Ο Λούμπος Μίχελ, σε μια φάση που θα μύριζε γκολ για τη Ρεάλ, δεν θα σφύριζε ακόμη και αν ο Ντιαρά σφαλιάριζε τον Πάντο μπροστά στα μάτια του, με αποτέλεσμα ο Τάσος να στριφογυρίζει ανεξέλεγκτος σαν την πόρτα του «Hilton». Το 50-50, με τη μία ομάδα στο γήπεδο να είναι η Ρεάλ και την άλλη μια μικρομεσαία με φιλοδοξίες, όπως ο Ολυμπιακός, έχει τόσες πιθανότητες να εφαρμοστεί από τη σφυρίχτρα του Μίχελ όσες πιθανότητες έχει ο Σανιδάς να υιοθετήσει αυτούσιες τις προτάσεις της ΓΣΕΕ για το συνταξιοδοτικό. Κι όμως, θεωρείται από τους κορυφαίους. Για πολλούς ο καλύτερος. Πολύ λογικό όταν αυτό το «κορυφαίος» δεν κρίνεται σε παιχνίδια όπως αυτό της Τρίτης, στο οποίο ο αδύνατος έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει το δίκιο του όσο και ο 7 φορές καταδικασμένος σε ηλεκτρική καρέκλα, αλλά σε ματς μεταξύ πρώτων ονομάτων, εκεί που το τουμπεκί πέφτει ψιλοκομμένο σαν τον πατσά.
Ο Ωνάσης κάποτε, όταν τον τσίγκλιζαν για το ποιος έχει τα περισσότερα λεφτά, αυτός ή ένας άλλος επώνυμος πλοιοκτήτης και Κροίσος της εποχής του, απάντησε πως σίγουρα ο ίδιος, μια και ο άλλος γνωρίζει πόσα έχει, την ώρα που αυτός αγνοεί. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη Ρεάλ. Αποκλείεται να θυμάται πόσα έχει ξοδέψει για τον κάθε παίκτη που έχει στο ρόστερ της. Αν τα λεφτά αυτά πήγαιναν στην Αφρική, η μαύρη ήπειρος θα βρισκόταν στην ευχάριστη θέση να οργανώνει αυτή συναυλίες για να βοηθήσει τους φτωχούς και παρίες του υπόλοιπου κόσμου.
Είναι όμως πρόκληση, όχι τα λεφτά που ξοδεύουν οι μεγάλοι σύλλογοι -αυτό το συνηθίσαμε πια-, αλλά να βλέπεις μια ομάδα, όπως η Ρεάλ, να προσπαθεί να νικήσει τον Ολυμπιακό, έχοντας ανάγκη το κάτι παραπάνω από το 50-50 που επιβάλλει η στοιχειώδης αξιοπρέπεια. Απέναντι σε έναν Ολυμπιακό που έπαιζε με τον Αρτσούμπι, που οι γονείς του ακόμη αναρωτιούνται αν οι φωτογραφίες με τα κατορθώματα του γιου τους, που κατά καιρούς τους στέλνει από τη μακρινή Ελλάδα, είναι πραγματικές ή προϊόν μοντάζ. Απέναντι στον Ολυμπιακό του Μενδρινού, που πριν κατακτήσει το βαρύτιμο Σούπερ Καπ, η μεγαλύτερη εμπειρία στη ζωή του ήταν η πενταήμερη που πήγε με τους συμμαθητές του στο λύκειο. Η Ρεάλ αντικατέστησε τον Ρομπίνιο, που ντριμπλάρει σε τηλεφωνικό θάλαμο, σε ασανσέρ παλιό με δίφυλλη πόρτα και όπου αλλού τον βάλει η έμπνευση κάθε ευφάνταστου σπορτσκάστερ, με τον Μπαλμπόα, και τον Ραούλ με τον Σαβιόλα, που επιτέλους έστω και ως αντίπαλος έκανε τον κόπο να έρθει τελικά στη χώρα μας, την ίδια ώρα που ο Λεμονής με το μυαλό του θολό από το άγχος έκανε τάμα στον Αγιο Νείλο να μη χρειαστεί να παίξει ο Παπαδόπουλος, που ακόμη την τούρτα με τα 16 κεριά δεν την έχει σβήσει. Ολοι στην ποδοσφαιρική πιάτσα γνωρίζουν πως κάθε φορά που απαιτείται η γονική συναίνεση για μια ταινία στην τηλεόραση, ο Παπαδόπουλος αποσύρεται διακριτικά στο δωμάτιό του με σκυμμένο το κεφάλι. Αν λοιπόν σε ένα τέτοιο ματς δεν θέλεις (γιατί κανείς δεν αμφισβήτησε ότι δεν είναι ικανός) να σφυρίξεις 50-50, τότε σίγουρα είσαι ο πρώτος ανάμεσα στα μεγάλα κλαμπ που σε στηρίζουν, αλλά όχι στη συνείδηση των απλών φιλάθλων, που πάντα θα τους συγκινεί ο άθλος του Δαβίδ απέναντι στον Γολιάθ.
Οχι άλλο Ροκ. Πήξαμε!
