Γιατί δεν είχε η Εθνική μας περισσότερο κόσμο στο ματς με τη Μολδαβία; Πριν το ερώτημα καταντήσει βασανιστικό και το δεύτερο πιο δύσκολο να απαντηθεί από το αν υπάρχει ζωή μετά τον γάμο, απαντώ: και πάλι καλά να λέμε! Μια χαρά κόσμο είχε! Μη βιαστεί κανείς κοσμογυρισμένος σαν τον Γιώργο Καλαϊτζή, τον λαϊκό βάρδο της δεκαετίας του '70 που καβάλα στο δελφίνι τον κόσμο γύρισε, να μου κάνει συγκρίσεις με άλλες εθνικές ομάδες του εξωτερικού, γιατί το ποδόσφαιρο στην αλλοδαπή είναι ενταγμένο στη διασκέδαση των κατοίκων αυτών των χωρών. Στην Ελλάδα δεν είναι.
Η προσέλευση των 15.000 φιλάθλων στο ματς με τη Μολδαβία κρίνεται ικανοποιητική για δύο λόγους. Πρώτος: η Εθνική ομάδα έχει συγκεκριμένη διεισδυτικότητα ως προϊόν στην αγορά και στην παρούσα φάση την έχει εξαντλήσει. Από το 2004 και μετά ο κόσμος έχει χορτάσει Εθνική ποδοσφαίρου, χωρίς αυτή να μπορεί να ανταποκριθεί πάντα θετικά στη μεγάλη προσφορά. Μετά τον θρίαμβο ακολούθησαν δύσκολες μέρες και νύχτες, με αποτέλεσμα το προϊόν να ξεφτίσει. Σε αυτό βοήθησαν και οι πρόσφατες απογοητευτικές εμφανίσεις μας στο τελευταίο Euro.
Οταν μιλάω για αγορά αναφέρομαι σε αυτή της πρωτεύουσας, στην οποία η ΕΠΟ έριξε το μεγαλύτερο βάρος. Στη μητρόπολη πλέον η Εθνική δεν πουλά όπως στη μετά Πορτογαλία εποχή. Εγινε μόδα, έγινε trendy, δεν κατάφερε όμως να γίνει συνήθεια και τώρα τρώει από τα έτοιμα. Τα έτοιμα λοιπόν δεν μπορούν να είναι παραπάνω από 15.000-18.000 σε κάθε παιχνίδι που δεν θεωρείται πρώτης γραμμής. Στα μεγάλα ματς, όπως αυτό σήμερα με την Ελβετία στο «Γ. Καραϊσκάκης», θα γεμίζει. Στα υπόλοιπα όχι.
Την αγορά της περιφέρειας που διψά για εθνική κατανάλωση θα έπρεπε να χτυπήσει η ΕΠΟ, αλλά δεν το έκανε, όπως η ίδια ισχυρίζεται, για να μη δυσαρεστήσει τον Ρεχάγκελ. Στην Πάτρα, στο Ηράκλειο, στον Βόλο, γιατί όχι στα Γιάννενα, η Εθνική μας θα έπαιζε σε γεμάτα γήπεδα. Ακόμη και στη Θεσσαλονίκη, παρ' όλο που για την πόλη μου διατηρώ επιφυλάξεις για λόγους οπαδικούς. Μια και αναφέρθηκα στους οπαδούς, πάμε στον δεύτερο λόγο: τις εθνικές ομάδες παντού τις παρακολουθούν φίλαθλοι που αγαπούν γενικότερα το ποδόσφαιρο ή οπαδοί που διατηρούν έντονα τα χαρακτηριστικά του φίλαθλου πνεύματος. Αυτοί, δηλαδή, που στο τέλος ενός ματς με το κασκόλ στον λαιμό θα χειροκροτήσουν τον αντίπαλο.
Στην Ελλάδα οι περισσότεροι που γουστάρουν να δουν μπάλα το γήπεδο το έχουν κόψει. Το θέαμα αναφέρεται αυστηρά σε οπαδούς. Οι λίγοι που επιμένουν να τραβιούνται επιλέγουν παιχνίδια και κάποιοι από αυτούς διόλου απίθανο να παρακολουθούν και την Εθνική. Αποτελούν όμως τη μειονότητα. Από τη στιγμή που κόβεις μια συνήθεια όπως το γήπεδο δύσκολα θα την αναστήσεις με τον ρυθμό που κυριαρχεί στις μέρες μας.
