Πέμπτη βράδυ μετά το παιχνίδι με τους Βραζιλιάνους, στην εκπομπή της ΝΕΤ για το Confederations Cup, ο Αντώνης Κατσαρός είχε καλέσει στο στούντιο τον Σπύρο Λιβαθηνό και τον Τάκη Οικονομόπουλο. Από το στούντιο της Θεσσαλονίκης ο Κώστας Ιωσηφίδης παρακολουθούσε και συμμετείχε στη συζήτηση. Και οι 3 παλαίμαχοι ποδοσφαιριστές είχαν την τύχη - πώς αλλιώς θα μπορούσες να το πεις - να αγωνιστούν σε εκείνο το ιστορικό παιχνίδι πολλά χρόνια πίσω, το 1974, στο «Μαρακανά» με αντίπαλο την εθνική Βραζιλίας. Το αποτέλεσμα ήταν λευκή ισοπαλία και για όλους τους ποδοσφαιρόφιλους ανά τον κόσμο μεγάλη έκπληξη, αφού η εθνική μας τότε στον παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χάρτη δεν είχε διαστάσεις μεγαλύτερες από ένα εξωτικό νησί.
Αν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση κάτι σε αυτή τη συζήτηση ήταν μια απάντηση που έδωσε ο Τάκης Οικονομόπουλος. Η ερώτηση απλή, για πολλούς συνηθισμένη: «Σας άρεσε η περίοδος, η ποδοσφαιρική, στην οποία παίξατε ή θα προτιμούσατε να παίζατε σε κάποια άλλη;». Χωρίς καμία σκέψη, με το πρόσωπό του φωτισμένο, το «πουλί» των ελληνικών γηπέδων, ο καλύτερος Ελληνας γκολκίπερ που έχουν δει τα μάτια μου, κι ας με συγχωρήσουν οι παλαιότεροι για την ημιμάθεια μου, ξεκίνησε να λέει: «Οχι απλά μού άρεσε, αλλά τη χάρηκα κιόλας. Χωρίς αμφιβολία μού ταίριαζε απόλυτα και δεν έχω κανένα παράπονο. Οχι, δεν θα προτιμούσα να έπαιζα σε κάποια άλλη, τουλάχιστον μεταγενέστερα».
Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Αλλά αυτό που λέμε αρμονία της φύσης, πιστεύω ότι ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση του Τάκη Οικονομόπουλου. Μεγαλούργησε σε μια περίοδο που το ποδόσφαιρο τού ταίριαζε απόλυτα, πράγμα που αμφιβάλλω ότι θα συνέβαινε αν γεννιόταν 10 με 15 χρόνια αργότερα, αποκλείεται εξάλλου να ταίριαζε στο ήθος του και στο ιδιαίτερο του χαρακτήρα του. Και εκτός αυτού, έγινε γνωστός στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, καταφέρνοντας κάτι που για τους σύγχρονους συναδέλφους του παραμένει άπιαστο όνειρο.
Να παίξει στο Γουέμπλεϊ τελικό πρωταθλητριών. Παίκτες σαν τον Οικονομόπουλο και δεν ήταν λίγοι στην εποχή του, κατάφεραν να καθορίσουν τον επαγγελματισμό του ποδοσφαίρου τότε που ο επαγγελματισμός δεν επιβαλλόταν από κανένα θεσμικό πλαίσιο, παρά μόνο από το χαρακτήρα των ίδιων των παικτών. Κανείς δεν μπορούσε να τους τον επιβάλλει, όσα χρήματα κι αν τους έδινε, όσες υποσχέσεις και διευκολύνσεις κι αν τους παρείχαν. «Εζησα πολύ καλά και πέρασα ακόμα καλύτερα», συμπλήρωσε ο Τάκης.
Πώς να μην το πει; Πρόλαβε το ποδόσφαιρο ελεύθερο, για πολλούς ίσως και άναρχο, με παίκτες-προσωπικότητες, μπαλαδόρους με όρεξη για παιχνίδι, γιατί δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από το να εκπληρώνουν το παιδικό τους όνειρο. Να παίξουν δηλαδή από την αλάνα που μάτωναν τα πόδια τους, στην ομάδα που αγάπησαν. Ούτε για να τους μάθει ο κόσμος ούτε για να γίνουν πλούσιοι ούτε για να βγαίνουν στις τηλεοράσεις - αλήθεια ποιες την εποχή εκείνη - απλά για να συνεχίσουν να είναι παιδιά. Με αυτή την παιδική αφέλεια, που δεν σταμάτησε ποτέ να τους χαρακτηρίζει, οι περισσότεροι της γενιάς του την ίδια απάντηση θα έδιναν.