«"Αλλοι μένουνε για πάντα στην άκρη κι άλλοι ζούνε στην τηλεόραση", τραγουδάνε οι Ρόδες. Ο "εθνικός", ελέω Γιουροβίζιον, συνθέτης Φοίβος είναι ίσως ο πιο καλοπληρωμένος Ελληνας συνθέτης από την ΑΕΠΙ (την εταιρεία που ασχολείται με την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας στον τόπο μας). Κι όταν κάποιος παραγωγός εκπομπής σε μουσικό κανάλι υπαινίσσεται πως το τελευταίο του δημιούργημα είναι ακριβής κόπια από παλιότερο τραγουδάκι αγγλικού συγκροτήματος, τον τρώει (τον παραγωγό) το μαύρο σκοτάδι. Ροκ φόρμες επικαλείται ο Φοίβος, όπως και ο άλλος εθνικός μας συνθέτης, ο Καρβέλας. Και κάπως έτσι το ροκ έγινε (όχι βεβαίως μόνο στη χώρα μας) καραμέλα, μπλουζάκια, κονκάρδες. Μερικά χρόνια νωρίτερα οι 15χρονοι ούρλιαζαν στα πάρτι τους το "Λιωμένο Παγωτό" των Ξύλινων Σπαθιών. Μετά το ενσωμάτωσε στο πρόγραμμά του ο Ρέμος. Οι πίστες της νύχτας αποτέλεσαν την πιο ασφαλή κολυμβήθρα του Σιλωάμ, για το αμαρτωλό ροκ εν ρολ -οι 15χρονοι, πλέον, ουρλιάζουν σκυλάδικα.
Οχι όλοι, ευτυχώς. Αν ψάξει κανείς στο My Space -και θέλει υπομονή- θα συναντήσει αρκετές ενδιαφέρουσες προτάσεις νέων ανθρώπων που νιώθουν άβολα μέσα στα περιχαρακωμένα στερεότυπα που έχουν επιλέξει γι’ αυτούς οι κάθε λογής ιθύνοντες: δισκογραφικές εταιρείες, ραδιοφωνικοί παραγωγοί, εξειδικευμένα μίντια και εταιρείες παραγωγής συναυλιών και δημοσίων σχέσεων».
Καλά τα γράφει ο Γιώργος Χριστοδουλόπουλος στο «Ε» της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας». Οποιος φωνάζει έχει δίκιο και όποιος τσιρίζει και χτυπιέται ιδρωμένος με ύφος είναι ροκ. Βρε, άντε ουστ από δω. Ευτυχώς η νέα γενιά τούς έχει πάρει χαμπάρι.
Κοιτάξτε τον στα μάτια
Τη φωτογραφία τράβηξε ο διάσημος φωτογράφος μόδας, Calle Stolze, για λογαριασμό του Cordaid, ολλανδικού οργανισμού που επικεντρώνει τις προσπάθειές του στην καταπολέμηση της φτώχειας παγκοσμίως και στην υλικοτεχνική βοήθεια των χωρών του Τρίτου Κόσμου. Ο άνθρωπος που ποζάρει δεν είναι μοντέλο, αλλά ιθαγενής της Αφρικής. Η ιδέα της καμπάνιας βραβεύτηκε με τον «Ασημένιο Λέοντα» στο φετινό φεστιβάλ διαφήμισης στις Κάννες και έχει πρόθεση να χτυπήσει τον άκρατο καταναλωτισμό μας, στην καρδιά και στο μυαλό.
Οι οικονομικές διαφορές ανάμεσα στις ευημερούσες και υπανάπτυκτες χώρες είναι πλέον τραγικές. Για έναν οικονομικά εύρωστο, η τσάντα στη φωτογραφία στοιχίζει μόλις 32 ευρώ. Για έναν κάτοικο της υποσαχάριας Αφρικής, όπως αυτός που ποζάρει, 4 ευρώ είναι αρκετά για τη σίτιση μιας εβδομάδας. Καιρός, λοιπόν, να σκεφτούμε σοβαρά τι θεωρούμε σημαντικό και απαραίτητο στη ζωή μας και τι στερούμε από τον υπόλοιπο κόσμο, ταΐζοντας το τέρας μέσα μας που λέγεται ματαιοδοξία. Διαβάζω ότι η Παγκόσμια Τράπεζα ορίζει την απόλυτη φτώχεια έχοντας ως μέτρο όσους καταφέρνουν να επιζούν (άραγε πώς;) με λιγότερο από 1 δολάριο ημερησίως. Περισσότεροι λοιπόν από 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι κινούνται κάτω από αυτήν την κατηγορία και σχεδόν 2,7 δισεκατομμύρια ζουν με λιγότερο από δύο δολάρια. Στην υποσαχάρια Αφρική τα πράγματα είναι ακόμη πιο τραγικά. Η απόλυτη φτώχεια αυξήθηκε από το 41% το 1981 σε 46% στις αρχές του αιώνα. Αυτά είναι τα επίσημα στοιχεία, που πάντα αποκλίνουν των πραγματικών, που, δυστυχώς, είναι ακόμη πιο δυσοίωνα. Κοιτάξτε λοιπόν άλλη μια φορά τη φωτό και σκεφτείτε όχι πόσο φτηνή είναι η τσάντα, αλλά πόσο φτηνοί έχουμε γίνει όλοι μας.