Οι δημοσιογράφοι -όσοι από αυτούς γνωρίζουν τα κακώς κείμενα- λένε πως αδυνατούν να μιλήσουν λόγω στοιχείων. Οι φίλαθλοι και οι οπαδοί κατηγορούν συχνά-πυκνά τους δημοσιογράφους ότι δεν λένε και δεν γράφουν αυτά που πρέπει (ποια είναι αυτά, ο Θεός κι η ψυχή τους) και όταν οι δημοσιογράφοι βρίσκουν κάτι έξυπνο να απαντήσουν, οι οπαδοί τα παίρνουν στο κρανίο φωνάζοντας με οργή: «Αυτά να πας να τα πεις εκεί που ξέρεις». Ξαναρωτά ο δημοσιογράφος: «Πού, ρε φίλε;». «Ξέρεις εσύ», είναι η απάντηση.
Οι παίκτες με τη σειρά τους είναι το ίδιο συγκεκριμένοι. «Θα τα πω όταν κρίνω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή», δηλώνουν. Υπάρχει και παραλλαγή: «Δεν μιλάω για να μη δημιουργήσω πρόβλημα». Ή το πιο ανατρεπτικό: «Ολοι ξέρετε τι γίνεται, αλλά δεν μιλάει κανείς».
Αφού δεν μιλάει κανείς, μήπως να μιλήσουν οι πρόεδροι; Αυτοί, μάλιστα. Στις δηλώσεις τους η μία αποκάλυψη διαδέχεται την άλλη σαν κόλες φωτοτυπικού μηχανήματος. «Ξέρετε ποιον εννοώ, μη με ρωτάτε περισσότερα. Κύριοι, δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα. Γνωρίζετε πολύ καλά σε ποιους αναφέρομαι». «Στη θειά μου τη Μέλπω», απαντώ κι εγώ κι ας έρθει κάποιος να μου πει ότι κάνω τον βλάκα. Και αν τον κάνω, ρωτάω με τη σειρά μου γιατί τον κάνω με λιγότερη επιτυχία από όλους αυτούς που αναλώνονται σε τέτοιου είδους δηλώσεις. Να ξεκαθαρίσουμε κάτι σε αυτή την ποδοσφαιρική παρτούζα που φαίνεται να έχουμε μπλέξει όλοι. Δεν είναι δουλειά των δημοσιογράφων να καθαρίσουν το μιαρό ελληνικό ποδόσφαιρο. Με αυτό το καθήκον είναι επιφορτισμένοι όλοι αυτοί που επαγγελματικά ασχολούνται με το άθλημα. Καθήκον των δημοσιογράφων είναι να σταθούν αρωγοί σε αυτή την προσπάθεια όταν και όποτε γίνει, φέρνοντας στο φως τα όποια αποκαλυπτικά γεγονότα υπάρχουν. Οπως, εξάλλου, δεν είναι δουλειά των ποδοσφαιριστών να ασχοληθούν με τους δημοσιογράφους -αν υπάρχουν τέτοιοι- που τα παίρνουν από δέκα μπάντες, υπηρετώντας σκοτεινά συμφέροντα.
Σε μια Ελλάδα, λοιπόν, που το προσωρινό γίνεται μόνιμο και το ασαφές συγκεκριμένο και λόγος για σοβαρή συζήτηση, η απαξίωση έχει κάθε λόγο να τρίβει τα χέρια της.
«Ζω στο πετσί μου πολλά χρόνια αυτή την κατάσταση», δήλωσε αγανακτισμένος ο Λυμπερόπουλος. Μαζί του! Τον στηρίζω μέχρις εκεί που δεν φαντάζεται. Αλλά ποιος φταίει γι' αυτό, φίλε μου Νικόλα; Η δήλωσή του φανερώνει ανοχή και ο σκληρός κανόνας λέει ότι όποιος ανέχεται στο τέλος υποκύπτει. Λίγοι είναι οι ποδοσφαιριστές σαν τον Λυμπερόπουλο στην Ελλάδα που απολαμβάνουν το κύρος και τον σεβασμό όλων των φιλάθλων. Ας βγει κι ας τα πει. Και όποιος του την πέσει, εμείς από δίπλα.
Πριν πει, όμως, οτιδήποτε ας περάσει πρώτα από τον κοντινότερο καθρέφτη. Ας σταθεί απέναντί του και ας επαναλάβει τη δήλωση «είμαστε εδώ και βλέπουμε για μία ακόμα φορά την ΑΕΚ να αντιμετωπίζεται σαν μικρή ομάδα. Αυτή είναι η αλήθεια». Δεν διαφωνώ, αλλά δεν μπορώ να μην προσθέσω ότι πριν προλάβουν άλλοι να μικρύνουν την ΑΕΚ -τους οποίους οφείλει να ονοματίσει-, πρόλαβαν οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές της ομάδας να τη μικρύνουν με τις απανωτές «τεσσάρες» που έπεσαν βροχή. Γι' αυτό, λοιπόν, καλό είναι να ξεκινήσουμε από τα βασικά. Να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας αυστηρά και με απόλυτη ειλικρίνεια τι είναι αλήθεια και τι όχι. Ετσι, θα βρούμε τη δύναμη να γίνουμε αποκαλυπτικοί και οι αποκαλύψεις μας τότε θα πιάσουν τόπο.
Πρόχειρο ΤΕΤΡΑΔΙΟ
Εκπομπές για βιβλία; Τρελοί είστε, μωρέ;
Διαβάζω στην «Ελευθεροτυπία»:
«Η μόνη εκπομπή με συνέχεια -κι αυτή μετ' εμποδίων- είναι το "Αξιον Εστί" του Βασίλη Βασιλικού, ΕΤ3, Σάββατο, 18:30. Τα "Βιβλία στο κουτί", με την Κατερίνα Σχινά και τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, έχουν ριχτεί από την ΕΤ1 Τετάρτη μεσάνυχτα. Οι "Κεραίες της εποχής μας", με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη και τη Μικέλα Χαρτουλάρη, προβάλλονται επίσης όποτε λάχει, ενώ η μικρή σειρά "Από τη μεριά του Μπερνάρ Πιβό" προβλήθηκε άπαξ και ξόφλησε. Ας προστεθεί ότι περιστασιακά παρουσιάζονται κάποιοι λογοτέχνες από τις εκπομπές "Η ζωή είναι αλλού", της Εύης Κυριακοπούλου, "Εχει γούστο", της Μπήλιως Τσουκαλά και "Παρασκήνιο". Και να 'μαστε και ευχαριστημένοι».
Απόλυτα ευχαριστημένοι! Η κρατική τηλεόραση εκπλήρωσε το καθήκον της στο ακέραιο. Σύμφωνα με το καταστατικό της, είναι υποχρεωμένη να προάγει τον πολιτισμό και την παράδοση. Ομως δεν αναφέρει ούτε ώρες ούτε ποσότητα. Συνεπώς, γιατί τόση γκρίνια; Στο κάτω κάτω της γραφής, οι εκπομπές αυτές δεν είναι εμπορικές. Τώρα πώς βρήκαν τρόπο άλλα κανάλια στο εξωτερικό και μάλιστα ιδιωτικά (βλέπε ARTΕ) να δημιουργήσουν εκπομπές για το βιβλίο καθόλου μίζερες και συγχρόνως εμπορικές, αυτό να πάτε να το ρωτήσετε στους ίδιους. Η δημόσια τηλεόραση προτιμά να παίζει αργά τη νύχτα telemarketing μπας και τσιμπήσει κανένα ευρώ από το να παρουσιάζει την αβάσταχτη από κάθε άποψη αγωνία του κάθε κουλτουριάρη δημιουργού. Από την άλλη, έχει κρίνει ότι πολιτισμός είναι η Γιουροβίζιον και όλα αυτά τα κουνιοτράμπαλα που συμμετέχουν. Φέρνουν λεφτά και τηλεθέαση, οπότε η συμβολή στον πολιτισμό υπάρχει. Αλλο αν δεν τη βλέπετε εσείς.