Οι οπαδοί του σήμερα, από την άλλη, πρώτα αγαπούν την ομάδα τους και μετά το ποδόσφαιρο. Πρώτα ανακάλυψαν το «κόκκινο», το «πράσινο», το «κίτρινο», το «μαύρο» και μετά το άθλημα. Αν στην Εθνική δεν αγωνίζονται παίκτες από την ομάδα τους, το ενδιαφέρον τους αγγίζει θερμοκρασίες Αλάσκας το καταχείμωνο. Τι να δουν; Οταν τόσα χρόνια και με τόση επιμέλεια φτιάχναμε οπαδούς-στρατούς, τους καλομαθαίναμε και τους διευκολύναμε, πώς να έχουμε απαίτηση να γίνουν ξαφνικά αγνοί φίλαθλοι;
«Kill the poor»
Η παγκόσμια οικονομική κρίση δεν χτυπάει μόνο τις χώρες που λογίζονται πλούσιες κι έχουν λεφτά. Χτυπάει κι εκείνες που δεν έχουν και βολοδέρνουν στη ζώνη των λεγόμενων «αναπτυσσόμενων χωρών» -εκεί, δηλαδή, που η φτώχεια είναι καθημερινό βίωμα και δεν ενέσκηψε τώρα. Ο κ. Ντάγκλας Αλεξάντερ, στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας, υπεύθυνος για θέματα παγκόσμιας ανάπτυξης, δήλωσε χθες στην ετήσια σύνοδο που γίνεται στην Ουάσινγκτον ότι υπάρχει φόβος οι πλουσιότερες χώρες, μέσα στην προσπάθειά τους να «μαζέψουν» τα οικονομικά τους, να μην είναι συνεπείς στις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει για την ενίσχυση των αναπτυσσόμενων χωρών «και να δούμε τότε μια δραματική ολίσθηση των χωρών αυτών ακόμα πιο βαθιά στη φτώχεια». Aπό τη στήλη «Το Αναγνωστικό της τελευταίας σελίδας» του Χρήστου Μιχαηλίδη στην «Ελευθεροτυπία». Ευτυχώς που φιλοξένησε τις δηλώσεις του Ντάγκλας Αλεξάντερ, γιατί ήμουν έτοιμος να ξεσαλώσω με το «Kill the Poor» των Dead Kennedys.
Οι αντάρτες πόλεων επιστρέφουν
Αντρέας Μπάαντερ (Μόριτς Μπλαϊμπτρόι): ηγετικό στέλεχος της RAF και ο μόνος από τα ηγετικά στελέχη χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση. Βρέθηκε νεκρός στο κελί του τη «Νύχτα του Θανάτου» σε ηλικία 34 ετών μαζί με τη σύντροφό του, Γκούντρουν Ενσλιν, και τον Γιαν Καρλ Ράσπε, ηγετικά στελέχη της οργάνωσης.
Ουλρίκε Μάινχοφ: δημοσιογράφος με μεγάλη μόρφωση και μητέρα δύο δίδυμων κοριτσιών, η οποία το 1970 βοήθησε τον Μπάαντερ να δραπετεύσει. Από πολλούς η δραπέτευση αυτή συνδέεται με τη γέννηση της RAF. Παράτησε την ήσυχη ζωή για χάρη της ένοπλης δράσης. To 1976 σε ηλικία 42 ετών βρέθηκε απαγχονισμένη στο κελί της. Είχε δηλώσει: «Διαμαρτυρία είναι όταν λέω πως αυτό δεν με ευχαριστεί. Αντίσταση είναι όταν βεβαιώνομαι πως αυτό που δεν με ευχαριστεί δεν θα υφίσταται ποτέ ξανά».
Αυτοί είναι οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας «Σύμπλεγμα Μπάαντερ-Μάινχοφ», η οποία έχει διχάσει τη Γερμανία επειδή διαπραγματεύεται τη δράση της «Φράξιας Κόκκινος Στρατός», πιο γνωστής ως RAF.
Το φιλμ θα αποτελέσει την επίσημη συμμετοχή της Γερμανίας για το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο εξηντάχρονος πολυβραβευμένος σκηνοθέτης Ούλι Εντελ, το δε σενάριο και η παραγωγή ανήκουν στον Μπερντ Αϊχινγκερ, γνωστό από προηγούμενες δουλειές του, όπως «Η Πτώση», «Το Ονομα του Ρόδου», «Το Αρωμα».
Ο Αϊχινγκερ βάσισε το σενάριό του στο ομότιτλο βιβλίο του Στέφαν Αουστ που διετέλεσε διευθυντής στο ευρείας κυκλοφορίας γερμανικό εβδομαδιαίο πολιτικό περιοδικό «Der Spiegel».
Για πρώτη φορά ταινία επιλέγει για πρωταγωνιστές ηγέτες τρομοκρατικής οργάνωσης και διαπραγματεύεται τη δράση των ανταρτών πόλης που δίχασαν τον κόσμο αλλά και την Αριστερά τη δεκαετία του 1970.