Σαν σήμερα το 1993, έφυγε από τη ζωή ο θρυλικός Άρθουρ Ας, ο πρώτος και μοναδικός, μέχρι σήμερα, Αφροαμερικανός τενίστας που έφτασε μέχρι την κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης. Ένας άνθρωπος, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε τη φήμη και την οικονομική άνεση που του πρόσφεραν οι επιτυχίες του στο άθλημα, έτσι ώστε να παλέψει ενάντια στον ρατσισμό και την ασθένεια, που τον νίκησε νωρίς.
Από νωρίς στα δύσκολα
Γεννήθηκε στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια τον Ιούλιο του 1943 και η ζωή έφερε μεγάλες δυσκολίες στον δρόμο του, από πολύ νωρίς. Έχασε τη μητέρα του σε ηλικία έξι ετών, με τον πατέρα του να είναι εκείνος που ανέλαβε πλήρως το να μεγαλώσει εκείνον και τον πέντε χρόνια νεότερο αδερφό του, σε συνθήκες φτώχιας. Κάθε άλλο, παρά εύκολη υπόθεση στις ΗΠΑ εκείνης της εποχής, όταν ο φυλετικός ρατσισμός ήταν ένα από τα μεγαλύτερα «αγκάθια» της κοινωνίας.
«Ο πατέρας μου ήταν υπερπροστατευτικός και με κρατούσε σπίτι, μακριά από κινδύνους. Είχα ακριβώς δώδεκα λεπτά στη διάθεσή μου για να φτάσω από το σπίτι στο σχολείο και τήρησα αυτόν τον κανόνα από μόνος και στο γυμνάσιο», δήλωνε αρκετά χρόνια αργότερα ο Ας. Οι δύσκολες καταστάσεις που βίωσε από παιδί, τον ωρίμασαν πριν καν ενηλικιωθεί.
Από την πρώτη του ρακέτα, στην κατάκτηση τριών Grand Slam
Σε ηλικία επτά ετών, έπιασε την πρώτη του ρακέτα και αυτό ήταν κάτι που έμελλε να του αλλάξει τη ζωή. Με δεδομένες τις δυσκολίες που υπήρχαν τότε για έναν Αφροαμερικανό, σε ένα άθλημα το οποίο θεωρούνταν αποκλειστικότητα των μελών της «υψηλής κοινωνίας», έδειξε το τεράστιο ταλέντο του από τα πρώτα του «βήματα» στα κορτ. Δεν άργησε να κάνει αισθητή την παρουσία του, κατακτώντας τον έναν τίτλο μετά τον άλλον στις διοργανώσεις για τις μικρές ηλικίες.
Το 1963 έγινε ο πρώτος έγχρωμος παίκτης τένις που επιλέγεται να εκπροσωπήσει την Εθνική ομάδα των ΗΠΑ στο Davis Cup, ενώ πέντε χρόνια αργότερα (1968), «σόκαρε» το παγκόσμιο τένις, συμμετέχοντας στο US Open και σηκώνοντας τελικά το τρόπαιο, μπροστά στα μάτια των έκπληκτων αντιπάλων του. Το γεγονός ότι το κατάφερε χωρίς να είναι ακόμα επαγγελματίας, δεν του επέτρεψε να πάρει το χρηματικό έπαθλο που προβλεπόταν για τον νικητή, το οποίο κατέληξε τελικά στον ηττημένο του τελικού, Τόμ Όκκερ. Έναν χρόνο αργότερα, έχοντας κερδίσει με την Εθνική ομάδα της χώρας του το αγαπημένο του Davis Cup για δεύτερη συνεχόμενη φορά, αιτήθηκε Visa έτσι ώστε να αγωνιστεί στο Open της Νότιας Αφρικής, όμως το αίτημά του απορρίφθηκε από την κυβέρνηση της χώρας, η οποία έμεινε... πιστή στο καθεστώς του Απαρτχάιντ.
Τον Ιανουάριο του 1970 πανηγύρισε τον δεύτερο τίτλο του σε Grand Slam, νικώντας στον τελικό του Αυστραλιανού Open τον γεννημένο στο Σίδνεϊ, Ντικ Κρίλι, και έτσι έγινε ο πρώτος μη Αυστραλός τενίστας που κερδίζει τον συγκεκριμένο τίτλο από το 1950. Το μεγαλύτερο επίτευγμα της καριέρας του ωστόσο, το πέτυχε το 1975, όταν κατέκτησε το τουρνουά του Γουίμπλεντον, επικρατώντας στον μεγάλο τελικό με 3-1 σετ (6-1, 6-1, 5-7, 6-4) του συμπατριώτη του Τζίμι Κόνορς, όντας το μεγάλο αουτσάιντερ της αναμέτρησης. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που του έδιναν, έστω και μικρές, πιθανότητες νίκης κόντρα στον καλύτερο τενίστα εκείνης της εποχής, όμως εκείνος διέψευσε τους πάντες, φτάνοντας στη νίκη με μια επιβλητική εμφάνιση και προκαλώντας τον παγκόσμιο θαυμασμό.
Ολοκλήρωσε την καριέρα του με απολογισμό 1085 νίκες και 337 ήττες, ενώ κατέκτησε 66 τουρνουά, συμπεριλαμβανομένων των τριών Grand Slam. Το 1985 έγινε μέλος του παγκόσμιου Hall of Fame και το 1997 το όνομά του δόθηκε στο κεντρικό κορτ του «Flushing Meadows-Corona Park (Arthur Ashe Stadium)», όπου φιλοξενείται το US Open. Πρόκειται για το μεγαλύτερο γήπεδο τένις στον κόσμο, με χωρητικότητα 23.771 θέσεων.
Η μάχη του ενάντια στον ρατσισμό και οι δράσεις κατά του Απαρτχάιντ
Κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής του, ο Άρθουρ Ας έδωσε μάχες υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα, ειδικότερα στη Νότια Αφρική, εκεί όπου το Απαρτχάιντ δημιουργούσε τεράστιες κοινωνικές ανισότητες. Εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι το όνομά του είχε γίνει γνωστό παγκοσμίως λόγω του τένις και πολέμησε ενεργά στη μάχη κατά του ρατσισμού. Υπήρξε Πρέσβης Καλής Θελήσεως του Υπουργείου εξωτερικών των ΗΠΑ στην Αφρική, αναλαμβάνοντας δράση σε πολλές χώρες της ηπείρου, με συνεχής επισκέψεις και συνομιλίες με ηγέτες αφρικάνικων κρατών.
Παράλληλα, «έδινε το παρών» σε αμέτρητες πορείες διαμαρτυρίας κατά του Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, έχοντας μάλιστα συλληφθεί σε μία από αυτές, το 1985, έξω από την Πρεσβεία της Νοτίου Αφρικής στην Ουάσινγκτον. Οι προσπάθειές του ανταμείφθηκαν μετά από 22 ολόκληρα χρόνια, το 1991, όταν βρέθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ για να παρακολουθήσει από κοντά το τέλος του Απαρτχάιντ. Όταν ο Νέλσον Μαντέλα αποφυλακίστηκε μετά από 27 χρόνια και ρωτήθηκε ποιον Αμερικάνο θα ήθελε να συναντήσει, εκείνος απάντησε: «Τι θα λέγατε για τον Άρθουρ Ας;».
Το πρόβλημα στην καρδιά, η μάχη με το AIDS και το άδοξο τέλος
Όσο δυνατό ήταν το πνεύμα και η θέλησή του, άλλο τόσο αδύναμη αποδείχθηκε πως ήταν η καρδιά του. Το 1979 υπέστη καρδιακή προσβολή και πέρασε την πόρτα του χειρουργείου για να υποβληθεί σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Μπορεί τότε να γλύτωσε τα χειρότερα, αλλά οι πόνοι στο στήθος παρέμειναν και μετά την επέμβαση, κάτι που τον ανάγκασε να αποσυρθεί από το επαγγελματικό τένις, βάζοντας πρόωρα τέλος σε μια ένδοξη καριέρα γεμάτη επιτυχίες και τίτλους.
Τα προβλήματα στην καρδιά του όμως δεν είχαν τελειώσει. Υποβλήθηκε σε δεύτερη εγχείρηση μπαϊπάς τέσσερα χρόνια αργότερα, ενώ κατά τη διάρκεια της μετάγγισης αίματος που χρειάστηκε να κάνει, κόλλησε τον ιό του HIV. Το ανακάλυψε το 1988, όταν αποφάσισε να εξεταστεί για ένα επίμονο μούδιασμα που ένιωθε στα χέρια του. Η διάγνωση ήταν ότι έπασχε από τοξοπλάσμωση, μία πάθηση που συναντάται συχνά σε όσους είναι φορείς του ιού. Όταν το 1992 αποφάσισε να ανακοινώσει πως είναι φορέας, ρωτήθηκε από δημοσιογράφο αν αυτή είναι η δυσκολότερη δοκιμασία της ζωής του. Απάντησε λέγοντας, «Οχι, η δυσκολότερη δοκιμασία της ζωής μου ήταν το να είμαι μαύρος σε αυτή την κοινωνία. Το να πρέπει να ζήσω σαν μειονότητα στην Αμερική. Ακόμα και τώρα, το νιώθω σαν ένα μεγάλο βάρος πάνω μου».
Παρά τις δυσκολίες της κατάστασης, ο Ας συνέχισε να παράγει έργο. Δημιούργησε το Ίδρυμα Arthur Ashe για την καταπολέμηση του AIDS, καθώς και ακόμα έναν οργανισμό που είχε ως σκοπό τη βελτίωση της υγειονομικής περίθαλψης σε διάφορες πόλεις. Παράλληλα, έγραψε τα απομνήμονεύματά του και μιλούσε σε διάφορες εκδηλώσεις για την ευαισθητοποίηση σχετικά με τη θανατηφόρα τότε ασθένεια.
Δεν σταμάτησε ποτέ να παλεύει, μέχρις ότου να αφήσει την τελευταία του πνοή, στα 49 του χρόνια, σαν σήμερα το 1993. Στην αυτοβιογραφία του, η οποία κυκλοφόρησε λίγο μετά τον θάνατό του, με τίτλο «Days of Grace» (μτφ. Μέρες Χάριτος), έγραψε: «Δεν μου αρέσει να είμαι η προσωποποίηση ενός προβλήματος, πόσο μάλλον ενός προβλήματος που έχει να κάνει με μια θανατηφόρα ασθένεια. Ωστόσο, ξέρω ότι πρέπει να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία και να μιλήσω για αυτό».
Ο Ας, εκτός από σπουδαίος πρωταθλητής στα κορτ του τένις, υπήρξε και ένας σπουδαίος άνθρωπος, από εκείνους που νοιάζονται για το γενικό καλό και δεν κάθονται με «σταυρωμένα τα χέρια» μπροστά στην αδικία. Ακόμα και όταν η ζωή του «γύρισε την πλάτη», εκείνος είχε το σθένος να σταθεί στα πόδια του και να παλέψει. Όχι τόσο για τον ίδιο, όσο για τους υπόλοιπους. Για την ανθρωπότητα και το γενικό καλό. «Από ό,τι λαμβάνουμε, μπορούμε να ζούμε. Ωστόσο, φτιάχνουμε τη ζωή μας από ό,τι προσφέρουμε», είχε δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.