Ο μύθος ξεκίνησε τη δεκαετία του '50 και διατηρείται μέχρι τις μέρες μας. Οποιον ποδοσφαιριστή γούσταρε ο Ολυμπιακός τον αγόραζε. Αρκεί να τον έβαζε στο μάτι. Δεν ήταν λίγοι οι παίκτες που στο παρελθόν παρακαλούσαν γονατιστοί σαν τις γριές στην Τήνο Δεκαπενταύγουστο να μεταγραφούν στον Θρύλο, να σώσουν την καριέρα τους, να φάνε γλυκό ψωμί. Παικταράδες από τις Σέρρες, τον Βόλο, την Καστοριά, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, τη Λάρισα περίμεναν πώς και πώς ένα νεύμα, μια κίνηση καλής θέλησης για να βάλουν την πρώτη καρφωτή χωρίς συμπλέκτη στο σασμάν, με προορισμό το Πασαλιμάνι. Ετσι ο Ολυμπιακός κατέκτησε πρωταθλήματα και έγινε η πρώτη ομάδα σε τίτλους στην Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο «Καπετάνιος», Βαρδινογιάννης, όταν κάποτε θέλησε να γκρεμίσει τον Ολυμπιακό από την κορυφή φρόντισε να πλειοδοτήσει του «αιώνιου» αντιπάλου του αγοράζοντας όσους ποδοσφαιριστές είχαν βάλει στο μάτι οι «κόκκινοι» παράγοντες. Αυτή ήταν η πρώτη κίνηση. Η δεύτερη ήταν να τον «τρυπήσει» από μέσα, όπως συνηθίζει να λέει η ποδοσφαιρική πιάτσα. Να αγοράσει, προσφέροντας γη και ύδωρ, παίκτες που ήδη φορούσαν την ερυθρόλευκη φανέλα. Μια μέθοδο που υιοθέτησε πρόσφατα και ο Ολυμπιακός. Η τρίτη κίνηση -για πολλούς ματ- είχε να κάνει με τα πoσοστά, και αυτό γιατί το ποδόσφαιρο, και όχι μόνο στην Ελλάδα, παίζεται πάντα στους αγωνιστικούς χώρους, ανάλογα όμως με το ποσοστό που ο ισχυρός επιβάλλει. Ενα 80-20 στη χειρότερη για τον καρπαζοεισπράκτορα και ένα 60-40 στην καλύτερη. Το ποσοστό εξαρτάται κάθε φορά από τη γαλαντομία του ισχυρού.
Τα πράγματα με τον καιρό άλλαξαν. Οι «επαρχιώτες» ξύπνησαν, τη μυρίστηκαν τη δουλειά και τώρα για να πάρεις παίκτη έτοιμο και πρώτης διαλογής θα πρέπει να καταβάλεις ένα χρηματικό αντίτιμο που ισοδυναμεί με την αγορά του Τουρκολίμανου. Και έτσι, πάντως, ο Ολυμπιακός κατάφερνε να έχει πάντα ή σχεδόν πάντα τον πρώτο λόγο στην εγχώρια μεταγραφική αγορά. Μπαίνοντας, όμως, στο ευρωπαϊκό κόλπο, το να μετράει το χρήμα σου στην εγχώρια αγορά και μόνο σε αυτή, δυστυχώς δεν φτάνει. Θα πρέπει να μετράει και στην παγκόσμια. Αρα, για να αγοράσεις τον Ντελγάδο, δικαιολογίες του στυλ μπήκε η Λιόν στη μέση, μπήκε η Εσπανιόλ και η τιμή του εκτοξεύτηκε στα ύψη, δύσκολα χωνεύονται. Η λογική της αγοράς χωρίς πολλά πολλά λέει ότι ποδοσφαιριστή που έβαλε στο στόχαστρο η Μίλαν, π.χ., δεν τον ακουμπάς. Είναι σαν να τα βάζει το Λιχτενστάιν με την Αμερική. Το ίδιο ισχύει για όλες τις πριμαντόνες του Τσάμπιονς Λιγκ. Αν όμως δεν έχεις να δώσεις 4 εκατ. για να «χτυπήσεις» στο μεταγραφικό παζάρι στα ίσα ομάδες που παλεύεις μαζί τους για την πρόκριση, τότε καλό είναι να πεις πάσο και να φύγεις από το παιχνίδι ατσαλάκωτος, αφήνοντας κάποιον άλλον, σαν τη Φενερμπαχτσέ, να ποντάρει. Τον ανταγωνιστή, αυτόν που παίζει στην κατηγορία σου, πρώτα τον τσακίζεις στην αγορά και μετά στο γήπεδο. Αλλος τρόπος να κλείσει η ψαλίδα και να πετύχεις την υπέρβαση δεν υπάρχει.
