Παρακολουθούσαμε με τον Χρήστο Σωτηρακόπουλο στην τηλεόραση τον αγώνα που έγινε την Κυριακή στην Αγγλία, για τα θύματα του τσουνάμι. Ενα παιχνίδι ανάμεσα στους βετεράνους της Λίβερπουλ και σε καλλιτεχνικές προσωπικότητες. Μία μεγάλη γιορτή, ένα ποδοσφαιρικό πάρτι, από αυτά που δεν χάνονται! Εγώ βέβαια λέω άλλο. Μπορεί να πας σε μια γιορτή, να πιεις, να διασκεδάσεις ή έστω να περάσεις καλά και στο τέλος να φύγεις ξενερωμένος. «Εντάξει, δεν ήταν και κάτι το εξαιρετικό», λες στη συζήτηση που έχεις ανοίξει με τον εαυτό σου και το ξεχνάς. Υπάρχουν όμως φορές που πας κάπου, δεν πίνεις, δεν προσπαθείς να φτιαχτείς και όμως, όταν φτάνει η ώρα για να φύγεις, λες: «Αυτό ήταν γαμώτο; τελείωσε;». Νιώθεις δηλαδή μεθυσμένος και δεν φταίει το οινόπνευμα. Ολα γυρίζουν στο κεφάλι σου γλυκά και απλά τα ξαναζείς. Πολύ απλά, έτσι ένιωσα βλέποντας αυτό το παιχνίδι. Ολοι οι βετεράνοι της τεράστιας Λίβερπουλ πατούσαν και πάλι το χορτάρι του «Ανφιλντ». Ενα γήπεδο που το έκαναν γνωστό, ή καλύτερα θρύλο, τις δεκαετίες του 70 και 80 σε όλο τον πλανήτη Γη. Οι γλυκύτατοι με τις κοιλίτσες τους, τα γκρίζα τους μαλλιά και τις ρυτίδες να σκάβουν χρόνια στα πρόσωπά τους.

Να ρε ο Γκρόμπελαρ, το ίδιο σόουμαν, όπως ήταν και πιτσιρικάς. Στυλάρα ο Ρας, χωρίς μουστάκι, με κορμί εφήβου. Ο Νηλ, ο άνθρωπος που δεν απουσίασε ποτέ από κανένα μεγάλο τίτλο αλλά και διάκριση και αυτός «παρών». Δεν μοιάζει πολύ; Κοιτάξτε το βλέμμα του νικητή, γιατί αν σας μπερδεύει κάτι είναι τα μαλλιά του που έχουν πέσει. Να και ο Ολντριτζ, με κοιλιά που θα ταίριαζε περισσότερο σε έγκυο γυναίκα και δίπλα του ο Μέλμπι, στρουμπουλός όπως πάντα. Ο Χάνσεν, ο Τόμσον, που δεν έφυγε ποτέ ή μήπως έφυγε ο Φάουλερ, που αν και ακόμη εν ενεργεία, γύρισε σε ό,τι αγάπησε περισσότερο, με αφορμή αυτό το παιχνίδι. Δεν άργησα να τον βρω. Στεκόταν εκεί που τον άφησα, μικρό παιδί. Λίγο πιο πίσω από το κέντρο του γηπέδου. Ο Αλαν Κένεντι. Ο παίκτης που εμένα προσωπικά με βάφτισε Λίβερπουλ. Που όλα ξεκινούσαν από αυτόν και που σε 90 λεπτά αγώνα άκουγες το μυαλό του να δουλεύει σαν το μεγάλο εκκρεμές στον τοίχο του σαλονιού. Με το που ανέβαινε αυτός, ανέβαινε και ο ρυθμός των «κόκκινων». «Αρχισε να δουλεύει η μηχανή των Αγγλων», όπως άρεσε στον κ. Γιάννη Διακογιάννη να λέει. Δεν τον ήξερα τότε, αλλά μου έδινε την εντύπωση ότι χαμογελούσε. Στον πάγκο καθόταν για λόγους εθιμοτυπικούς (πάντα χρειάζεται ένας προπονητής) ο Κένι Νταγκλίς. Οταν σηκώθηκε να μπει, ανατρίχιασα. Ολόκληρο γήπεδο στο πόδι να χειροκροτεί τον παίκτη που τους ταξίδεψε, που τους έκανε υπερήφανους, που τους χάρισε στιγμές τέτοιες, που δύσκολα θα ζήσει άλλη ομάδα στη «Γηραιά Αλβιώνα». Και όμως αυτός είχε φύγει σαν παίκτης, γύρισε σαν προπονητής, ξαναέφυγε, περιπλανήθηκε στους κύκλους που φτιάχνει ο χρόνος, αλλά για όλους στο «Ανφιλντ» ο Σκωτσέζος παραμένει ζωντανό κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας τους. Πως μπορεί να γίνει ένα τέτοιο παιχνίδι στην Ελλάδα αναρωτιόμασταν με τον Σωτηρακόπουλο. Οχι γιατί ανήμερα Πάσχα, μια που οι Καθολικοί γιόρταζαν την Κυριακή που μας πέρασε, θα ήταν αδύνατο να γέμιζε ελληνικό γήπεδο. Αλλά ποιοι σέβονται την ιστορία τους, για να έχουν την πολυτέλεια να γιορτάζουν μαζί της;

Αν ο Γκρόμπελαρ επέστρεφε σε γήπεδο της χώρας μας, θα άκουγε όσα δεν είχε ακούσει σε όλη του την καριέρα. Οτι τον πήραμε άνθρωπο και τον κάναμε φίρμα. Οτι μας πούλησε, γιατί είναι αρπάχτρα και απατεώνας, αφού έστηνε παιχνίδια. Οτι είναι λαμόγιο, που δεν ντρέπεται να ξαναπατάει το χόρτο της ομάδας που πρόδωσε. Τα ίδια θα άκουγε και ο Νταγκλίς, που τον πληρώναμε σαν προπονητή και έφαγε γλυκό ψωμί χωρίς αντίκρισμα.

Το πως μπορούν κάποιοι να φιλοξενούν στο ωραιότερο και πλέον ηλιόλουστο κομμάτι του μυαλού τους τις ωραίες στιγμές δόξας και όχι τις γκρίζες και τις μίζερες, είναι κάτι που εμείς δεν πρόκειται να το καταλάβουμε ποτέ. Γιατί πολύ απλά, δεν πρόκειται ποτέ να μπούμε σε αυτή τη διαδικασία σκέψης, μια που έχουμε την ικανότητα να παιδευόμαστε (με την ευρεία αλλά και τη στενή έννοια της λέξης) με ό,τι αρνητικό συναντάμε, αναδεικνύοντάς το σε πρωτεύον.



ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube