Την ίδια ώρα που η Εθνική μας διαπρέπει στην Ευρώπη, η Σούπερ Λίγκα, επί ελληνικού εδάφους, τρώει τις σάρκες της. Η ιστορία δύο πόλεων, λοιπόν, με διαφορετικούς πολιτισμούς. Στη μία, αυτή της Εθνικής, κατοικούν ποδοσφαιριστές που ζουν κερδίζοντας τον επιούσιο στο εξωτερικό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη νοοτροπία τους και συνεπώς για την καταξίωσή τους, με πρώτο πολίτη έναν Γερμανό, τον Οτο Ρεχάγκελ, που δεν σηκώνει πολλά, έχοντας το απόλυτο κουμάντο.
Στην άλλη, κατοικούν παράγοντες και παρατρεχάμενοι γαλουχημένοι με την αθάνατη ελληνική νοοτροπία, που λίγα έχει να επιδείξει και πολλά να κρύψει.
Δύο Ελλάδες... Για την πρώτη μπορείς να νιώθεις σιγουριά και εκτίμηση, για την άλλη απλώς να αμφιβάλλεις και να δυσανασχετείς.
Ο Κώστας Πηλαδάκης, παραιτούμενος από τη θέση του αντιπροέδρου της Σούπερ Λίγκας και επιστρέφοντας προχθές σε μια θυελλώδη συνεδρίαση των οργάνων, άφησε πολλές αιχμές για το θέμα της διαιτησίας. Αλλο αν ο ίδιος, θέλοντας να διασκεδάσει ή να ανασκευάσει τις εντυπώσεις, δήλωσε ότι οι όποιοι ισχυρισμοί του διατυπώνονται από τον άνθρωπο Πηλαδάκη και όχι διά στόματος αντιπροέδρου της Λίγκας και προέδρου της Κυπελλούχου ΑΕΛ.
Αν έχουμε φτάσει, λοιπόν, στο σημείο ομάδες όπως ο Ατρόμητος να προσπαθούν και προφανώς να επηρεάζουν διαιτητές, σύμφωνα με τα λεγόμενα -πάντα ανεπίσημα- του κ. Πηλαδάκη, τότε οι άλλες, οι μεγάλες ομάδες και βάλτε εσείς όποιες επιθυμείτε, μια και στο μυαλό του κάθε φιλάθλου τα κριτήρια για το ποια ομάδα είναι μεγάλη στην Ελλάδα διαφέρουν, σίγουρα όχι μόνο επηρεάζουν διαιτητές, αλλά διόλου απίθανο να συγκατοικούν μαζί τους, πληρώνοντάς τους τα τρέχοντα έξοδα διαβίωσης.
Κάποιοι προσπάθησαν να επαναφέρουν στην τάξη τον κ. Πηλαδάκη, με πρώτο τον πρόεδρο της Σούπερ Λίγκας, κ. Βαρδινογιάννη, και καλά έκαναν. Από τη στιγμή που δεν είχε στοιχεία να αποδείξει τους ισχυρισμούς του, καλό θα ήταν να πρυτανεύσει η λογική. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η ομάδα του προέδρου της Λίγκας ήταν αυτή που πριν από μερικά χρόνια μοίραζε DVD με πρωταγωνιστές διαιτητές να αδικούν κατάφορα την «πράσινη» ΠΑΕ.
Θέλω να πω ότι οι κύριοι που σήμερα στέκονται στο θεσμικό κομμάτι των αποδείξεων για κάθε αιχμή ή κατηγορία, και καλά κάνουν, ως προς το τυπικό της όλης υπόθεσης, να είστε απόλυτα σίγουροι ότι θα είναι αυτοί που αύριο-μεθαύριο θα παίξουν τον ρόλο του αντι-Πηλαδάκη. Υστερα από μια «σφαγή», θα μπουν στην αίθουσα συνεδριάσεων της Λίγκας σαν ταύροι σε υαλοπωλείο, ζητώντας το δίκιο τους. Ο πρόεδρος, μακάρι να είναι ο ίδιος, θα τους επαναφέρει και πάλι στην τάξη, τη στιγμή που ο Πηλαδάκης θα ψιθυρίσει: «Οταν τά 'λεγα, εσείς μου λέγατε πως έχω άδικο και να ηρεμήσω. Φάτε την τώρα...», και το έργο, λόγω μεγάλης επιτυχίας, θα συνεχιστεί και την επόμενη σεζόν.
Ο χρονογράφος Βάρναλης
«- Θα ανησυχεί πάλι η γυναίκα μου.
- Στάσου πρώτα να βγει το φεγγάρι, να βλέπεις που πατάς...
- Τον δρόμο τον ξέρουνε τα πόδια μου, μα η γλώσσα μου δεν έμαθε ακόμα να... περπατάει σαν της γυναίκας μου.
- Πιες ένα κατοσταράκι ακόμα και δεν θα φοβάσαι ούτε τη Λερναία Υδρα.
Κι έτσι έγινε. Οταν κατά τις εντεκάμισι τους έδιωξε ο ταβερνιάρης, ο τρομοκρατημένος της συζυγικής γλώσσας πήγαινε μέσα στη νύχτα μονολογώντας:
- Θα με περιμένει στο σκαλοκέφαλο με τις γροθιές σφιγμένες στους γοφούς:
- Πού ήσουν τέτοια ώρα;
-Τι ώρα; Είναι εννιάμισι... Να και τ' ωρολόγι! (Τ' ωρολόγι τό είχε βάλει να δείχνει εννιάμισι).
Με αυτό το ψέμα θα τη σκάσω. Οι γυναίκες που νικάνε πάντα τους με το ψέμα, με το ψέμα νικιούνται....
Αλλά η γυναίκα του δεν τον περίμενε. Είχε κοιμηθεί. Κι αντίς να τη σκάσει, έσκασε ο ίδιος από το κακό του.
- Μια φορά είπα και εγώ να πω ψέμα κι έτυχε Σάββατο. Αλλά πού θα μου πάει... Αύριο...»
«Σε έναν από τους αττικούς περιπάτους του, στο -τρόπος του λέγειν- δάσος του Περάματος, ο Βάρναλης πέφτει πάνω σε έναν κυριακάτικο εκδρομέα, που αγορεύει μπροστά σε ένα κορδόνι από κάμπιες. Τον πλησιάζει με τρόπο και τον ρωτά:
-Γιατί δεν τις πατάτε, παρά τους βγάζετε... λόγο και τις κανακεύετε, όπως οι Αραπάδες της Αφρικής πιάνουνε ζωύφια στον κόρφο τους και δεν τα τσακίζουνε, παρά τ' αφήνουνε χάμου, με τη δικαιολογία πως είναι πλάσματα Θεού; Γύρισε και με κοίταξε με οίκτο.
-Γιατί, κύριέ μου, η κάμπια σε σχέση με τον άνθρωπο δεν κάνει κανένα κακό στο δάσος. Τρώγει μερικά φύλλα ή και γυμνώνει ολότελα ένα ή δυο δέντρα, αλλά τα φύλλα ξαναβγαίνουν αργότερα πολύ πιο φρέσκα και ζωηρά και το δάσος μένει πάντα δάσος. Ενώ ο άνθρωπος κόβει σύρριζα, όχι ένα δέντρο μονάχα, παρά πολλά -και πια δεν θα ξαναγίνει. Για να έχουμε δάση δεν είναι ανάγκη να πατάμε τις κάμπιες, πρέπει να πατάμε τους ανθρώπους. Μπορείτε; Οχι. Αφήστε, λοιπόν, τις κάμπιες ήσυχες, για να να μας δώσουνε το αίσθημα πως βρισκόμαστε σε δάσος, ενώ βρισκόμαστε μέσα σ' αυτό το απέραντο πένθος.
Και μου έδειξε, όσο έφτανε το μάτι μου, τις κομμένες ρίζες, που μοιάζανε με σταυρούς νεκροταφείου».
Οι εκδόσεις Καστανιώτη παρουσιάζουν για πρώτη φορά σε ένα βιβλίο με τίτλο «Φέιγ βολάν της Κατοχής» τα χρονογραφήματα του ποιητή, πεζογράφου, κριτικού, μεταφραστή, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Κώστα Βάρναλη, όπως αυτά δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Πρωία», αρχής γενομένης το καλοκαίρι του 1941, μέχρι τον Δεκέμβρη του 1943.
Επιφανειακό τίποτα
«Λόγος ελάχιστα διαφανής. Πλήρης γενικοτήτων. Ιδού χαρακτηριστικό απόσπασμα από λόγο του πρωθυπουργού, κ. Καραμανλή, κατά τη διάρκεια των πρόσφατων προγραμματικών του δηλώσεων: "Διεκδικούμε το καλύτερο για τον τόπο μας. Είμαστε κυβέρνηση όλων των Ελλήνων. Προτεραιότητά μας η στήριξη των συμπολιτών μας. Στόχος η διασφάλιση μιας νέας και βιώσιμης ανάπτυξης και πολιτικής".
Χρήση, όπως είδαμε και πιο πάνω, πολύ σύντομων και έντεχνα κατασκευασμένων προτάσεων, που δημιουργούν μέσα στο μυαλό του ακουστή, του δέκτη, την εντύπωση πως είναι ευκόλως κατανοητές, αλλά σχεδιασμένες έτσι που τελικά να αποπροσανατολίζουν. Αυτές οι λεγόμενες ατάκες (από τις οποίες είναι γεμάτος ο λόγος πολλών σημερινών μας πολιτικών, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις, εκτός εκείνης του Καραμανλή, εκείνες του Παπανδρέου, του Θοδωρή Ρουσόπουλου και άλλων) έχουν γίνει ένα από τα πιο αποτελεσματικά "όπλα" στα χέρια αυτής της νέας πολιτικής τάξης, που μιλάει πολύ, αλλά δεν λέει τίποτα.
Η νέα πολιτική του επιφανειακού τίποτα. Απεχθάνεται την ουσία. Την εκθέτει και τη δεσμεύει. Απεχθάνεται και τους θεσμούς. Γιατί πολλοί από αυτούς, όπως το Συμβούλιο της Επικρατείας, ας πούμε, που γνωμοδοτεί, π.χ. ότι μια έκταση δεν μπορεί να γίνει εμπορικό κέντρο, τους χαλάνε την μπάζα. Και εδώ συναντάμε το πιο ορατό πλέον χαρακτηριστικό αυτής της νέας πολιτικής: τη διαφθορά».
Ο Χρήστος Μιχαηλίδης «Ως Παρατηρητής» στο «Lifo» γράφει για τον λόγο των πολιτικών που απεχθάνονται την ουσία.