Οσο περνάει ο καιρός, οι αναμετρήσεις στο μπάσκετ μεταξύ Παναθηναϊκού κι Ολυμπιακού μου θυμίζουν όλο και περισσότερο τα «χρυσά» ντέρμπι της δεκαετίας του '80 ανάμεσα στον Αρη και τον ΠΑΟΚ. Ο ΠΑΟΚ προσπαθούσε, σκιζόταν, άλλαζε άμυνες, κατέστρωνε σχέδια, ο πρόεδρος Νίκος Βεζυρτζής υπερέβαλλε εαυτόν αγοράζοντας όποιο ταλέντο του υποδείκνυε η αγορά και στο τέλος, εύκολα ή δύσκολα, τα παιχνίδια τα κέρδιζε ο Αρης. Του ΠΑΟΚ του έφταιγαν όλοι και όλα. Η διαιτησία, που έπαιζε βρόμικα παιχνίδια στην πλάτη του, η «κωλοφαρδία» του Σούμποτιτς, που έβλεπε το καλάθι σαν βαρέλι, τα φάουλ που έδιναν εύκολα στον Γκάλη (το 1/3 από αυτά που του γίνονταν έδιναν οι διαιτητές, επειδή αν τα έδιναν όλα ακόμα θα σούταρε βολές ο Νικ), τα φάουλ που έκανε ο Γιαννάκης και δεν τα έδιναν, οι επιπολαιότητες του Φασούλα, οι λανθασμένες επιλογές του Κόρφα. Ζούσαν μόνιμα με ένα «αν» στα χείλη. Αν το έβαζε ο Πρέλιεβιτς, αν αστοχούσε ο Γκάλης, αν ο ξένος παίκτης ήταν καλύτερος, αν, αν, αν...
Δύσκολα παραδέχεσαι την ανωτερότητα του αντιπάλου. Ακόμα πιο δύσκολα αν ο αντίπαλος είναι ο «αιώνιος» και σε έχει ταράξει στην καρπαζιά! Αρνούνταν αυτοί που λίγο-πολύ ήξεραν το άθλημα να παραδεχθούν ότι όσο καλή ομολογουμένως ομάδα και αν είχαν, ο Αρης είχε μια πεντάδα με τρεις σούπερ παίκτες-προσωπικότητες εκείνη την εποχή (Γκάλη, Γιαννάκη, Σούμποτιτς), που μόνο σε ομάδα της τότε Γιουγκοσλαβίας ίσως να συναντούσες. Η λάμψη και το ταλέντο των τριών αυτών παικτών όχι απλώς υπερκάλυπταν ολόκληρη τη δεκάδα του ΠΑΟΚ, αλλά περίσσευαν και παίκτες στον Αρη για να κάνει με άνεση τη δουλειά του. Ο Φιλίππου, ο Δοξάκης, ο Μισούνοφ, ο Ρωμανίδης κ.ά.
Στον ΠΑΟΚ, όμως, επέμεναν ότι τα έκαναν όλα σωστά και πως ήταν «η μοίρα τους σακαταμένη», γι' αυτό δεν νικούσαν τον «αιώνιο». Ετσι, δεν τον νίκησαν ποτέ, παρά μόνο όταν «σάπισε» και έπεσε μόνος του από το δένδρο. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και τώρα. Με τα μυαλά που κουβαλάνε στον Ολυμπιακό, μόνο αν «σαπίσει» ο Παναθηναϊκός θα καταφέρουν να ανέβουν πρώτοι. Κι αυτό οφείλει να το γνωρίζει καλύτερα από όλους ο Παναγιώτης Γιαννάκης, ο οποίος έζησε εκείνη την περίοδο ως παίκτης-ηγέτης.
Ο Διαμαντίδης την Κυριακή το βράδυ δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να τον μιμηθεί. Πήρε την μπάλα όπως και ο «δράκος» στην αλησμόνητη εκείνη σειρά των 5 παιχνιδιών με τον ΠΑΟΚ το '91 (που ποτέ άλλοτε όσο εκείνη τη βραδιά δεν έφτασε τόσο κοντά στο όνειρο) και σούταρε από την πυλωτή του σπιτιού του για να αλλάξει τα δεδομένα. Και τα άλλαξε. Γιατί οι μεγάλοι παίκτες με προσωπικότητα είναι αυτοί που κατακτούν τους τίτλους. Οπως ήταν κάποτε ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Και τέτοιους ο Ολυμπιακός δεν έχει.
Γιατί αν δεν επιχειρούσε το σουτ ο Διαμαντίδης, θα το έκανε ο Σπανούλης ή ο Γιασικεβίτσιους, ο Φώτσης, ο Χατζηβρέττας ή ο Περπέρογλου, που δίπλα στα αστέρια χρονιά με χρονιά γίνεται πιο φωτεινός. Η αλήθεια είναι ότι μετά την πρώτη «βόμβα» του Διαμαντίδη περίμενα ο Γιαννάκης να πάρει τάιμ άουτ. Γιατί αν έπαιζε ο ίδιος σαν τον μακρυχέρη Δημητράκη θα αντιδρούσε. Θα έβαζε και το δεύτερο και το τρίτο και το τέταρτο, αν οι συνθήκες το επέβαλαν για να «σκοτώσει» τον αντίπαλο.
Πήρε, όμως, τάιμ άουτ μετά την καταστροφή. Γιατί με τα χρόνια και ο Γιαννάκης έχει γίνει σαν τους υπόλοιπους στον Ολυμπιακό. Πιστεύει στη μοίρα και όχι στις αξίες. Βλέπει το είδωλο του αντικειμένου και όχι το αντικείμενο. Γι' αυτό είναι ανώφελο να ζητεί υπομονή. Τόσα χρόνια οι φίλοι του Ολυμπιακού δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να υπομένουν. Και κάτι άλλο, κόουτς. Με την «Υπομονή» καριέρα έκανε μόνο η Βουγιουκλάκη, που την τραγούδησε παρέα με τον μεγάλο Γρηγόρη Μπιθικώτση σε σύνθεση Σταύρου Ξαρχάκου και στίχους Αλέκου Σακελλάριου το 1965!