Ο Τεν Κάτε δείχνει να έχει επισημάνει τα ευαίσθητα σημεία της ομάδας του. Ο Παναθηναϊκός δείχνει να δυσκολεύεται στα ματς στα οποία οφείλει αυτός να έχει τον πλήρη έλεγχο του παιχνιδιού, να δημιουργεί φάσεις και να απειλεί. Σε στιγμές δημιουργίας πάλι, ο αριθμός των τερμάτων που επιτυγχάνει η ομάδα βρίσκεται σε απόλυτη δυσαρμονία με τις ευκαιρίες που έχει δημιουργήσει. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν του επιτρέπει να καθαρίζει τα παιχνίδια με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς να σπαταλά άσκοπα πολύτιμες δυνάμεις. Πρόβλημα επίσης είναι ότι η ομάδα αδυνατεί να ανταποκριθεί καθ' όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού στο συνεχές επιθετικό τέμπο που ονειρεύεται ο προπονητής της. Μοιραία κάνει κοιλιά και η ζημιά δεν αργεί να γίνει.

Οι μεγάλες εκτός έδρας νίκες του Παναθηναϊκού στην Ευρώπη, που ουσιαστικά του χάρισαν όχι μόνο τη μεγάλη πρόκριση αλλά και την κορυφή στον όμιλο, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο που τον αντιμετωπίζουν οι Eυρωπαίοι αντίπαλοι. Γνωρίζουν εκ προοιμίου ότι απέναντί τους έχουν μια ομάδα που ξέρει πώς να φέρει -ιδιαίτερα στις εκτός έδρας εμφανίσεις- το παιχνίδι στα μέτρα της, για να χτυπήσει την κατάλληλη στιγμή.

Οφείλονται επίσης στο γεγονός ότι στα παιχνίδια αυτά ο Παναθηναϊκός δεν χρειάζεται να δημιουργήσει. Δεν είναι αυτός που κρατά την μπαγκέτα του μαέστρου. Ξέρει να περιμένει οργανωμένα και με υπομονή, ώστε μόλις του δοθεί η ευκαιρία να μπει για να κλέψει το πολύτιμο «διπλό». Σε τέτοιου είδους ματς οι «πράσινοι» είναι πρυτάνεις.

Στην Ελλάδα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αυτός είναι η Ιντερ, αυτός η Βέρντερ, αυτός το φαβορί. Ο Τεν Κάτε με την πάροδο του χρόνου και την οδυνηρή απώλεια βαθμών κατάλαβε ότι έπρεπε να βάλει λίγο νερό στο κρασί του. Οτι ο επιθετικός ρυθμός στο ίδιο τέμπο επί 90 λεπτά, από όνειρο, εύκολα μεταμορφώνεται σε εφιάλτη. Εφηύρε τότε το σύστημα με τα τρία αμυντικά χαφ για να μπορεί στα κρίσιμα λεπτά να ελέγχει την αμυντική λειτουργία της ομάδας.

Τώρα ξέρει ότι ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Γνωρίζει επίσης ότι οφείλει να καλύψει τη διαφορά των 7 πόντων που τον χωρίζει από τον πρωτοπόρο. Στην προσπάθειά του να καλύψει το χαμένο έδαφος, χρειάζεται τρεις παίκτες στον άξονα. Και αυτό ζητάει.

Πρώτα απ' όλα έναν κεντρικό αμυντικό και όχι στόπερ. Εχει λόγο που το διευκρινίζει. Δεν θέλει έναν παίκτη στην καρδιά της άμυνας παραστάτη, που θα είναι χρήσιμος στο ψηλό παιχνίδι και στις στημένες μπάλες, αλλά κάποιον που θα μπορεί από τα μετόπισθεν να βγάλει την ομάδα μπροστά. Ετσι τα πολύτιμα αμυντικά χαφ δεν θα αναγκάζονται να γυρίζουν πολύ πίσω για να ζητήσουν μπάλα ή για να καλύψουν κενά. Στο κέντρο σε ρόλο επιτελικό θέλει έναν παίκτη που πρωτίστως θα ξεμαρκάρεται εύκολα και γρήγορα, ικανό να κάνει τη γρήγορη πάσα στον κενό χώρο, που θα μπορεί να κρατήσει το υψηλό τέμπο καθ' όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού και το κυριότερο δεν θα έχει σκαμπανεβάσματα στην απόδοσή του.

Οσο για τον επιθετικό, θέλει ένα σέντερ φορ περιοχής που θα τελειώνει τις φάσεις χωρίς φλυαρίες, που τη μισή ευκαιρία θα την κάνει γκολ πριν προλάβουν οι αντίπαλοι να καταλάβουν τι έχει γίνει. Το σχέδιο που καταστρώνει στο μυαλό του μοιάζει με ασκήσεις επί χάρτου. Το θέμα είναι αν διατίθενται στην αγορά τέτοιοι παίκτες Γενάρη μήνα.