ΑΟΡΑΤΕΣ ΠΑΡΕΕΣ
Η απελπισία ξεκινά από το σχολείο
Το πρώτο βιβλίο που με συγκίνησε πραγματικά ήταν δικό της. «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου». Ακόμα θυμάμαι τα μάτια μου υγρά, να θολώνουν στην ανάγνωση του κειμένου. Κάθε τόσο έσκυβα και μύριζα τις σελίδες του βιβλίου. Η μυρωδιά του χαρτιού που ανάβλυζε έντονη με έπαιρνε μαζί της και με οδηγούσε όλο και πιο βαθιά στο βασίλειο της πλοκής. Δεν ξέρω, ούτε είμαι έτοιμος να συμφωνήσω απόλυτα με την άποψη ότι τα βιβλία της Αλκης Ζέης είναι γραμμένα για παιδιά. Είναι γραμμένα από μια παιδική ψυχή. Αυτό αισθανόμουν εγώ κάθε φορά που τη διάβαζα. Μια ψυχή αυθόρμητη, αγνή, πηγαία, που θεωρώ αδύνατον να μη σε αγγίξει. Να γιατί δικαιούται να δηλώνει με πάθος πως «στα παιδιά μπορείς να μιλήσεις για οποιοδήποτε θέμα: τα ναρκωτικά, το AIDS, τη βία, την οικολογία. Αρκεί να βρεις τον τρόπο».
Η ψυχή αυτή συμπλήρωσε 83 χρόνια ζωής αποτυπωμένα με σοφία και συναίσθημα σε σύμφωνα και φωνήεντα έτοιμα να διαβαστούν. Πρόσφατα επανακυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κέδρος «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», το μοναδικό βιβλίο της, σύμφωνα με τους «ειδικούς», που γράφτηκε για ενήλικους. Η Αλκη Ζέη μίλησε στον Βασίλη Καλαμάρα στην «Αλλη όψη» της «Σαββατιάτικης Ελευθεροτυπίας».
Για τη Σοβιετική Ενωση, που την έζησε από κοντά:
«Είχαμε εξιδανικεύσει ό,τι υπήρχε στη Σοβιετική Ενωση. Ενώ εάν είχαμε επιλέξει τον αντίθετο δρόμο, θα είχε βαθύνει το βλέμμα μας και δεν θα είχε τόσο εύκολα καταρρεύσει η πίστη μας. Δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τα αρνητικά αποτελέσματα μιας επανάστασης, γι' αυτό όταν ήρθε η ώρα της απαξίωσής της, επήλθε μέσα μας η τέλεια κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Υπήρχαν πάρα πολλά θετικά, αλλά δεν ξέραμε πόσα αρνητικά ήταν τροχοπέδη στην εξέλιξη. Στο 20ό Συνέδριο του 1955 ήταν εμφανές ότι με τον ερχομό του Χρουστσόφ είχαμε πολλές ελπίδες ότι τα αρνητικά θα βελτιωθούν. Τι τα θέλετε, όμως; Ανοιξε μία πόρτα και ξανάκλεισε. Τα διηγήματά μου, τα οποία έδινα να δημοσιευτούν σε σοβιετικά περιοδικά, δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ! Σκεφτόμουν ότι θα τους άρεσαν, διότι δεν είχαν τίποτα το επιλήψιμο για τη Σοβιετική Ενωση. Θα έλεγα ότι ήταν μάλλον με αγάπη γραμμένα για το καθεστώς».
Για τους νέους και τα κοινά χαρακτηριστικά τους:
«Θεωρώ απόλυτα φυσικό ότι σήμερα δεν μπορούν να εμπιστευθούν το πρόσωπο κανενός πολιτικού, διότι χάθηκε η πίστη. Τα νέα παιδιά που παθιάζονται με την οικολογία, την επιλέγουν διότι θέλουν με κάτι να παθιαστούν, μια και δεν βρίσκουν μια ιδεολογία. Είναι μια πολιτική διέξοδος.
Μία πλευρά των παιδιών τάσσεται με την κοινωνία της κατανάλωσης. Μια άλλη ξεδίνει με κιθάρες και μουσική και βλέπει με βαθύ τρόπο τη ζωή. Βλέπω τον εγγονό μου να μοιράζεται ένα αυτοκίνητο με την αδελφή του και τη μητέρα του, διότι αν πάρουν ένα δεύτερο θα μολύνουν το περιβάλλον».
Και κλείνει με ένα απόφθεγμα:
«Σήμερα όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί. Ολα είναι απελπισία κι αυτή η απελπισία ξεκινά από το σχολείο. Μετά τη δευτέρα Γυμνασίου τα παιδιά τα χάνεις. Ολο το λάθος αρχίζει από την εκπαίδευση. Αν το παιδί έχει άγχος από το Δημοτικό, τι θα γίνει μετά;».