάντος το πίστεψε, κυνήγησε να ανοίξει το σκορ μέχρι τα τελευταία λεπτά, ακόμα κι όταν με την προσθήκη του Ιβιτς, σε συνδυασμό με την παρουσία του Γκαρσία, έγινε πιο αργή. Αλλά αυτό που μετράει είναι να μην τα παρατάς. Οι παίκτες του ΠΑΟΚ ήθελαν τη νίκη και το πέτυχαν με μία προσωπική ενέργεια του Ιβιτς, που σίγουρα είναι αργός σαν τον οδοντωτό, αλλά αν του δώσεις χώρο, θα σ' την κάνει τη ζημιά.
Ο Ηρακλής είχε ένα καλό ξεκίνημα, αλλά γρήγορα περιορίστηκε σε ρόλο κομπάρσου. Κι αυτό επειδή ο Ντίκα δεν κράτησε μπάλα στο κέντρο, δεν πήρε τις πρωτοβουλίες που χρειαζόταν ώστε η ομάδα να μπορέσει να ξεδιπλωθεί στην επίθεση. Μπροστά ο Γιάκομπ αποδείχτηκε πολύ βαρύς για παίκτη που θα χρειαζόταν να παίξει στην κόντρα και ο Παπαστεριανός με το λεβεντόπαιδο τον Ντιέ δίπλα του έχασαν τις περισσότερες μάχες του κέντρου από τους εμπειρότερους και ικανότερους παίκτες του ΠΑΟΚ.
Οσο τα λεπτά περνούσαν, η οπισθοχώρηση για την ομάδα του Ηρακλή γινόταν καθολική και η διάθεση για αντεπιθέσεις όλο και μικρότερη. Οταν πας το παιχνίδι σε αυτό το τέμπο και με αυτή τη στρατηγική, εννέα στις δέκα φορές ή τσιμπάς αποτέλεσμα και λες πάλι καλά ή την πατάς κάπου στο τέλος και δεν έχεις τι να πεις. Ο Ηρακλής έπαιξε με τη φωτιά και κάηκε.