Παρατηρούσα τα πρόσωπα των οπαδών της Λίβερπουλ τα τελευταία κρίσιμα λεπτά του ημιτελικού της Τρίτης. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν μιας κάποιας ηλικίας, πράγμα που σημαίνει ότι το μάτι τους έχει χορτάσει αγώνες, ταξίδια, τίτλους, διακρίσεις, περιπέτειες. Κάποιοι έτρωγαν τα δάχτυλά τους, άλλοι το κασκόλ τους, άλλοι το καπέλο τους, μερικοί φαίνονταν δακρυσμένοι. Δεν είναι και λίγο για μία ομάδα, όπως η Λίβερπουλ, να περιμένει 20 ολόκληρα χρόνια για να φτάσει στον τελικό της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης της Ευρώπης.
Το σφύριγμα της λήξης τούς βρήκε να ουρλιάζουν, να τραγουδούν τον ύμνο της ομάδας, να αγκαλιάζονται, να πετούν στα ουράνια. Η μεγάλη στιγμή έφτασε. Είμαι σίγουρος για τα συναισθήματά τους. Μπορώ να τους καταλάβω, αφού και εγώ ως φίλος της Λίβερπουλ που ζω μακριά από τα στέκια τους και την πόλη τους, περίμενα αυτή τη στιγμή ως μάννα εξ ουρανού. Δεν είναι δα και λίγες οι φορές που απογοητευμένος μονολογούσα πως θα περάσουν ακόμα πολλά χρόνια μέχρι να φτάσουν οι «κόκκινοι» σε έναν τελικό Πρωταθλητριών.
Κάτι μου λέει όμως ότι πέρα από τη χαρά και την ικανοποίηση για τη συμμετοχή της ομάδας τους στον τελικό, αυτοί οι δύσκολοι ή απαιτητικοί, αν θέλετε, οπαδοί αποκλείεται στο πίσω μέρος του μυαλού τους ή και σε ένα σημαντικό κομμάτι της καρδιάς τους να είναι ευχαριστημένοι με την μπάλα που παίζει η ομάδα τους. Θεωρώ τεράστιο επίτευγμα αυτό που κατάφεραν οι ξένοι, από κάθε άποψη προπονητές, οι οποίοι δουλεύουν στις μεγάλες αγγλικές ομάδες. Το να τους επιβάλλουν δηλαδή τον αυτοσκοπό της νίκης. Πίστευα ότι δεν θα το κατάφερναν ποτέ, αφού η νοοτροπία των Αγγλων είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους. Κι όμως, έγινε και αυτό. Είχαν μείνει οι ομάδες τους τόσο πίσω σε τίτλους (συνέβαλε σε αυτό και ο πενταετής αποκλεισμός τους), που αναγκάστηκαν για να ξαναμπούν στο κόλπο να πουλήσουν την ψυχή τους στο διάβολο.
Τα χρόνια πέρασαν και οι ομάδες αλλάξαν τον τρόπο παιχνιδιού τους, αλλά θεωρώ αδύνατο όλοι αυτοί, που έβλεπαν την Τρίτη το βράδυ στο «Ανφιλντ» και είχαν την τύχη να θαυμάσουν τη Λίβερπουλ των περασμένων δεκαετιών, να μην έχουν μια συγκεκριμένη αισθητική. Οταν έχεις δει τον Κίγκαν, τον Νταλγκλίς, έχεις χειροκροτήσει τον Κένεντι, τον Ρας, τον Χάνσεν, παλαιότερα τον Χιουζ και ταυτόχρονα τόσους άλλους, είναι αδύνατο να μην αγαπάς το καλό ποδόσφαιρο. Το χειρότερο από όλα είναι να σου επιβάλλουν να αλλάξεις για το καλύτερο, χωρίς να ξέρεις ποιο είναι αυτό. Ο Μουρίνιο είπε την Τρίτη τη μισή αλήθεια. Οτι δεν κέρδισε η ομάδα που έπαιξε καλύτερα. Είχε απόλυτο δίκιο. Οπως δίκιο έχει αυτός, που ισχυρίζεται ότι στο τωρινό Τσάμπιονς Λιγκ η μισή αλήθεια φτάνει για να το κατακτήσεις.