Τον γνώρισα τον πιτσιρικά που βρέθηκε θαμμένος στα ερείπια εκεί στην Λ’ Ακουίλα και ας μην τον ήξερα προσωπικά. Τον αναγνώρισα σε μια φωτογραφία μου είκοσι και βάλε χρόνια πριν... Μια φωτογραφία που οι άκρες της έχουν τσακίσει από τα χρόνια, μα τα χρώματα συνδεδεμένα με το μόντεμ του μυαλού παραμένουν φωτεινά και αναλλοίωτα. Θα έφτασε και αυτός στο Φιουμιτσίνο ή στον σιδηροδρομικό σταθμό, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, με τα μάτια του να μην εστιάζουν πουθενά και ένα κορμί πιο βαρύ κι από τη βαλίτσα. Με την καρδιά του να χτυπά πιο δυνατά κι από την μπότα του Κιθ Μουν στο «Who are you».

Ελα ντε; Ποιος είμαι εγώ και πού πάω; Γύρω του η μυρωδιά του εσπρέσο και οι αναγγελίες από τα μεγάφωνα να του θυμίζουν πως βρίσκεται σε ξένη χώρα. Μακριά από μια Ελλάδα που τον έκοψε στις εξετάσεις. Που του έκλεισε στα μούτρα την πόρτα της ανώτατης εκπαίδευσης, που ελαφρά τη καρδία τον έκρινε ανίκανο να προσφέρει. Τον έστειλε να βρει μια άλλη πατρίδα να τον μορφώσει, να τον εκπαιδεύσει. Να φτιάξει εκεί όνειρα από χαρτί, να τα κάνει σαΐτα, να τα δει να πετούν στον ουρανό.

Να σταθεί στα πόδια του, να πιστέψει και πάλι στον εαυτό του, να διώξει επιτέλους από πάνω του τη ρετσινιά του απόκληρου. Τον ήξερα, σας λέω, και ως γενιά και ως άτομο προσωπικά. Τον έχω δει να προσπαθεί να φτιάξει φράσεις, να ταιριάζει λέξεις, να αποστηθίζει εκφράσεις. Να θέλει να δώσει στους άλλους να καταλάβουν ότι δεν διαφέρει, ότι είναι ένας από αυτούς. Τον ακούω να τραγουδάει ιταλικά, να μαθαίνει a memoria κατεβατά από στίχους τραγουδιών. Τα βράδια να μελετά παρέα με ένα λεξικό. Τρεις σελίδες μπροστά, δύο πάλι πίσω, για να βγάλεις νόημα.

Τι να κάνουν οι φίλοι μου, άραγε; Να του τηλεφωνούν κι όλο να τον ρωτούν κι αυτός να πρέπει να απαντήσει σε όλα. Α, είναι ωραία τελικά εδώ. Δεν έχεις τους γονείς σου να σου τα πρήζουν, μόνος σου επιτέλους κανονίζεις τη ζωή σου. Οποτε θέλεις ξυπνάς, όποτε θέλεις διαβάζεις. Μα η ζωή αυτή είναι δική σου. Ολόκληρη δική σου! Τα λεφτά μπορεί να μην περισσεύουν, αλλά η ελευθερία, φίλε μου, δεν έχει τιμή, παρ' όλο που κοστίζει. Φτάνει τα βράδια μια βόλτα με μια βέσπα, μια παρτίδα scopa ή στοίχημα μπιλιάρδο, και λίγο χάζι τις Ιταλίδες που χαμογελούν. Μετά όλα πάλι από την αρχή. Ολο πιο κοντά στο όνειρο, όλο πιο μακριά από την πατρίδα.

Ενα όνειρο που θα γίνει όμως πραγματικότητα. Φέτος το Πάσχα λέω να μην κατέβω Ελλάδα. Λέω να μείνω εδώ. Δεν το καταλαβαίνεις το Πάσχα στην Ιταλία. Μετά δεν αξίζει να τραβιέσαι για τρεις μέρες. Τόσο κρατάει η αργία εδώ. Μέχρι να πας να χαλαρώσεις, θα πρέπει να γυρίσεις. Οπου ζεις πραγματικά, εκεί μένεις. Σε εκείνη τη γη ακόμα κι αν τρέμει. Οπως τρέμει σαν το καντήλι όλη μας η ζωή. Το γνώριζα το παιδί, σας λέω. Το είχα δει συγκινημένος στο τρένο Παλέρμο-Φρανκοφόρτε, με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι, πράσινα μάτια από γυαλί. Ετρεξα να σταματήσω το τρένο, να το κάνω να γυρίσει πίσω. Αλλά πώς να γυρίσει πίσω... Σήμερα δεν έχει μπάλα... Από αύριο, που το σόου θα πρέπει να συνεχιστεί...

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube