Οταν με κάποιον έχεις έρθει σε σύγκρουση αρκετές φορές σε μικρό χρονικό διάστημα, τα περί λύσης της παρεξήγησης είναι σαν τη συγχώρεση που δίνουν οι θρησκείες στους θανατοποινίτες
Το τετριμμένο συνοδεύει την επικαιρότητα, όπως το πιστό σκυλί το αφεντικό του. Δεν θα μπορούσε, όμως, να γίνει και διαφορετικά. Σκεφτείτε μια μέρα να ανοίγατε την εφημερίδα στο ρεπορτάζ του Ολυμπιακού και να διαβάζατε ότι ο Ζεβλάκοφ πλάκωσε στα μπινελίκια τον Ιβιτς, όταν τον ρώτησε για την αξία του Κρζίνοβεκ. Ακόμα κι αν ο δυσκολοπροφέρετος Πολωνός –που πολύ πιθανόν να αναγκάσει τον Νίκο Αλέφαντο, όταν με το καλό αποφασίσει να σπάσει τη σιωπή του, να παρακολουθήσει μαθήματα ορθοφωνίας για να πει το όνομά του σωστά– έχει πάρει δανεικά και αγύριστα από τον Ζεβλάκοφ και στα παιχνίδια της εθνικής Πολωνίας που παίζουν μαζί δεν του έχει δώσει την μπάλα ούτε για να δει τι μάρκα είναι, με αποτέλεσμα ο Μίχαλ όπου σταθεί και όπου βρεθεί να τον λουστράρει από πάνω μέχρι κάτω, αποκλείεται η άποψή του να μην αποτυπώνεται σε δέκα τυπικές λέξεις: «Πολύ καλό παιδί ο Γιάτσεκ και πολύ καλός παίκτης». Αλίμονο, ποιος είπε το αντίθετο...
Για να μιλάει λοιπόν με τόσο καλά λόγια ο Ζεβλάκοφ, κάτι θα ξέρει, αποφαίνεται ο αναγνώστης πίνοντας τον καφέ του. Και όλα κυλούν ήρεμα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους τσακωμούς ή τους ψυχρούς πολέμους μεταξύ δύο πλευρών, που λήγουν πάντα σύμφωνα με τα ρεπορτάζ με τον καλύτερο τρόπο, αφού πρώτα δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις. Και έτσι περνούν στην ιστορία ως απλές παρεξηγήσεις. Ο,τι και να αναφέρει, πάντως, το τετριμμένο ρεπορτάζ, όταν με έναν άνθρωπο έχεις έρθει σε σύγκρουση αρκετές φορές μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και σαν τον ντελάλη έχεις βγάλει τις διαφορές σου στη φόρα, τότε τα περί λύσης της παρεξήγησης έχουν την ίδια βαρύτητα με τη συγχώρεση που δίνουν οι θρησκείες στους θανατοποινίτες λίγο πριν από την ηλεκτρική καρέκλα.
Σιγά να μην το πιστέψεις. Απλώς το διαβάζεις και ψιθυρίζεις ένα βαρύ καλααά, σαν αυτό του Μητροπάνου στον «Χιονάνθρωπο». Δύσκολο, επίσης, να πιστέψεις από το ρεπορτάζ του Πανιωνίου ότι η ευρωπαϊκή νοοτροπία επισκέφθηκε σαν καλή νεράιδα τον Χούτο, τον μάγεψε και κάτω από την επήρεια της νεραϊδόσκονης υπέγραψε στον ιστορικό Πανιώνιο. Μετά τη μεγάλη πορεία του, που θα τη ζήλευε μέχρι και ο ηγέτης Μάο, στη Ρόμα, στην Ιντερ, στην Αταλάντα, ξανά στην Ιντερ, στη Μαγιόρκα δανεικός, το ίδιο και στη Ρετζίνα, ξαφνικά αντικρίζοντας την πιο τραγουδισμένη πλατεία, αυτή της Νέας Σμύρνης, ξύπνησε μέσα του η ευρωπαϊκή νοοτροπία και προοπτική που από μικρό τον μάγευε, αλλά δεν έβρισκε τα κατάλληλα λόγια να της το πει. Τώρα, στο κατώφλι των πρώτων του –άντα, οι λέξεις τού βγαίνουν πιο εύκολα.
Δεν έχω ιδέα σχεδόν για τίποτα!
