Οι πιθανότητες ακολουθούν σαν πιστά σκυλιά τη λογική. Και οι πιθανότητες ο Ολυμπιακός να δεχθεί ένα γκολ δεν είναι λίγες. Ενα γκολ που διόλου απίθανο να αποβεί μοιραίο. Στην έδρα της αγωνίζεται η Τσελσι, η ποιότητα των ποδοσφαιριστών της είναι γνωστή, θα έχει την πρωτοβουλία, την κατοχή, θα δημιουργήσει τις φάσεις, οπότε λογική κατάληξη όλων αυτών είναι να σκοράρει τουλάχιστον μία φορά.
Αυτά λέει η λογική. Η φαντασία, όμως, νόθο τέκνο της αισιοδοξίας, ελπίζει ότι όλα θα γίνουν διαφορετικά. Σε κάποια στιγμή που το «Στάμφορντ Μπριτζ» θα βράζει και ο Ολυμπιακός ταμπουρωμένος θα αποκρούει τις μαζικές επιθέσεις των βαρβάρων με την ίδια παλικαριά που απέκρουε ο Παπαφλέσσας τις ορδές του Ομέρ Βρυώνη, θα πάρει την μπάλα ο Ντομί, θα ξεχυθεί στα αντίπαλα καρέ, θα περάσει το τόπι κάτω από τα πόδια του Τέρι και πριν προλάβει ο Τσεχ να του κλείσει τον δρόμο, θα την τσιμπήσει με το μυτάκι του αριστερού ποδιού και θα τη στείλει εκεί που μόνο σκυφτός μπορείς να τη μαζέψεις. Για ένα δευτερόλεπτο θα έχεις την αίσθηση ότι οι φίλαθλοι στο «Στάμφορντ Μπριτζ» είναι βαλσαμωμένοι.Ο Ντομί θα τρέξει προς την κερκίδα των φανατικών της Τσέλσι, θα φέρει τον δείκτη στα χείλη και μετά θα σηκώσει τη φανέλα για να αποκαλύψει το t-shirt του με τη φωτογραφία του Ομπάμα, που θα γράφει: «Εσύ κανόνισε τη Χίλαρι και εγώ την Τσέλσι!». Πριν προλάβουν να γίνουν μαζί του ένα κουβάρι οι παίκτες του Ολυμπιακού, ο Ντομί θα αρχίσει τις τούμπες, έχοντας υπολογίσει την απόσταση, μια και το τελευταίο σάλτο θα τον φέρει μπροστά στην κάμερα της αγγλικής τηλεόρασης. Θα κολλήσει τότε τη μούρη του στον φακό και θα ουρλιάξει: «Λουά Λουά c'est moi!». Την άλλη μέρα η «Sun» θα κυκλοφορήσει με τη φωτογραφία του Ντομί στο πρωτοσέλιδό της τη στιγμή που πλασάρει τον Τσεχ και ο υπέρτιτλος θα γράφει: «Domi’s left foot kill Chelsea!».
Απίθανο; Κι όμως, όλα μπορεί να συμβούν σε αυτό το ματς. Μέχρι και να ζωντανέψει το σενάριο που μόλις διαβάσατε. Κι αυτό διότι η Τσέλσι μπορεί να είναι μια πολύ καλή ομάδα με μπαλαδόρους-πρώτα ονόματα, αλλά μεγάλη ομάδα με βαριά από την ιστορία φανέλα δεν είναι. Αν συνεχιστούν οι «αιμοδοσίες» του Αμπράμοβιτς και συνοδευτούν από ευρωπαϊκούς τίτλους, ίσως κάποτε να γίνει μεγάλη ομάδα, από αυτές που σε πιάνει δέος και τρέμουν τα πόδια σου, σαν τον πιτσιρικά στη διαφήμιση με τον Ρομπέρτο Κάρλος, όταν τις αντιμετωπίζεις.
Η Τσέλσι δεν είναι Λίβερπουλ, δεν είναι Μάντσεστερ, που όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν είναι ικανές να σηκώσουν το γήπεδο, ώστε να κατηφορίσει προς την πλευρά του αντιπάλου.