Τα λογιστικά βιβλία της γλώσσας
«Μη χρησιμοποιείτε τον κοινό σας νου σαν ομπρέλα. όταν μπαίνετε σ' ένα δωμάτιο για να φιλοσοφήσετε, μην τον αφήνετε απ' έξω, αλλά να τον παίρνετε μαζί σας».
«Να κατεβαίνεις πάντα από τα στείρα ύψη της εξυπνάδας κάτω στις πράσινες κοιλάδες της βλακείας».
«Η γραμματική είναι τα λογιστικά βιβλία της γλώσσας, απ' τα οποία πρέπει να πληροφορείται κανείς τα πραγματικά πεπραγμένα της γλώσσας, και όχι τα αισθήματα που τα συνοδεύουν».
«Είθε να δώσει ο Θεός να δει ο φιλόσοφος εκείνο που βρίσκεται μπροστά στα μάτια όλων».
«Η φιλοσοφία είναι η μάχη ενάντια στη μαγεία που η γλώσσα ασκεί στη διάνοιά μας».
Σκέψεις του φιλόσοφου Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, που πίστευε ότι η φιλοσοφία θα πρέπει να γράφεται σαν ποιητική διάθεση, έχοντας συγχρόνως πλήρη άγνοια της ιστορίας του αντικειμένου του. Ο Βιτγκενστάιν γεννήθηκε στη Βιέννη το 1889. Γόνος πάμπλουτης μεγαλοαστικής οικογένειας, σπούδασε μηχανολόγος, μηχανικός και αεροναυπηγός πριν πάρει τη μεγάλη απόφαση να στραφεί στη Φιλοσοφία. Πήγε όμως στο Κέιμπριτζ, αλλά δεν ακολούθησε το πρόγραμμα των υπόλοιπων φοιτητών. Αυτό που τον ενδιέφερε πραγματικά ήταν να παρακολουθήσει τις παραδόσεις του Μπέρτραντ Ράσελ, αλλά απαγόρευσε ρητά στον εαυτό του τη διαδικασία να εξεταστεί σε κάποιο μάθημα. Η αλήθεια είναι ότι ο Ράσελ εντυπωσιάστηκε από τον νεαρό τότε φιλόσοφο και ποτέ δεν τον αντιμετώπισε ως μαθητή. Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ο Βιτγκενστάιν αιχμαλωτίστηκε στην Ιταλία και τότε ήταν που έγραψε το περίφημο «Tractatus Logico-Philosophicus». Με το βιβλίο αυτό ο Βιτγκενστάιν θεώρησε ότι απάντησε σε όλα τα θεμελιώδη φιλοσοφικά ερωτήματα και φιλοσοφικές αναζητήσεις και γι' αυτόν τον λόγο αποφάσισε να ασχοληθεί με άλλες δραστηριότητες εξίσου ενδιαφέρουσες. Οπως δάσκαλος, κηπουρός, αρχιτέκτων. Στο Κέιμπριτζ επέστρεψε έπειτα από 16 συναπτά έτη για να διδάξει φιλοσοφία. Αντί πανεπιστημιακών παραδόσεων, αυτός προτίμησε να υπαγορεύσει στους μαθητές του δύο βιβλία. Το «Μπλε Βιβλίο» και το «Καφέ Βιβλίο». Από τις εκδόσεις «Στιγμή» κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τίτλο «Στοχασμοί», σε μετάφραση σχόλιο, πρόλογο και επιλογή του Κ. Κωβαίου.
Πολιτικάντηδες vs Μεταρρυθμιστών
«... Κάποια παραλλαγή του περίφημου γερμανικού συστήματος (το οποίο επιτρέπει στον κάθε ψηφοφόρο να ψηφίζει την εθνική ή περιφερειακή λίστα του κόμματος που προτιμά και, με χωριστό ψηφοδέλτιο, να επιλέγει τον βουλευτή της μονοεδρικής ή διεδρικής του περιφέρειας, που μπορεί να είναι ανεξάρτητος ή από άλλο κόμμα) θα μπορούσε να ήταν μια λύση. Αλλά προφανώς δεν είναι η μόνη. Υπάρχουν και άλλες λύσεις που να συνδυάζουν αναλογική εκπροσώπηση, ισχυρή και αδιαμεσολάβητη σχέση αντιπροσώπευσης και περιορισμό της ισχύος των "ενδιάμεσων" (χρηματοδοτών, ΜΜΕ, συνδικαλιστών πολιτευτών κ.λπ.) και της φθοράς και διαφθοράς που φέρνουν μαζί τους.
Το θέμα, συνεπώς, δεν είναι το όνομα "μοντέλου", αλλά το δίλημμα που έχει τεθεί, ίσως για πρώτη φορά, με τόση σαφήνεια: μεταρρύθμιση και αναδόμηση του πολιτικού-κομματικού συστήματος ή πολιτικάντικη διευθέτηση της παράτασης των ασθενειών του;».
Απόσπασμα από άρθρο του Παύλου Τσίμα με τίτλο «Το δίλημμα του εκλογικού νόμου» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ».