Mεγάλη Παρασκευή χρόνια πριν, ολόκληρη τσογλανοπαρέα παρακολουθούμε στη Χαλκιδική την περιφορά του Επιταφίου. Δίπλα μας μια μεγάλη μορφή του χωριού, ο μπαρμπα-Τρύφωνας, με το κερί στο χέρι έχει τα μάτια του στην περιφορά και τα αυτιά του σ' εμάς να ακούσει τι λέμε. Κάποια στιγμή μας ζητάει τσιγάρο, του δίνουμε και μας πιάνει την κουβέντα. Τι κάνουμε, αν σπουδάζουμε και τι θέλουμε να γίνουμε στη ζωή μας. Η συζήτηση, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, πηδάει από το ένα θέμα στο άλλο για να καταλήξει στο οικογενειακό του δράμα.

Η γυναίκα του, η κυρα-Χρυσούλα, πρέπει μετά τις γιορτές να χειρουργηθεί κι αυτός ανησυχεί. Ενας από εμάς αναλαμβάνει να τον παρηγορήσει. Μη στενοχωριέσαι, κυρ Τρύφωνα. Ολα θα πάνε μια χαρά, του λέει. Η επιστήμη έχει προοδεύσει. Δεν βλέπεις τι γίνεται; Εδώ ο άνθρωπος έχει φτάσει στο φεγγάρι! Τι το ήθελε αυτό με το φεγγάρι. Γουρλώσανε τα μάτια του μπαρμπα-Τρύφωνα και άρχισε να φωνάζει.

Δεν ντρέπεστε, ρε, νέοι άνθρωποι, μορφωμένοι, σπουδαγμένοι, να σας παραμυθιάζουν; Τα πιστεύετε, ρε, αυτά τα καραγκιοζλίκια; Πού έχει πάει ο άνθρωπος στο φεγγάρι; Αυτά τα λένε οι Αμερικανοί για να μας χαζέψουν ντιπ για ντιπ. Ποιο φεγγάρι, ρε; Βλέπεις εσύ κανέναν εκεί πάνω; Πώς θα πάει, ρε; Πού θα πατήσει; Θα πέσει, ρε, θα γκρεμοτσακιστεί. Αϊ ρε, είστε και μορφωμένα παιδιά!

Από τότε έγινα πολύ επιφυλακτικός και καχύποπτος με αυτά που μας σερβίρουν τα Μέσα. Κι έγινα ακόμα περισσότερο μετά το ματς της Τρίτης για το Τσάμπιονς Λιγκ ανάμεσα στην Τσέλσι και τη Λίβερπουλ. Αυτό που πολλοί χαρακτήρισαν σαν το ματς της ζωής τους. Αποκλείεται αυτοί να τρέχουν σαν τους διαβόλους πάνω-κάτω επί ενενήντα λεπτά χωρίς να κουράζονται. Αποκλείεται να βάζουν τέτοιες γκολάρες, να συνδυάζονται με τόση άνεση, να δημιουργούν τη μία φάση μετά την άλλη.

Αποκλείεται το μυαλό τους να παίρνει τόσες στροφές το δευτερόλεπτο και να μη σαστίζουν. Κάποιοι από αυτούς που κάθονται εκεί στα κουμπιά είμαι σίγουρος ότι παρεμβαίνουν, σκαλίζουν την εικόνα, τους κάνουν να τρέχουν πιο γρήγορα, τους κάνουν να φαίνεται ότι πηδάνε πιο ψηλά, ότι σουτάρουν με δύναμη. Ακόμη και στα γκολ βάζουν το χεράκι τους. Σίγουρα, δεν εξηγείται αλλιώς.

Πάει η μπάλα στο τρέχα γύρευε, πατάνε ένα κουμπί και τη στέλνουν στο γάμα της εστίας. Αντε να το πιάσεις. Να δείτε πως κάπως έτσι ξεγελάστηκε και ο Ρέινα. Κι όλα αυτά τα κάνουν για μας. Για να μας κομπλάρουν. Να μας πιάσουν τα υπαρξιακά, να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε τι θέλουμε εμείς με αυτούς, πώς να τους νικήσουμε, πότε θα φτάσουμε στο επίπεδό τους, να σιχαθούμε τις ομάδες μας και στην απελπισία μας να τα παρατήσουμε και να μην ξανασχοληθούμε με το ελληνικό πρωτάθλημα. Να έρθουν μετά να μας βάλουν να βλέπουμε μόνο τις ομάδες τους, να μας αποβλακώσουν τελείως για να βάλουν χέρι στους χορηγούς μας.

