Aπό πού πάμε για Ευρώπη, ρε πατριώτη; Από εδώ που στεκόμαστε, πάντως, δεν φαίνεται τίποτα. Μάλλον θα πρέπει να σηκωθούμε λίγο πιο ψηλά μήπως και φανεί ο δρόμος. Κάθε Μάρτη γδάρτη και παλουκοκάφτη η ιστορία επαναλαμβάνεται. Η ομάδα που μας εκπροσωπεί στη φάση των «16» αποχωρεί από τον θεσμό -πάντα με ψηλά το κεφάλι- πριν προλάβει να τραγουδήσει ανέμελη και ενθουσιασμένη και μαζί της όλοι εμείς το αλησμόνητο σουξέ: «Θα 'ναι σαν να μπαίνει η άνοιξη, θα 'ναι ουρανού κατάνυξη».
Αυτό που μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι πάντα κατά την αποχώρησή μας φροντίζουμε να ανανεώνουμε το ραντεβού μας με τον θεσμό για την προσεχή περίοδο, χωρίς παράλληλα να ανανεώνουμε τους στόχους και τις προσδοκίες μας. Το θέμα είναι αν η υπόθεση «Ευρώπη» μάς απασχολεί πραγματικά. Αν μας ενδιαφέρει σοβαρά η ευρωπαϊκή προοπτική των ομάδων μας μέσα από διακρίσεις σημαντικότερες από αυτές που μέχρι τώρα έχουμε πετύχει στον θεσμό, με λίγα λόγια αν σκοπεύουμε να ανεβάσουμε και άλλο τον πήχη ή αν είμαστε απόλυτα ευχαριστημένοι με τις μέχρι τώρα επιδόσεις μας.
Είμαστε διατεθειμένοι για κάτι παραπάνω ή μέχρις εδώ φτάνει το όνειρο και δεν το λέμε, αλλά απλά αφήνουμε να εννοηθεί; Αν μας ενδιαφέρει λοιπόν πραγματικά να γίνουμε περισσότερο ανταγωνιστικοί στας Ευρώπας, καιρός να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας ότι Ευρωπαίος δεν γίνεσαι από τη μία μέρα στην άλλη. Δεν γίνεται τα γήπεδα την Κυριακή στα ντέρμπι –και όχι μόνο- να θυμίζουν βάθη Ανατολίας και την Τετάρτη να μεταμορφώνονται σε ευρωπαϊκά εντευκτήρια σπουδών.
Διοργανώνεις πρωτάθλημα σύμφωνα με τα αυστηρά ευρωπαϊκά πρότυπα, αλλιώς το «βαλκανικό» μοντέλο δεν σε οδηγεί πουθενά. Δεν γίνεται κάθε χρόνο να αλλάζεις προπονητή, λες και έχει ημερομηνία λήξης και φοβάσαι να μην έχεις ντράβαλα με την αγορανομία. Ούτε επιτρέπεται η κάθε διοίκηση να θέτει η ίδια τις «προτεραιότητες» που έχει στο μυαλό της τόσο στον αγωνιστικό όσο και στον μεταγραφικό τομέα αντί του προπονητικού τιμ.
Δεν γίνεται τα Σαββατοκύριακα να ασχολείσαι σχεδόν αποκλειστικά με την «επάρατη» διαιτησία και το μεσοβδόμαδο να δέχεσαι το κάθε σφύριγμα αδιαμαρτύρητα, γιατί εκεί -τάχα μου- δεν τίθεται θέμα αξιοπιστίας. Δεν γίνεται να μην οργανώνεις υποδομές με σκοπό να τις αξιοποιήσεις, όπως δεν γίνεται να έχεις μόνιμα στο μυαλό σου να αγοράζεις φθηνά και να πουλάς όσο το δυνατόν ακριβότερα. Δεν πας πουθενά αν δεν έχεις σοβαρό έμπειρο και πολυπρόσωπο τμήμα σκάουτινγκ.
Εκτός αν δεν σε ενδιαφέρει πραγματικά κι απλώς έχεις το τμήμα μόνο και μόνο για τα μάτια του κόσμου ή μήπως σου κάτσει και τσιμπήσεις κανένα ταλέντο. Το σημαντικότερο; Αν στο μυαλό σου έχει θρονιάσει και κυριαρχεί η άποψη «πού πάμε να μπλέξουμε, ό,τι και αν κάνουμε αποκλείεται να φτάσουμε ποτέ στον τελικό ή να πάρουμε το Τσάμπιονς Λίγκ», τότε όχι μόνο το «όνειρο» δεν πρόκειται να πραγματοποιήσεις, αλλά ούτε βήμα μπροστά δεν θα κάνεις από εκεί που βρίσκεσαι.
