Ο Γιούρκας Σεϊταρίδης ύστερα από πέντε χρόνια περιπλάνησης επέστρεφε στην Παιανία. Ηταν το ίδιο βράδυ που ο Μπάμπης ο Τσέρτος συναντούσε τον Μπαχ στη Λειψία. Τον πραγματικό Μπαχ, τον Γιόχαν Σεμπάστιαν. Ενα βράδυ φθινοπωρινό, με τον ουρανό τυλιγμένο στη μελιτζανιά του σάρπα. «Αδυνατώ να μαζέψω τις σκέψεις μου», είπε ο Γερμανός συνθέτης στον Μπάμπη με φωνή τρεμάμενη σαν τη φλόγα του κεριού στον άνεμο. «Το μυαλό μου τρέχει συνέχεια σε αυτόν. Ετοιμάζω μια συμφωνία για φούγκα για να την παρουσιάσω στην Τούμπα, τώρα στα νέα εγκαίνια του γηπέδου, αλλά νιώθω ότι η έμπνευση με έχει εγκαταλείψει». «Γιατί, μεγάλε δάσκαλε, βασανίζεις το μυαλό σου με σκέψεις που σε στενοχωρούν», ρώτησε ο Τσέρτος. «Γιατί για μένα ήταν όνειρο ζωής», απάντησε, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει, ο Μπαχ. «Αυτό που περιμένω εδώ και καιρό να συμβεί και η μοίρα όλο το αναβάλλει.
Η αντιστικτική τεχνική μου και ο αβίαστος έλεγχος της αρμονικής και μοτιβικής οργάνωσης υστερούν μπροστά στο αποτέλεσμα που το ταλέντο αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει. Κάποιοι, όμως, επιμένουν να μην τον θέλουν», συμπλήρωσε λυπημένος ο Γερμανός. «Ξέχασέ το», απάντησε ο Τσέρτος υψώνοντας τον τόνο της φωνής του. «Ο Σεϊταρίδης δεν γυρνάει στον Παναθηναϊκό. Γι' αυτόν έγραψα το "Μερακλίδικο Πουλί", σε αυτόν αναφέρονται οι στίχοι για το πουλί που πέταξε μακριά. Τελείωσε. Δεν τον θέλει ο κόουτς. Δεν διάβασες τις δηλώσεις του προέδρου Πατέρα πριν από δεκαπέντε-είκοσι μέρες;». «Εμένα μου αρέσει πολύ ο Γιούρκας», είπε, «τον θέλω στην ομάδα, αλλά όταν ο τεχνικός διευθυντής και ο προπονητής σου λένε ότι δεν είναι στα σχέδια της ομάδας, δεν μπορείς να τους βάλεις με το ζόρι να τον δεχθούν!».
«Και έχει δίκιο, τι να κάνει, να τους μαλώσει; Μετά ο Γιούρκας έχει μεγαλώσει. Περνάνε τα χρόνια τα έρημα, Σεμπάστιαν, μην το ξεχνάς. Δεν είναι πιτσιρικάς ο Σεϊταρίδης πλέον. Τον έβλεπα σε κάτι φωτογραφίες το καλοκαίρι από αυτές που μοστράρουν τα κουτσομπολίστικα περιοδικά και εξαιτίας του γρατσούνισα στον μπαγλαμά "Τα νιάτα τα μπερμπάντικα"». «Το κατάλαβα ότι το έγραψες γι' αυτόν», απάντησε χαμογελώντας ο Μπαχ. «Αλλά αυτός ο παίκτης είναι ο μόνος που μπορεί να αλλάξει την εικόνα της ομάδας. Να δώσει μια γλύκα στη σύνθεση σαν το λαούτο στα έργα μου.
Αν δεν ήξερα πόσο άμουσοι είναι αυτοί οι Ολλανδοί, θα απορούσα ακόμα γιατί ο Τεν Κάτε τσινάει και δεν θέλει να τον εντάξει στο δυναμικό». «Σου άρεσε ο Μουν και δεν γουστάρεις τον Γιούρκα;», φώναξε απορημένος με τα μάτια γουρλωμένα ο Μπαχ. «Είναι δυνατόν; Ο Μουν που κάθε φορά που τον βλέπω, Μπάμπη μου, θυμάμαι το τραγούδι εκείνο που έγραψες "Της λυγερή απέναντι". Δεν κάνει το παιδί για την άμυνα». «Τι να πω, Μπαχ. Αλλοι αποφασίζουν», συμπλήρωσε ο Τσέρτος. «Ασ' τα, τα βάσανα δεν έχουν τελειωμό», ψιθύρισε ο Μπαχ. «Και το χειρότερο όλων είναι ότι τα βάσανα δεν με εμπνέουν πια. Φεύγω, πάω να ξαπλώσω. Εσύ αν θέλεις κάτσε να χαζέψεις τις παρτιτούρες», είπε ο συνθέτης και αποσύρθηκε. Ο Μπάμπης έμεινε να τον κοιτάζει που ξεμάκραινε. Την άλλη μέρα ο Μπαχ θα διάβαζε στις εφημερίδες ότι ο Γιούρκας Σεϊταρίδης γυρνούσε στο «τριφύλλι».
Ολα θα άλλαζαν ριζικά. Η έμπνευση και η δίδυμη αδελφή της, η δημιουργία, θα επέστρεφαν και πάλι ζωηρές στην αυλή του συνθέτη. Τα «Βραδεμβούργια Κονσέρτα» που συνέθεσε ο καλλιτέχνης σε λιγότερο από μία εβδομάδα πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο την αλλαγή στην ψυχοσύνθεση του μεγάλου αυτού μουσουργού. Οταν όμως ιδιοφυΐες όπως ο Μπαχ και ο Μπάμπης Τσέρτος δεν είχαν αντιληφθεί τις κινήσεις τακτικής της Πράσινης Διοίκησης, πώς είναι δυνατόν να τις πάρουμε χαμπάρι όλοι οι υπόλοιποι; Εκατοντάδες μίλια, όμως, μακριά ο Σωκράτης Κόκκαλης γρατζουνούσε στον μπαγλαμά τις πρώτες νότες ενός τραγουδιού που έμελλε να γράψει ιστορία, με τον τίτλο «Χάλασε την πιάτσα ο Κετσπάγια»!