Ολα για το χρήμα γίνονται! Γι' αυτό, αντισταθείτε, αδέλφια, με νύχια και με δόντια. Γυρίστε την πλάτη σας στο μέλλον που μας φτιάχνουν. Κλείστε τις τηλεοράσεις και βγείτε στους δρόμους. Πάρτε μια βαριά και σπάστε τις οθόνες. Βάλτε γάζες στα μάτια σας αν δεν αντέχετε. Αγοράστε ένα view master και απολαύστε τις εικόνες του. Ξέρετε τι ωραίο και διδακτικό που είναι; Αντισταθείτε! Η ελληνική ποδοσφαιρική πραγματικότητα κλονίζεται, αλλά δεν θα περάσουν.

Πρόχειρο ΤΕΤΡΑΔΙΟ

Ελα ντε, όλοι το ίδιο σκεφτόμαστε!

Γράφει ο Νίκος Ξενάκης στη στήλη του «Ενα βλέμμα» στην «Κυριακάτικη Καθημερινή».

«Τρεις πρόσφατες ταινίες, τρία δράματα, μας υπενθυμίζουν πόσο δραστικός και καίριος μπορεί να είναι ο αμερικανικός κινηματογράφος, πόσο καλά αφουγκράζονται το παρόν και τους κοινωνικούς κραδασμούς οι Αμερικανοί κινηματογραφιστές και πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά μπορούν να μετουσιώσουν ένα κοινωνικό φαινόμενο σε αφήγημα, σε δράμα, σε έργο τέχνης. Οι τρεις ταινίες είναι το "Παγωμένο ποτάμι", το "Grand Torino" και το "The Visitor". Ολες οι ταινίες είναι παραγωγές μικρομεσαίου κόστους και ολιγοπρόσωπες και όλες καλογυρισμένες, με ερμηνείες υψηλού επιπέδου, με σχετικά άγνωστους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, εκτός του Κλιντ Ισγουντ ("Grand Torino").

Σε όλες τις ταινίες θέμα είναι η μετανάστευση, ο ξένος, ο φτωχός, ο σε αποκλεισμό ή σε κατατρεγμό και η σχέση του ξένου με τον γηγενή, που τραβάει κι αυτός παρόμοια βάσανα, άλλης κλίμακας, αλλά ίδιου πυρήνα: φτώχεια, μοναξιά, φθορά, δυσκολίες προσαρμογής στο καινοφανές περιβάλλον. Το θέμα των ταινιών είναι ο καιρός μας, η ανθρώπινη συνθήκη στον 21ο αιώνα: οι ανισότητες, οι μετακινήσεις, οι αποκλεισμοί, ο αμήχανος άνθρωπος ενώπιον του απειλητικού αναδυόμενου νέου, οι άνθρωποι σε μεταιχμιακή κατάσταση, η μοναξιά, η δύσκολη διατήρηση της αξιοπρέπειας, η σκληρή δοκιμασία των παλαιών ηθικών αρχών...

...Εργα συγκινητικά και αληθινά. Εργα για τον καιρό μας και τον καιρό που έρχεται. Σκέφτηκα: τι έργα αναλόγως δραματικά και αληθινά φτιάχνουν οι Ελληνες κινηματογραφιστές; Πώς αφηγούνται τον δύσκολο καιρό μας; Σκέφτομαι».

ΑΟΡΑΤΕΣ ΠΑΡΕΕΣ

Στάθηκαν όπως στάθηκαν

Μου άρεσε πολύ ο τίτλος πάνω από μια ασπρόμαυρη φωτογραφία της Μακρονήσου: «Αυτοί που δεν εξαργύρωσαν ποτέ τίποτα» και έτσι έπιασα να διαβάζω το άρθρο στην «Κυριακάτικη Καθημερινή».

