Το Παγκόσμιο Κύπελλο του '74 έγινε στη Γερμανία. Στη Δυτική Γερμανία, για να είμαι απόλυτα γεωγραφικά αλλά και ιστορικά ακριβής. Εξάλλου, δεν ήμουν εγώ που είχα αποφασίσει για την τύχη των δύο χωρών. Από μόνες τους είχαν αποφασίσει να χωρίσουν τα τσανάκια τους από την έβδομη ημέρα του Οκτώβρη το 1949. Εκτοτε οι σύντροφοι Βάλτερ Ούμπριχ και Εριχ Χόνεκερ είχαν καθημερινό τους καθήκον την οικοδόμηση του υπαρκτού σοσιαλισμού, τρομάρα τους, αλλά και τρομάρα μας που το πιστέψαμε!
Το Μουντιάλ της Δυτικής Γερμανίας είναι το πρώτο που θυμάμαι καλά. Εχω μνήμες και παραστάσεις. Το προηγούμενο, το '70 στο Μεξικό, με μπερδεύει. Ακόμα δυσκολεύομαι να θυμηθώ αν οι φάσεις που μου έρχονται στο μυαλό, όταν κατά καιρούς γίνονται συζητήσεις για τον συγκεκριμένο θεσμό, είναι από στιγμιότυπα, από ντοκιμαντέρ που έχω παρακολουθήσει μετά τη διεξαγωγή του ή τηλεοπτική παρακαταθήκη στου μυαλού μου την κατάψυξη.
Στο Παγκόσμιο της Δ. Γερμανίας ήμουν με τους Ολλανδούς. Γούσταρα την μπάλα που έπαιζαν, αντιπαθούσα φύσει και θέσει τους Γερμανούς, τους οποίους πολλοί τότε τους θεωρούσαν και όχι άδικα μεγάλους ποδοσφαιριστές, θαύμαζα τον Κρόιφ, τρελαινόμουν με το στυλάκι του Νέεσκενς και όταν θα μεγάλωνα ήθελα να γίνω… Κρολ. Ο κόσμος γύρω μου, έγχρωμος, αλλά η συσκευή ασπρόμαυρη. Ασπρόμαυρο και το τέλος, αφού το Κύπελλο κατέκτησε η διοργανώτρια.
Η ομάδα, όμως, που μου έκανε τεράστια εντύπωση στον θεσμό ήταν η Πολωνία που τερμάτισε 3η. Μεγάλη υπόθεση εκείνη την εποχή να πετάξεις έξω από την τριάδα εθνικές όπως αυτή της Ιταλίας, της Βραζιλίας, της Αργεντινής. Εντύπωση μου είχαν κάνει οι φυσιογνωμίες αλλά και τα ονόματα των παικτών. Ονόματα που είχα φροντίσει να απομνημονεύσω για να κάνω εντύπωση στους συμμαθητές μου στο σχολείο, στους αλανιάρηδες με τους οποίους κλοτσούσα το τόπι στους δρόμους, αλλά, κυρίως, στον πατέρα μου.
Μορφές και παικταράδες όπως ο Γκάντοχα, ο Κάσπερτσακ, ο Σάρμαχ, ο Σμούντα, ο τερματοφύλακας Τομαζέφσκι με το τεράστιο κορμί του, που φορούσε πάντα για γούρι τη φανέλα ανάποδα, ο πολύς κύριος Λάτο, που αν τον έβλεπες στον δρόμο, θα τον ρωτούσες πού έχει ανοίξει το κουτούκι για να πας για κανένα τσίπουρο!
«Το στέκι του μπαρμπα-Λάτο». Μόνο για μπάλα δεν τον έκοβες, αλλά ήξερε καντάρια. Πουλέν μου, ο Ντέινα. Ηγέτης, στυλάρα, μυαλό-ξυράφι, φαντασία, πάντα χαλαρός και αέρινος. Το διασκέδαζε με την μπάλα στα πόδια, το καταλάβαινες σε κάθε κίνηση του κορμιού του. Σπάνια συναντούσες τέτοια χάρη και αρμονία σε ποδοσφαιριστή από την Ευρώπη. «Πώς είπαμε πως τον λένε αυτόν;» «Γκάντοχα, ρε πατέρα». «Και τον άλλο στο κέντρο;». «Σάρμαχ, ρε πατέρα, Σάρμαχ».
Τα δύσκολα ονόματα επιστρέφουν ύστερα από σιγή ασυρμάτου δεκαετιών, οι ομάδες από το πάλαι πότε Ανατολικό Μπλοκ συνέρχονται και επιστρέφουν. Σίγουρα θα έχουν πολλά να δώσουν, γιατί το ποδοσφαιρικό τους DNA είναι γεμάτο από ταλέντο και τεχνική. Χαρακτηριστικά που «σιωπούν» κατά περιόδους, αλλά δεν χάνονται.
Αναγεννιόνται σε ενέργειες σαν αυτή του Μπλαστικόφσκι -άλλο δύσκολο όνομα-, ο οποίος εν κινήσει σήκωσε την μπάλα, αφήνοντας την άμυνά μας υπόλογη. «Δύσκολα να βρεις Σέρβο να χάνει πέναλτι και προσωπικές βολές στο μπάσκετ», μου έλεγε κάποτε χαμογελώντας ένας γερόλυκος του ποδοσφαίρου. Το DNA που λέγαμε! Σερβία, Τσεχία, Πολωνία, Ουγγαρία, χώρες με μεγάλη ποδοσφαιρική και όχι μόνο παράδοση. Οταν επιστρέψουν ολοκληρωτικά, όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο.