Προχθές δειπνούσαμε με καλή παρέα σε ένα μαγαζί με υπέροχη θέα στον Βόσπορο. Η ώρα ήταν περασμένη και οι θαμώνες λιγόστευαν. Ενας καλοντυμένος νεαρός πλησίασε στο τραπέζι και επιχείρησε να παραπονεθεί γιατί η Εθνική ομάδα δεν παίζει ωραίο ποδόσφαιρο. Ο Σωτηρακόπουλος, αντί να εκδηλώσει την έκπληξή του που ο συμπατριώτης μάς είχε ξετρυπώσει, άρχισε να του εξηγεί ότι η Εθνική ομάδα παίζει το ίδιο καλό ποδόσφαιρο με αυτό που έπαιξαν πέρυσι το καλοκαίρι οι Ιταλοί και πήραν το Παγκόσμιο Κύπελλο. Με τα πολλά, ο αμετάπειστος φίλος της Εθνικής αποχώρησε διαπιστώνοντας ότι οι απόψεις του δεν έβρισκαν ανταπόκριση. Ενα βράδυ μετά, καθισμένος σε μία από τις εξέδρες του «Αλί Σαμί Γεν», θα έπρεπε να καταπίνει τη γλώσσα του. Διότι, αν αυτό που έπαιξε χθες το βράδυ η Εθνική μας ομάδα δεν είναι μεγάλη μπάλα, τότε η τελευταία φορά που παίχτηκε καλό ποδόσφαιρο ήταν το 1970 από τη Βραζιλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο.
Οι περίπου 20.000 Τούρκοι οπαδοί σηκώθηκαν όρθιοι και καταχειροκρότησαν τον Γιώργο Καραγκούνη και τους συμπαίκτες του. Τόσο βολικά και άνετα αισθάνθηκε ο Γιώργος, που λίγο έλειψε να ξεκινήσει τον γύρο του θριάμβου. Γιατί να μην το κάνουν αυτό οι πικραμένοι Τούρκοι; Ηταν τέτοια η ανωτερότητα της ελληνικής ομάδας απέναντι στην τουρκική, που το 1-0 είναι άδικο σκορ. Ηταν τέτοια η υπεροχή των Ελλήνων, που το διαπίστωνες ακόμα και αν χώριζες το παιχνίδι στα δεκάλεπτα. Η αγωνιστική κυριαρχία ήταν πλήρης. Δύο γρήγορες αλλαγές της μπάλας στο κέντρο και παίκτης παραπάνω στην επίθεση. Με τον καιρό ένα ποδοσφαιρικό κομπιούτερ έχει εγκατασταθεί στο μυαλό του Μπασινά. Μόνο ο Ντούνγκα στη Βραζιλία το 1994 έκοβε και πάσαρε με την ίδια αποτελεσματικότητα. Θα μου πείτε, υπερβολή. Οχι. Γιατί ο Αμανατίδης στη φάση του γκολ κινήθηκε όπως ο Μπεμπέτο της εποχής εκείνης. Γιατί ο Τοροσίδης είναι ανώτερος αριστερός μπακ από τον Μπράνκο. Σταματάω εδώ. Οσα είδαμε το βράδυ δεν τα έχει παρουσιάσει ποτέ στο παρελθόν το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα. Δημιουργήθηκαν τόσες ευκαιρίες, όσες ποτέ δεν είχαν δημιουργηθεί ακόμα και σε ματς εντός έδρας.
Το μουντό ποδόσφαιρο παραχώρησε τη θέση του στο ποδόσφαιρο της υπεροχής. Είμαι καλύτερος, παίζω και σε κερδίζω. Τι κρίμα που δεν μπορώ να συμμεριστώ την πίκρα τριών καλλίπυγων δεσποινίδων που στέκονται δίπλα μου την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές. Η ομορφιά τους μπορεί να συγκριθεί με τις καλλιτεχνικές δημιουργίες των εκλεκτών του Ρεχάγκελ στο χορτάρι του «Αλί Σαμί Γεν». Δεν θυμάμαι καλύτερο παιχνίδι της Εθνικής ομάδας από το 1978 που έχω τη δυνατότητα να την παρακολουθώ. Υπάρχουν σπουδαία επιτεύγματα, μεγάλες σε σημασία νίκες, όμως τέτοια μπάλα δεν ξανάδαμε. Τέτοια υπόκλιση στην ανωτερότητα της Εθνικής ομάδας δεν διαπιστώθηκε ποτέ άλλοτε. Ο αρχιμάστορας Οτο Ρεχάγκελ πρόσθεσε έναν τίτλο στο ενεργητικό του. Επί των ημερών του η Εθνική ομάδα έπαιξε το καλύτερο παιχνίδι. Οι αλλαγές του βελτίωσαν περισσότερο την εικόνα της ομάδας. Το πλασέ του Αμανατίδη θα περάσει στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, επειδή μπορεί να αλλάξει την ιστορία της Εθνικής ομάδας. Γιατί αυτός μαζί με τον Σαμαρά, τον Τοροσίδη, τον Γκέκα, τον Κυργιάκο, τον Σεϊταρίδη είναι παίκτες τέτοιας ποιότητας, που μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Δεν μετριούνται όλα με κατακτήσεις τροπαίων. Μετριούνται και με αυτό που βλέπουν τα ματάκια μας.
Οσα είδαμε χθες το βράδυ επιβεβαιώνουν ότι εκτός από προπονητική ευστροφία, τύχη και καλοδουλεμένη άμυνα, υπάρχει και ταλέντο που ξεχειλίζει. Ταλέντο που μπορεί να παρασύρει το ελληνικό ποδόσφαιρο, να τινάξει από πάνω του τη μιζέρια και το παρασκήνιο, να μας κάνει περήφανους. Ετσι νιώσαμε χθες το βράδυ.