Στο ερώτημα για ποιο λόγο δύο νέοι σκηνοθέτες στρέφονται στα γεγονότα της Μακρονήσου ύστερα από 60 χρόνια, ο Ηλίας Γιαννακάκης και η Εύη Καραμπάτσου έχουν πολλές απαντήσεις. Αντίθετα. Στο ερώτημα τι αποκομίσατε από την ενασχόλησή σας με το θέμα, η απάντηση είναι μία και ομόφωνη: «Ηθος και γενναιότητα ψυχής». Μιλούν για το «ήθος των ανθρώπων που βρέθηκαν εκεί. Ειδικά σήμερα που θεωρούμε ότι όλα έχουν ξεπέσει και δεν υπάρχει τίποτα να κρατηθείς, παρακολουθείς αυτούς τους ανθρώπους που έζησαν σε συνθήκες αδιανόητες και στάθηκαν όπως στάθηκαν».

Ο Ηλίας Γιαννακάκης και η Εύη Καραμπάτσου κινηματογράφησαν 180 ώρες υλικού, συμπεριλαμβάνοντας 60 μαρτυρίες. Οταν όμως ήρθε η ώρα του μοντάζ για το ντοκιμαντέρ τους «Μακρόνησος», διαπίστωσαν ότι η διαδικασία ήταν πολύ επίπονη. «Δεν θέλαμε να συνθέσουμε ένα ψηφιδωτό μαρτυριών, σαν ρεπορταζιακή προσέγγιση. Μας ενδιέφερε να δημιουργήσουμε χαρακτήρες, οι οποίοι να πληρούν τις προϋποθέσεις μιας συναισθηματικής και ιστορικής πραγματικότητας», υπογραμμίζουν. Επέλεξαν λοιπόν: τον σκηνογράφο Τάσο Ζωγράφο, που είχε υπογράψει δήλωση μετανοίας.

Τον Ηλία Στάβερη, πολιτικό κρατούμενο που είχε περάσει την εμπειρία της ΣΦΑ, των στρατιωτικών φυλακών, οι οποίες ήταν ό,τι πιο οδυνηρό υπήρχε. Τον Γιώργο Φαρσακίδη, χαράκτη που βίωσε και αποτύπωσε την πρώτη περίοδο της Μακρονήσου, η οποία ήταν και η πιο σκληρή. Την Αλέκα Παΐζη, γυναίκα και ηθοποιό (τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση αυτής της μεγάλης κυρίας του ελληνικού θεάτρου που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή).

Τον δικηγόρο Λάζαρο Κυρίτση, έναν από τους τελευταίους αυτόπτες μάρτυρες στο «μακελειό της Μακρονήσου», που ήταν η πιο αιματηρή στιγμή, με 350 νεκρούς. «Ζητούμενο ήταν η ανθρωποκεντρική προσέγγιση του θέματος. Δεν θέλαμε ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ, αλλά να αφηγηθούμε μέσα από τα βιώματα των ανθρώπων», διευκρινίζουν οι δημιουργοί.

Σημαντική παρουσία και αποκλειστικότητα του ντοκιμαντέρ, που προβάλλεται από την περασμένη Πέμπτη στις αίθουσες, είναι η μαρτυρία και της «άλλης πλευράς». Τη δική του άποψη για την ιστορία της Μακρονήσου καταθέτει για πρώτη φορά και ο Παναγιώτης Σκαλούμπακας, ο μεγάλος στρατιωτικός διοικητής της Μακρονήσου.

«Τον προσεγγίσαμε με σεβασμό, γιατί αρνούμαστε οποιονδήποτε ρόλο κριτή, κι εκείνος μας ανταπέδωσε τον ίδιο σεβασμό», υπογραμμίζει η Εύη Καραμπάτσου. Και ο Ηλίας Γιαννακάκης προσθέτει: «Από την πλευρά του εθνικού στρατού, δεν είχε μιλήσει κανείς σε ντοκιμαντέρ. Επρεπε να πείσουμε τον κ. Σκαλούμπακα για τις προθέσεις μας. Εχει απόλυτη συνείδηση του τι συνέβη τότε, αλλά το αντιλαμβάνεται από τη δική του πλευρά. Εχει άλλη θεώρηση των ίδιων γεγονότων».

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ: Ντοκιμαντέρ για την ιστορία του νησιού εξορίας, των Ηλία Γιαννακάκη, Εύης Καραμπάτσου Αίθουσες: Ελλη, Πτι Παλαί.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube