Σιγά μην κλάψω, που θα έλεγε κι ο Αγγελάκας, επειδή ο Μουρίνιο έμεινε χωρίς ομάδα! Δεν ξέρω καν αν χρειάζεται να στενοχωρηθώ. Για τον Μουρίνιο-προπονητή μιλάμε και τον διαχωρίζω από τον Μουρίνιο-άνθρωπο. Η αλαζονική, το δίχως άλλο, συμπεριφορά του Αμπράμοβιτς απέναντι στο πρόσωπο του Πορτογάλου προπονητή είναι ανάλογη της φιλοσοφίας που διακρίνει ανθρώπους της τάξης του. Οταν με το χρήμα μπορείς να τα αγοράσεις όλα, τότε οι ηθικοί φραγμοί παύουν να υπάρχουν. Αλλά ούτε γι' αυτή την υπεροπτική και αχάριστη συμπεριφορά στο πρόσωπο του Μουρίνιο μπορώ να στενοχωρηθώ, όταν υπάρχουν σε όλον τον κόσμο ανάλογες και σκληρότερες συμπεριφορές σε εργαζομένους. Ανθρωποι που χάνουν τη δουλειά τους, που βρίσκονται στον δρόμο, που από τη μία μέρα στην άλλη τα παιδιά τους αρχίζουν να ζουν στην απόλυτη ανασφάλεια, που διαλύονται οι οικογένειές τους με αποτέλεσμα να τραυματίζεται βάναυσα και ανεπανόρθωτα ο κοινωνικός ιστός, όλα αυτά επειδή κάποιοι λεφτάδες σαν τον Αμπράμοβιτς το αποφάσισαν. Αυτά είναι τα πραγματικά δράματα και όχι η απόλυση-παραίτηση του Μουρίνιο. Αυτός έχει τουλάχιστον εξασφαλίσει τα προς το ζην, όχι μόνο για τον ίδιο και τα παιδιά του, αλλά και για τα εγγόνια του, που αν δεν φανούν σπάταλα θα 'χουν να φάνε και τα δισέγγονά του. Τώρα κατά πόσο πληγώνεται το ποδόσφαιρο συνολικά με το να βρίσκεται στο περιθώριο ένας προπονητής που οφείλω να πω ότι τον χαρακτηρίζει η ίδια αλαζονεία με το αφεντικό του, αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση με αρκετή δόση υποκειμενισμού.
Προσωπικά εκτιμούσα τον Μουρίνιο της Πόρτο. Αυτόν που άφηνε έξυπνα και απλόχερα να φανούν οι αρετές της ομάδας, παντρεύοντας τες με τη δική του προπονητική. Στον Μουρίνιο της Τσέλσι τρέφω λίγη εκτίμηση. Για να προλάβω του φανατικούς φίλους του πριν αρχίσουν να βομβαρδίζουν το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μου, εξηγούμαι ότι δεν ισχυρίζομαι ότι έχω δίκιο, αλλά καταθέτω την ταπεινή άποψή μου.
Μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Υπάρχουν ποδοσφαιριστές σε άλλες μεγάλες ομάδες, όπως για παράδειγμα στην Μπαρτσελόνα –και όχι μόνο σε αυτήν– που χαίρεσαι να τους βλέπεις. Και χαίρεσαι επειδή το ταλέντο και η ποδοσφαιρική τους ιδιοφυΐα ξεδιπλώνονται με παρρησία στον αγωνιστικό χώρο. Παίκτες που θα σηκώσουν το κεφάλι, που θα επιχειρήσουν την ατομική ενέργεια, βασικό συστατικό για να «νοστιμίσει» αυτό το άθλημα, που θα αναλάβουν πρωτοβουλίες, ανάλογα πάντα με τις δυνατότητές τους. Για όλα αυτά κάποιοι στον πάγκο έχουν φροντίσει. Οπως και για την επιλογή αυτών των παικτών. Μη μου πείτε ότι ο Αμπράμοβιτς δεν μπορούσε να τους αγοράσει. Αγόρασε και τον Σεβτσένκο, αλλά με τον Μουρίνιο λίγοι το πήραν χαμπάρι...
Την ίδια εικόνα παρουσιάζουν και η Μίλαν και η Μάντσεστερ και η Αρσεναλ, ομάδες που πραγματικά απολαμβάνεις να τις βλέπεις να αγωνίζονται. Καλοί οι αυτοματισμοί και τα συστήματα, αλλά αν το ποδόσφαιρο ήταν μόνο αυτοματισμοί, δεν θα είχε να ζηλέψει τίποτα από το βόλεϊ ή από οποιοδήποτε άλλο άθλημα στο οποίο η επαφή με την μπάλα είναι κατά κανόνα στιγμιαία. Αλλά αυτό ακριβώς προσπαθούν να επιβάλουν κάποιοι. Η επαφή να είναι στιγμιαία, γεγονός που κάνει το άθλημα σίγουρα πιο γρήγορο, αλλά λιγότερο συναρπαστικό, μια και αφαιρούνται πολλά από την πραγματική γοητεία και ομορφιά του. Και, το κυριότερο, αποκλείει ποδοσφαιριστές ικανούς να προσφέρουν θέαμα και ουσία, δίνοντας λόγο σε... δεκαθλητές.
Κακά τα ψέματα. Το ποδόσφαιρο τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί τόσο με τα συστήματα και την τακτική, που δύσκολα θα εξελιχθεί κι άλλο. Ο κίνδυνος, όμως, να βλέπουμε στο μέλλον μόνο αποστειρωμένο και εμφιαλωμένο ποδόσφαιρο αυτοματισμών και συστημάτων μεγαλώνει όσο οι ομάδες είναι ομάδες των προπονητών και όχι των παικτών, οι οποίοι οφείλουν να αποτελούν τους φυσικούς πρωταγωνιστές.
Μπρα ντε φερ αλήθειας και σκοπιμότητας
Το δεύτερο βιβλίο της Κάθριν Σάμσον «Εκτός εαυτού» –μετά το εξαιρετικά πετυχημένο ντεμπούτο της «Πτώση στο κενό»– κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μελάνι. Ενας από τους καλύτερους σύγχρονους μυθιστοριογράφους στη χώρα μας, ο Πέτρος Τατσόπουλος, παρουσιάζει στο Βιβλιοδρόμιο, ένθετο της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ», την τελευταία δουλεία της Βρετανίδας συγγραφέως, δημοσιογράφου του BBC και ανταποκρίτριας των TIMES.
Στο «Εκτός Εαυτού» η Μπαλαντάιν (ηρωίδα της συγγραφέως) αναλαμβάνει να λύσει το μυστήριο της εξαφάνισης μιας «μπαρουτοκαπνισμένης» συναδέλφου της, της εικονολήπτριας Μέλανι. Κατά τη Σάμσον οι ξένοι ανταποκριτές των τηλεοπτικών καναλιών, ρεπόρτερ ή εικονολήπτες, είναι οι σύγχρονοι αγγελιαφόροι των –συνήθως κακών και συχνά φρικιαστικά απάνθρωπων– μαντάτων από τον υπόλοιπο κόσμο στους εφησυχασμένους δυτικούς καναπεδάτους (εμάς). Οι ξένοι ανταποκριτές προσκολλώνται σαν τσιμπούρια στα συμμαχικά στρατεύματα –είτε στις ειδικές δυνάμεις τύπου SAS είτε στον κανονικό στρατό– και έλκονται από τις περιοχές που μυρίζουν αίμα. Οι στρατιώτες, ιδίως οι μισθοφόροι, που θα συνεχίσουν κατόπιν την καριέρα τους ως ιδιωτικοί σωματοφύλακες, απεχθάνονται την παρουσία των δημοσιογράφων, διότι τους θεωρούν πρόσθετα «βαρίδια» στις επιχειρήσεις τους και ανεπιθύμητους μάρτυρες των σφαλμάτων ή των ακροτήτων τους.
Από την άλλη πλευρά, οι «ενσωματωμένοι» δημοσιογράφοι βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση προτεραιοτήτων και βιώνουν αβάσταχτα ηθικά διλήμματα: μπορούν να καταγγείλουν εκείνους που τους προστατεύουν; Πού σταματάει η δημοσιογραφική δεοντολογία και πού αρχίζει η συντροφική αλληλεγγύη; Η έμπειρη Σάμσον επεκτείνει την προβληματική της και σε πιο ενοχλητικά ερωτήματα. Οταν το αμοντάριστο και φρικαλέο υλικό από τη γραμμή του πυρός –είτε στην Καμπούλ είτε στη Βαγδάτη– φτάσει στα κεντρικά του Δικτύου, θα περάσει από λογής λογής κόσκινα. Στο πρώτο κόσκινο, της πολιτικής ορθότητας, θα αφαιρεθούν όλα εκείνα τα πλάνα που δεν αντέχουν τα λεπτεπίλεπτα μάτια των καναπεδάτων. Με το δεύτερο κόσκινο θα προστατευθούν τα προσωπικά δεδομένα των ημέτερων δολοφόνων με ψηφιακή, συνήθως, αλλοίωση –το λεγόμενο τζάμι– των χαρακτηριστικών τους.
Στο τρίο και πιο σημαντικό κόσκινο η διεύθυνση του Δικτύου –κάποια «άκαπνα» κολεγιόπαιδα– θα κρίνει αν το όλο ρεπορτάζ, λοβοτομημένο και καλλωπισμένο, εξακολουθεί να συνάδει με την εύθραυστη σχέση καναλιού-κυβέρνησης-στρατιωτικών, αυτή την επιλεκτική και τόσο κρίσιμη για την εθνική ασφάλεια συγγένεια. Θα μου πείτε: ύστερα από τόσα κόσκινα πόσα ρινίσματα αλήθειας θα κατορθώσουν να διέλθουν; Αυτό ακριβώς το ερώτημα θέτει και η Κάθριν Σάμσον. Στο μπρα ντε φερ αλήθειας και σκοπιμότητας η πλάστιγγα γέρνει ως επί το πλείστον προς τη μεριά της δεύτερης. Εν όσω γέρνει, μάλιστα, αραιά και πού καταπλακώνει και ορισμένους άτυχους «αγγελιαφόρους»!