Αυτό οφείλουν να έχουν στο μυαλό τους οι παίκτες του Ολυμπιακού. Ακόμα και αν δεχθούν πρώτοι γκολ, δεν σημαίνει ότι η πρόκριση έχει χαθεί. Ας αντιδράσουν, όπως με τη Λάτσιο, τη Βέρντερ, τη Ρεάλ. Αφού κατάφεραν να γυρίσουν παιχνίδια με αυτές τις ομάδες, ακόμα και χωρίς Γκαλέτι και Λούα Λούα μπορούν να το επαναλάβουν με αντίπαλο την Τσέλσι.
Πρόχειρο ΤΕΤΡΑΔΙΟ
Θα το τρώγανε το παλικάρι
Το εμβληματικότερο στόμα της ροκ παραλίγο να σωπάσει για πάντα το 1969. Ετσι υποστηρίζει ντοκιμαντέρ του BBC Radio 4, στο οποίο πρώην πράκτορας του FBI εξομολογείται πως η διαβόητη οργάνωση των Hell's Angels προσπάθησε να δολοφονήσει τον Μικ Τζάγκερ προσεγγίζοντας το σπίτι του στο Λονγκ Αϊλαντ της Νέας Υόρκης από θαλάσσης.
Ομως μια καταιγίδα αχρήστευσε το σκάφος, αφήνοντάς τους μισοπέλαγα. Η απόπειρα έγινε ως αντίποινα για την απόφαση του Μικ να πάψει να έχει για προσωπικό ασφαλείας τους Αγγελους της Κόλασης μετά το μαχαίρωμα μέχρι θανάτου ενός νεαρού μαύρου στη συναυλία του Αλταμοντ, που ξεκίνησε ως συνέχεια του Γούντστοκ, για να γίνει το τέλος της χίπικης αθωότητας...
Στο τσακ τη γλίτωσε ο Μικ και το μαθαίνουμε τώρα, 39 χρόνια μετά. Γλίτωσε τόσες φορές από τα ναρκωτικά, θα τον έτρωγαν οι Αγγελοι της Κολάσεως; Οταν, λοιπόν, ξεσπάει μια καταιγίδα μην παραπονιέστε, γιατί μπορεί να σταθεί αφορμή να σωθεί κάποιος...
ΑΟΡΑΤΕΣ ΠΑΡΕΕΣ
Ενα παρά-παμ-παμ στεγνό!
Το αγαπημένο μου κομμάτι από τον Δήμο Μούτση είναι αυτό που λέει «η σούστα πήγαινε μπροστά κι ο μάγκας τοίχο τοίχο/δεν έτυχε τα χρόνια αυτά τίποτα να πετύχω» και βρίσκεται στον δίσκο του «Ο Αγιος Φεβρουάριος». Ο Μούτσης ύστερα από χρόνια μίλησε στον Δημήτρη Κοιλαλού του «LIFO»:
«Είχα βαρεθεί την αυστηρότητα του χώρου, που το πιο μοντέρνο πράγμα που άκουγες ήταν Ντεμπισί. Τότε γνώρισα ένα βράδυ στον "Μαγεμένο Αυλό" τον Γκάτσο. Του μίλησα για τον Βαμβακάρη και για το πόσο μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει η σκληρότητα της μουσικής του, η απλότητά της και το πόσο περίεργη ήταν στ' αυτιά μου μια μουσική χωρίς πολλά πολλά, χωρίς φιοριτούρες, μόνο ένα παρά-παμ-παμ στεγνό. Εκείνος μου έδωσε να καταλάβω πώς μπορούν δύο συνθέτες να γράφουν μουσική άλλης αξίας, αλλά ίδιας, μεγάλης ποιότητας.