ΑΟΡΑΤΕΣ ΠΑΡΕΕΣ

Ηταν μόνο ένα αστείο

«Ο Λουτσιάνο Ρε Τσεκόνι γεννήθηκε στο Νερβιάνο -στην ενδοχώρα του Μιλάνου- το 1948. Ο πατέρας του ήταν εργάτης και ο ίδιος βρήκε δουλειά στο εργαστήρι επεξεργασίας μετάλλων του εξαδέλφου του, αγωνιζόμενος παράλληλα στην τοπική ομάδα. Ενας μαχητικός μέσος που έκανε πολλά χιλιόμετρα στον αγωνιστικό χώρο (σπάνια σκόραρε, αλλά όταν το έκανε τα γκολ του ήταν συνήθως εντυπωσιακά), ο Ρε Τσεκόνι ήταν ψηλός και κατάξανθος.

Ξεκίνησε την καριέρα του στην Προ Πάτρια –παλαιότερα μεγάλος σύλλογος της Μπούστο Αρσίτσιο κοντά στο Μιλάνο- και στη συνέχεια μεταγράφηκε στη Φότζια, ομάδα της δεύτερης κατηγορίας. Εκεί γνώρισε τον μέντορά του, Τομάζο Μαεστρέλι. Ηταν ο προπονητής που άλλαξε την ιστορία της Λάτσιο, όταν μετακινήθηκε σε αυτή το 1972 παίρνοντας και τον Ρε Τσεκόνι. Μαζί κατέκτησαν το πρώτο πρωτάθλημα στην ιστορία του συλλόγου το 1973-74. Ο νεαρός μέσος που είχε 23 συμμετοχές στη δεύτερη σεζόν του στην ομάδα αποκαλέστηκε «Τσεκονέτσερ», αφού η ξανθιά του κόμη και η εν γένει εμφάνισή του έμοιαζε πολύ με του Γερμανού σταρ Γκίντερ Νέτσερ. Εγινε μέλος της εθνικής Ιταλίας με την οποία έπαιξε σε δύο αγώνες, και ήταν στην αποστολή για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, όπου έμεινε όμως στον πάγκο, αν και θα μπορούσε να αγωνιστεί πολύ περισσότερο.

Ο Ρε Τσεκόνι είχε παραδεχθεί πως δεν είχε ιδέα από πολιτική, ωστόσο του είχαν κολλήσει την ταμπέλα του φασίστα, εν μέρει λόγω της αγάπης του για τον αλεξιπτωτισμό, μια ασχολία που είχε συνδεθεί με την ακροδεξιά. Πλήρωνε επίσης την πολιτική έκφραση πολλών συμπαικτών του. Στη Λάτσιο ο Ρε Τσεκόνι είχε ενσωματωθεί στην ομάδα των Βορείων και ο καλύτερος φίλος του ήταν ο Λουίτζι Μαρτίνι, ο οποίος είχε εκφράσει πολλές φορές ακροδεξιές θέσεις. Οι δυο τους ήταν τόσο δεμένοι που τους αποκαλούσαν δίδυμους.

Στις 18 Ιανουαρίου του 1977 στις 7:30 το απόγευμα ο Ρε Τσεκόνι, ο συμπαίκτης του στη Λάτσιο Πιέρο Γκεντίν και ένας φίλος τους πήγαν να ρίξουν μια ματιά σε ένα κοσμηματοπωλείο που δεν απείχε πολύ από το κέντρο της Ρώμης. Ο Λουτσιάνο βρήκε την ευκαιρία να κάνει πλάκα. Βάζοντας τα χέρια του στις τσέπες, φώναξε: «Σταματήστε… Ληστεία»! Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, Μπρούνο Ταμποκίνι, που είχε γυρισμένη την πλάτη στους τρεις άνδρες, αρχικά τράβηξε ένα όπλο κάσι, το έστρεψε στον Γκεντίν, ο οποίος σήκωσε τα χέρια του ψηλά. Στη συνέχεια έκανε το ίδιο και προς τον Ρε Τσεκόνι, ο οποίος όμως δεν αντέδρασε με τον ίδιο τρόπο. Ο κοσμηματοπώλης δεν δίστασε να τον πυροβολήσει από κοντινή απόσταση. Σε μια εποχή που η Ιταλία μαστιζόταν από την τρομοκρατία και οι ληστείες ήταν καθημερινό φαινόμενο, πολλοί καταστηματάρχες είχαν πάρει τα μέτρα τους, βλέποντας την ανικανότητα της αστυνομίας να τους προστατέψει. Ο Ρε Τσεκόνι, πέφτοντας τραυματισμένος στο δάπεδο, ψέλλισε: «Ηταν μόνο ένα αστείο, ήταν αστείο». Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις. Μισή ώρα αργότερα απεβίωσε. Ηταν μόλις 28 ετών».

Μικρός, όταν προσπαθούσα να κοιμηθώ και από την υπερένταση ή το βάρος των μαθημάτων δεν με έπιανε ύπνος, έκλεινα τα μάτια κι έφτιαχνα διάφορες ιστορίες με πρωταγωνιστές ποδοσφαιριστές από αυτές που είχα διαβάσει στα περιοδικά. Τα βλέφαρά μου βάρυναν και έτσι χανόμουν στη μυθολογία του ονείρου. Τώρα με το βιβλίο του Χρήστου Σωτηρακόπουλου «Παιχνίδι δίχως όρια - Ποδοσφαιρικές στιγμές που έγραψαν Ιστορία» τα παιδικά μου όνειρα αλλά και πολλών ποδοσφαιρόφιλων έγιναν σελίδες που περιμένουν να τις ξεφυλλίσετε. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο από το να ξεφυλλίζεις ένα όνειρο. Από τις Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube