Ο Lou Reed στον ύμνο του στην ασωτία «Walk on the wild side» τραγουδά: «Little Joe never once gave it away, everybody had to pay and pay». To κάθε πράμα λοιπόν έχει την τιμή του και για οτιδήποτε πράττεις ή δεν πράττεις πληρώνεις το τίμημα. Ολα όμως κοστολογούνται, τόσο με την ευρεία όσο και με τη στενή ερμηνεία του ρήματος κοστολογώ. Αλλη η τιμή του Χριστοδουλόπουλου κι άλλη του Αβραάμ. Αλλη επίσης του Τζεμπούρ, που ζητάει το κάτι παραπάνω με το σκεπτικό ότι για να δώσουν στον Λάζαρο 2,2 εκατ. ευρώ για να βγει από τον ποδοσφαιρικό τάφο του και να περπατήσει προς Παιανία μεριά, αυτός, ως δεύτερος σκόρερ του περσινού πρωταθλήματος, λογικά θα πρέπει να τσεπώσει πιο πολλά.
Το θέμα όμως δεν είναι η αρχική τιμή, αλλά η διαπραγμάτευση. Εκεί παίζονται όλα. Δεν είδατε αυτές τις μέρες τι έγινε με τον Γιώργο Μυλωνά; Οι λυτρατζήδες που απήγαγαν τον πρόεδρο των Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδας ζήτησαν το ποσό των 30 εκατ. ευρώ. Πόσα να ζητήσουν, όταν ο Αϊμάρ χωρίς να έχει παίξει μπάλα τον τελευταίο χρόνο κοστολογείται περίπου 8 εκατομμύρια; Από την άλλη δεν ήθελαν να κάνουν ρεζίλι και τον βιομήχανο ότι δεν πιάνει τα λεφτά του κι ότι προτίθενται να τον παραδώσουν κοψοχρονιά. Επειτα όμως από σκληρές διαπραγματεύσεις 10 και πλέον ημερών και με τον πρόεδρο να αντέχει και να μην πιέζει να επιστρέψει σπίτι του, κατάφεραν με τα πολλά παρακάλια να τον παραδώσουν στην τιμή της απόσυρσης, δηλαδή για 11 και κάτι εκατομμύρια.
Καλά έκαναν, από το να τους μείνει στοκ προτιμότερο να τον δώσουν φθηνότερα. Οταν λοιπόν διαπιστώνεις ότι οι βιομήχανοι δεν έχουν στα δύσκολα να δώσουν 30 μύρια, τότε ειλικρινά παραδέχεσαι ότι η συλλογική σύμβαση που κατάφερε να πετύχει η ΓΣΕΕ στις διαπραγματεύσεις με τους εργοστασιάρχες είναι κάτι παραπάνω από επιτυχία. Οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι δύσκολα πλέον κινείται το χρήμα κι ότι στένεψαν σε όλους τους τομείς τα καταναλωτικά περιθώρια. Εδώ ο έμπορας, ο καλλιεργητής, ο άνθρωπος στην Κρήτη, στην περιοχή των Μαλάδων, πήγε μόνος του να μαζέψει τις φούντες. Αλλες εποχές, που το χρήμα έρεε άφθονο, θα έστελνε τον αλλοδαπό να τα πακετάρει. Αλλά τώρα κι αυτός σκέφτεται ότι, αν έχει να πληρώσει υπαλλήλους, το κόστος αυτό θα αναγκαστεί να το μετακυλήσει στον μαστούρη, που στην τελική δεν φταίει σε τίποτα.
Κι αυτός με τη σειρά του έξοδα έχει. Να αγοράσει χαρτάκια από τα μακριά, να αγοράσει τσιγάρα, από το πακέτο να φτιάξει καμία τζιβάνα, αλλιώς ατζιβάνωτο πώς να το καπνίσει, θα τον χαλάσει η πίκρα, να πάρει και μια σοκολάτα μετά να τον γλυκάνει και αν χρειαστεί να κεράσει και κανένα τσιγαριλίκι. Μάνι-μάνι τα πιάσαμε τα 10 ευρώ χωρίς την αρχική επένδυση στο μαστουροκεφάλαιο.