ΑΟΡΑΤΕΣ ΠΑΡΕΕΣ
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ
Γι' αυτόν που μας έμαθε να μετράμε τ' άστρα
«Ο πατέρας μου θυσίασε όλη του τη ζωή υπηρετώντας τα πιστεύω του και τις αξίες του, με κεντρική αναφορά τον εκπολιτισμό των ανθρώπων. Τι κάνουν, λοιπόν, για να διαφυλάξουν τη μνήμη του και την κληρονομιά του; Εγώ κοντεύω να πεθάνω. Τι πρέπει να κάνω, να πάρω ένα σακί με τσιμέντο και να πάω να χτίσω το σπίτι του;».
Η κόρη του Μενέλαου Λουντέμη, η Μυρτώ Λουντέμη-Ηλιοπούλου, ξεσπά μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για το γεγονός ότι το σπίτι όπου ο πατέρας της πέρασε τα παιδικά του χρόνια, στον Εξαπλάτανο Πέλλας, παρά το ότι έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο εδώ και 24 χρόνια, στέκει ετοιμόρροπο ανάμεσα σε σοβάδες και σκουπίδια, για να της θυμίζει, όπως λέει, ότι «τελικά είμαστε μία απολίτιστη χώρα».
Θυμάται μάλιστα ότι το 1988, όταν η Μελίνα Μερκούρη, ως υπουργός Πολιτισμού, έλαβε γνώση για το θέμα του σπιτιού, το οποίο έχει χαρακτηριστεί με προεδρικό διάταγμα του 1985 διατηρητέο, εξασφάλισε και έδωσε στις τοπικές αρχές κονδύλια 6 εκατ. δραχμών ώστε να ξεκινούσαν οι διαδικασίες της αναπαλαίωσης. «Φυσικά δεν έγινε τίποτα. Τι απέγιναν τα χρήματα ποτέ δεν έμαθα», λέει η Μυρτώ Λουντέμη.
Τα χρόνια περνούσαν και το «μπαλάκι» των αρμοδιοτήτων επί του θέματος μεταβιβαζόταν από τον δήμο στον Πολιτιστικό Σύλλογο Εξαπλατάνου, στη Νομαρχία Πέλλας και στα εκάστοτε συναρμόδια υπουργεία, ενώ ως σημαντικότερο πρόβλημα αναδεικνυόταν το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ακινήτου, αν και όλοι οι νόμιμοι κληρονόμοι είχαν συμφωνήσει να το παραχωρήσουν δωρεάν ή έναντι ανταλλάγματος προκειμένου να αξιοποιηθεί.
«Τις πιο όμορφες φωτογραφίες του πατέρα μου τις έδωσα και με ειδική επεξεργασία έγιναν αφίσες 1 επί 1,80. Τις έδωσα στον δάσκαλο του χωριού, όπως και αντίγραφα από τα σημαντικότερα χειρόγραφα, για να μπουν στο εκθετήριο που υποτίθεται ότι θα δημιουργούσαν, αλλά τελικά δεν έγινε τίποτε», θυμάται. Μαρτυρίες συγγενών του συγγραφέα στον ΣΚΑΪ ισχυρίζονται ότι οι φωτογραφίες και τα προσωπικά του αντικείμενα... χάθηκαν! «Ολα αυτά τα αναζήτησα κάποια στιγμή, αλλά κανείς δεν γνώριζε να μου πει τι έγιναν», λέει και δηλώνει ανακουφισμένη που τότε δεν παραχώρησε τα πρωτότυπα των φωτογραφιών και των εγγράφων.
Δέκα χρόνια αργότερα, με τα θεμέλια του σπιτιού να καταρρέουν, η Μυρτώ Λουντέμη εναποθέτει τις ελπίδες της για την αποκατάσταση του σπιτιού σε «κάποιον ιδιώτη με ευαισθησίες που θα ενδιαφερθεί να τιμήσει τη μνήμη του πατέρα μου».
Η 65χρονη σήμερα Μυρτώ γεννήθηκε το 1944 στην καρδιά των Δεκεμβριανών, μιας από τις πιο ταραγμένες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Τον πατέρα της, μέχρι την επάνοδό του το 1976 στην Ελλάδα, δεν είχε την ευκαιρία να τον δει πολλές φορές. Μάλιστα, ο Λουντέμης για πολλά χρόνια νόμιζε ότι η κόρη του ήταν νεκρή. Ετσι, ο λόγος της, όταν της ζητείται να μιλήσει για εκείνον, χαρακτηρίζεται από συγκαταβατικότητα, εμπεριέχει κατανόηση, αγάπη αλλά και παράπονο.
«Ο πατέρας μου ήταν μόνιμα εξόριστος, επειδή πίστευε στο συλλογικό καλό», τονίζει, σημειώνοντας ότι «όλη η γενιά του Λουντέμη κατέστρεψε την προσωπική της ζωή».
Για τον σκοπό αυτό εδώ και μερικές εβδομάδες έχει δημιουργηθεί ένα ενδιαφέρον γκρουπ στο facebook υπό τον τίτλο «Σώστε το σπίτι του Μενέλαου Λουντέμη». Αριθμεί ήδη κοντά στα 1.000 μέλη.