Ξαφνικά άκουσα θόρυβο από νερά. Α... λέω, δάκρυα μιας ζωής που γκρεμίζεται. Και δεν έδωσα σημασία. Αυτός ο στίχος του ποιητή Νίκου Παναγιωτόπουλου ενέπνευσε τον συνονόματό του σκηνοθέτη Νίκο Παναγιωτόπουλο για να γράψει το σενάριο της τελευταίας του ταινίας –13η παρακαλώ– με τίτλο «Αθήνα-Κωνσταντινούπολη». Η ταινία καταγράφει τα τελευταία 24ωρα της ζωής ενός άνθρώπου, που γκρεμίζεται αργά, δίχως να ξέρει πώς. Πρωταγωνιστούν ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Δημήτρης Πουλικάκος και η Αλεξία Καλτσίκη. Ο Βογιατζής υποδύεται έναν 60χρονο δικηγόρο που ειδικεύεται στα διαζύγια και που χωρίζει έπειτα από 27 χρόνια γάμου. Παθαίνει κατάθλιψη και τα αδιέξοδα βήματά του τον οδηγούν στη Θεσσαλονίκη για να δει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του. Στον δρόμο πέφτει σε αγροτική κινητοποίηση, με αποτέλεσμα να αλλάξει κατεύθυνση. Τότε είναι που συναντά ένα παράξενο ζευγάρι: τον κλαρινετίστα Πουλικάκο κι ένα κορίτσι που περιφέρεται γενικώς και ασκόπως, την Αλεξία Καλτσίκη. Τους ακολουθεί σε μια σειρά συναυλιών στη Βόρεια Ελλάδα και όταν αυτή του προτείνει να πάνε μαζί στην Κωνσταντινούπολη, αυτός απλώς ακολουθεί. Τι θέλει να πει ο σκηνοθέτης με αυτή την ταινία; Ποιος ο λόγος που αποφάσισε να φτιάξει αυτό το φιλμ; Διαβάστε τι δήλωσε στην Εφη Μαρίνου ο Νίκος Παναγιωτόπουλος και οι όποιες απορίες σας θα λυθούν. Ακρως αποκαλυπτικός και επεξηγηματικός ο καλλιτέχνης.
«Δεν έχω ιδέα γιατί κάνω αυτή την ταινία. Δεν έχω ιδέα σχεδόν για τίποτα σε αυτή τη ζωή. Ξέρω όμως το μετιέ μου. Ασκώ το επάγγελμά μου. Μη λέμε τρομακτικά πράγματα γύρω από αυτά. Δεν μου αρέσουν οι "πολύ" καλλιτέχνες. Κινηματογραφώ τα μικρά πράγματα. Αυτούς που μιλούν πολύ για την τέχνη τούς υποπτεύομαι. Δεν αντέχω τα μεγάλα λόγια, τα μεγάλα έργα και τα μεγάλα βάθη. Είμαι σκηνοθέτης της επιφάνειας, η οποία συνήθως υποτιμάται. Μπορείς να υποκριθείς ότι διαθέτεις βάθος, ποιοτικότητα, αλλά δεν μπορείς να υποκριθείς ότι είσαι δεξιοτέχνης. Εμένα μου αρέσουν οι δεξιοτέχνες. Τι να πω για την ταινία; Δεν την έχω δει ακόμα... Τι να πω; Πόσο καλά περνάμε; Δύσκολα περνάμε και καθόλου ευχαριστημένοι δεν είμαστε. Οποιος δηλώνει ευχαριστημένος είναι βλαξ. Καλό είναι να σε κυνηγούν τα τελωνεία, η βροχή, ο Λευτέρης, που συνεχώς θέλει μια εξήγηση, αλλά και η τουρκική αστυνομία για να σε χαρατσώσει 1.000 ευρώ για ένα πλάνο στον δρόμο; Πρόκειται για μια δουλειά που απαιτεί μόχθο, σαν να πηγαίνεις στον πόλεμο. Κάποτε ο Αρθούρος Ρουμπινστάιν, ως μέλος εξεταστικής επιτροπής στο Ωδείο του Παρισιού, ρώτησε έναν εξεταζόμενο: "Σου αρέσει ο Σοπέν;". "Παρά πολύ", απάντησε ο νεαρός. "Φαίνεται", του είπε και τον έκοψε... Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι πάντα να σ’ αρέσει αυτό που κάνεις. Τι να μου αρέσει στην πτώση του Λευτέρη από τη γέφυρα; Μ’ ενδιαφέρει αν η πτώση του θα είναι μέσα στο πλάνο».