Γι’ αυτό σας λέω ότι τα λεφτά που δίνονται για Ελληνες παίκτες σε αυτή τη μεταγραφική περίοδο δεν είναι υπερβολικά. Να φροντίσουν μόνο οι πρόεδροι να κλείσουν όσους μπορούν πιο γρήγορα, γιατί ξέρετε πού θα πάει η τιμή του Αβραάμ και του Τζεμπούρ αν ανέβει κι άλλο το πετρέλαιο;
ΑΟΡΑΤΕΣ ΠΑΡΕΕΣ
Κεραμίδια από μηνύματα ειρήνης
«Ο Τίτο πέθανε για πρώτη φορά στις 4 Μαΐου 1980, στις 15:05. Τότε πέθανε όμως μονάχα το κορμί του και κάθε χρόνο, στις 4 Μαΐου στις 15:05, όλοι οι άνθρωποι σ’ ολόκληρο τον κόσμο και στο Διάστημα, εκτός από την Αμερική, τη Σοβιετική Ενωση και τον Δία, γιατί στον Δία δεν υπάρχουν συνθήκες ζωής, στέκονται προσοχή προς τιμήν του Τίτο. Οι σειρήνες ουρλιάζουν, τα αυτοκίνητα σταματούν κι εγώ σκαλίζω τη μνήμη μου να βρω κάποιο κατάλληλο θλιβερό τσιτάτο του Μαρξ, για να επισφραγίσω την ενός λεπτού σιγή και να εντυπωσιάσω κάποιον. Δεν μου ήρθε ποτέ κανένα.
Ο Καρλ Μαρξ δεν είχε γράψει ούτε ένα θλιβερό τσιτάτο. Μετά τον πρώτο θάνατό του, ο Τίτο πήρε μια βαλιτσούλα με λόγους και άρθρα, μετακόμισε στις καρδιές μας και έχτισε μια μεγαλοπρεπή βίλα από ιδέες. Ο παππούς Σλάβκο περιέγραφε τη βίλα μ’ αυτόν τον τρόπο: οι τοίχοι αποτελούνται από οικονομικά προγράμματα, τα κεραμίδια από μηνύματα ειρήνης και μέσα από τα κόκκινα παράθυρα βλέπεις σε έναν κήπο με παπαρούνες, ανθισμένα συνθήματα για το μέλλον κι ένα πηγάδι, απ’ όπου μπορείς να βγάλεις δάνεια. Με τα χρόνια όλο και περισσότεροι άνθρωποι έκαναν ό,τι ήθελαν και ενδιαφέρονταν όλο και λιγότερο για τις ιδέες του Τίτο κι αν κανείς δεν ενδιαφέρεται για μια μικρή ιδέα τότε η ιδέα είναι νεκρή.
Ετσι πέθανε ο Τίτο για δεύτερη φορά. Ομως ακόμα ζούσε στα άρθρα των εφημερίδων και στα βιβλία. Σε λίγο όμως ήταν σωστό να μην έχεις αυτά τα βιβλία και να μην έχεις διαβάσει αυτά τα ποιήματα. Μετά έγινε ακόμα πιο σωστό να βάζεις τα βιβλία στα ράφια όπου έβαζες παλιά τα απαγορευμένα βιβλία και κάποτε έγινε ακόμα πιο σωστό να γράφεις ο ίδιος άρθρα και βιβλία που παλαιότερα θα ήταν απαγορευμένα».
Το μικρό αυτό κείμενο-απόσπασμα φιλοξενήθηκε στη σελίδα του Ανταίου Χριστοστομίδη στην «Κυριακάτικη Αυγή». Είναι από το τελευταίο βιβλίο του 30χρονου Βόσνιου συγγραφέα Σάσα Στάνισιστς, με τίτλο «Πώς επισκευάζει ο στρατιώτης το γραμμόφωνο», στο οποίο διηγείται την επιστροφή του στην πατρίδα ύστερα από απουσία 10 χρόνων. Ο τίτλος είναι συμβολικός. Το χαλασμένο γραμμόφωνο παραπέμπει στον κερματισμό της πολυφωνικής Γιουγκοσλαβίας, όπου κάποτε το διαφορετικό δεν ενοχλούσε παρά ελάχιστους. Ενα βιβλίο πολύ συγκινητικό και πολύ ανθρώπινο. Μέχρι σήμερα τα δικαιώματά του έχουν πουληθεί σε 23 χώρες. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μίνωας, σε μετάφραση του Κώστα Κοσμά (www.minoas.gr).