Ηταν σαν να ήταν ο πατέρας μου ο Γκάτσος, σαν να έβλεπα την ίδια μου τη μούρη απέναντί μου. Ο Μάνος ο Χατζιδάκις, εντάξει, ήταν χαριτωμένος, αλλά δεν τον ενδιέφεραν και πολλά πράγματα πέρα από τον εαυτό του. Ετσι, σιγά σιγά τους έβαλα ν' ακούσουν τις μελωδίες που είχα γράψει σε ένα παλιό κασετόφωνο Philips, τους άρεσαν, βάλανε στίχους, ο Γκάτσος με γνώρισε στον Λαμπρόπουλο, πήγα στη Lyra, στην Columbia και άρχισαν να γίνονται οι δίσκοι.
Δεν θέλω να με ρωτάνε γιατί έβαλα το τάδε κόμμα στον τάδε στίχο, γιατί έχω χρησιμοποιήσει τη λέξη "διότι" και όχι τη λέξη "γιατί" ή πώς μου ήρθε κι έκανα το ντο δίεση και όχι ύφεση. Βαριέμαι. Εγραψα "Μια φυσαρμόνικα που κλαίει" γιατί αυτό μου 'ρθε κι άμα έλεγε "πάμε μια βόλτα το πρωί", δεν θα μου κόλλαγε και δεν θα μ' άρεσε. Δεν ξέρω πώς να σ' το εξηγήσω, αλλά τα λόγια μού έρχονται μαζί με τη μουσική δεμένα.
Κι όλη αυτή η ιστορία με τον "Αγιο Φεβρουάριο" και το τι κρύβεται από πίσω δεν είναι και τόσο ενδιαφέρουσα. Κάποιες συμπαθητικές μελωδίες είναι, που τις παίξανε κάποιοι άπειροι μουσικοί διότι έτσι θεωρούσα ότι έπρεπε, τις τραγούδησαν ο Μητροπάνος και η Σαλπέα με τον πιο απλό τρόπο και που κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για το αποτέλεσμα, μέχρι τότε που στο επεισόδιο με τον Κοεμτζή ο τραγουδιστής είπε αντί για τις "Βεργούλες", που του ζητήσανε, το "Ο Χάρος βγήκε παγανιά". Αυτό ήταν όλο. Χωρίς δεύτερα και τρίτα νοήματα.
Δεν πηγαίνω ποτέ στα μπουζούκια, διότι δεν αντέχω να ακούω τα τραγούδια μου από δημόσιους υπαλλήλους. Δεν πηγαίνω ποτέ να πιω σε μπαρ, διότι αν το ποτό είναι αυτοκτονία προτιμώ να το κάνω σπίτι μου. Επίσης, πάω κάνα σινεμά ή κάθομαι στο σαλόνι και ακούω τα "Νεκρά Παιδιά" του Μάλερ. Το ακούω μανιακά. Κάθε μέρα, κάθε μέρα, κάθε μέρα. Και όλο κάτι ψάχνω να βρω μέσα μου, ενώ ξέρω ότι απολύτως τίποτα δεν ψάχνω. Είναι αυτό που λέει κι ο Καρυωτάκης στους "Ιδανικούς αυτόχειρες". "Βέβαιοι πως τ' αναβάλλουν κατά βάθος". Και ίσως είναι κλισέ αυτό που θα πω, αλλά σήμερα όλα έχουν χάσει την ταυτότητά τους.
Τέχνη είναι αυτό που καταλαβαίνεις. Τίποτε άλλο. Αμα σε πάνε στον Παρθενώνα και δεν σ' αρέσει, κανένας δεν θα μπορέσει να σε πείσει ότι είναι όμορφος. Διότι όταν θα σου πουν ότι είναι από μάρμαρο, θα σκεφτείς ότι και τα σκαλιά της πολυκατοικίας σου είναι από μάρμαρο ή όταν θα σου πουν ότι είναι μεγάλος θα σκεφτείς ότι το Ολυμπιακό Στάδιο είναι μεγαλύτερο. Δεν υπάρχουν επιχειρήματα στην τέχνη.
Θα ήθελα να ήμουν λιγότερο αντιδραστικός. Να είχα την αίσθηση του χρόνου που έχω τώρα. Και θα ήθελα να μη λένε τα τραγούδια μου μπροστά μου. Να τα λένε όταν φεύγω...».