Ένα από τα πολλά «μπάσταρδα» παιδιά της γενικότερης παρακμής που ζούμε, έχει έρθει εδώ και καιρό και μας χτυπάει την πόρτα. Όσο δεν του ανοίγαμε, τόσο τα χτυπήματά του γίνονταν βιαιότερα. Τώρα πια έχει αρχίσει να σπάει την κάσα με τις ενισχυμένες «Βέρμαχτ» του και όπου να ‘ναι θα μπουκάρει μέσα.
Το «παιδί» αυτό είναι θυμωμένο. Πιο πολύ όμως είναι μπερδεμένο. Και ξεσπάει ανεξέλεγκτα όπου βρει, σαν έφηβος μετά την πρώτη γερή ερωτική απογοήτευση. Δεν αγοράζει πια καθημερινά την αθλητική εφημερίδα που αγόραζε γιατί δεν έχει λεφτά για τέτοια «πολυτέλεια», αλλά στην παρέα του λέει ότι το κάνει διότι «είναι πουλημένοι». Στο ραδιόφωνο στέλνει μήνυμα απειλώντας θεούς και δαίμονες. Για την ομάδα που την «κακοχαρακτηρίζουν», για τον παραγωγό που δεν λέει την άποψη που αυτός ως ακροατής θεωρεί σωστή, για τον δημοσιογράφο που του «κρύβει την αλήθεια», που του στερεί το δικαίωμά του να την ακούσει δημοσίως. Αφού η αλήθεια –σκέφτεται- είναι πια παντού. Την διάβασα στο Ίντερνετ, την έγραψε ο τάδε και, αφού την αναπαρήγαγε και ο δείνα, αυτομάτως θεωρείται έγκυρη.
Το «παιδί» αυτό υποστηρίζει το αξίωμα «δεν τα λέτε, δεν τα γράφετε», αλλά δεν μπορεί να το υπερασπιστεί αν του προβάλλεις τον αντίλογο «μα γιατί το λες αυτό, ως επί το πλείστον και τα λέμε και τα γράφουμε, αλλά ο ρόλος μας σταματάει εκεί». Σ’ αυτό το σημείο, το μυαλό χρειάζεται reboot. Γιατί σ’ αυτού του είδους το μυαλό σχεδόν όλοι οι δημοσιογράφοι είναι ένα, μια άμορφη, και αποκρουστική στην όψη, μάζα που περιφέρεται ψευδόμενη και καγχάζει στα μούτρα τους γεμίζοντάς τους με σάλια.
Το «παιδί» αυτό λοιπόν αντιδρά. Και κατηγορεί. Ξανά και ξανά. Με ύβρεις και απειλές χωρισμού από το Μέσο. Πάει στο πεδίο σχολίων των sites και εκτονώνει το αίσθημα του διπολισμού του εκεί. Βγαίνει στο τηλέφωνο να μιλήσει για μπάλα και, λόγω της μονίμως επιθετικής διάθεσής του, τα λεγόμενά του θυμίζουν αποτυχημένο γελωτοποιό σε stand up comedy. Με την μη αντίδραση που συναντά, ατσαλώνεται. Παίρνει την κατάσταση στα χέρια του. Και φέρεται στις ειδήσεις/κρίσεις και τους ανθρώπους που τις γράφουν/λένε, όπου τους πετύχει, όπως στους ήρωες των βιντεοπαιχνιδιών που κουμαντάρει σπίτι του. Σαν να είναι λίγοι, αναλώσιμοι και –κυρίως- στο έλεός του.
Το «παιδί» αυτό ανήκει, ακόμα, στη μειοψηφία. Μια μειοψηφία όμως που είναι πλειοψηφία στην εμφάνισή της, στο κομμάτι δηλαδή αυτό που αλληλεπιδρά με τους αθλητικογράφους. Οι οποίοι αθλητικογράφοι όμως από εκεί παίρνουν το feedback τους, αυτός είναι ο δίαυλος που τους ενώνει με το κοινό. Άντε και μερικοί από τον περίγυρό τους ακόμα, συν τα όσα συζητάνε μεταξύ τους. Το μεγαλύτερο δείγμα πάντως είναι αυτό: τα τηλέφωνα και τα κάθε λογής σχόλια. Από την αρχή της παρακμής και μετά (χρονικά ας το προσδιορίσουμε γύρω στους 18 μήνες πριν) όλα αυτά τα φαινόμενα εντάθηκαν. Οι «υγιείς φωνές», αυτές που είχαν πράγματι κάτι να πουν, σταδιακά εξαφανίστηκαν και τη θέση τους πήρε μια ψυχοφθόρα σαπίλα, με μια επαναληψιμότητα που δεν την έκανε κωμική ή καλτ (όπως παλιότερα) αλλά στενάχωρη.
Το φαινόμενο είναι υπαρκτό και η έντασή του πολύ ισχυρή. Λόγω αυτής, η επαφή με την πραγματικότητα –και για τις δύο μεριές- χάνεται και το σκοινί που τις δένει έχει χαλαρώσει σε οριακό σημείο. Οι αθλητικογράφοι δεν γουστάρουν αυτό το κοινό αλλά δεν ξέρουν και πως να το αντιμετωπίσουν, την ίδια ώρα που αυτό το κοινό αφενός τους σιχαίνεται (πύρρειος νίκη της γενικότερης απέχθειας έναντι του κλασικού αγαπομίσους) και αφετέρου ετοιμάζεται να γείρει την τραμπάλα προς την πλευρά του.
Επειδή όμως η νέα κατάσταση, κάθε νέα κατάσταση, δεν αντιμετωπίζεται με παλιές μεθόδους (βλ. «κι οι παλιές μου θεωρίες δεν μου φτάνουν να σ’ αγγίξω όταν κλαίς»), μέσα στον κακό αυτό χαμό ίσως δώσει γιατρειά η σιωπηλή πλειοψηφία. Αυτή, που πάντα είναι εκεί αλλά σπανίως συμμετέχει. Αυτή, που βλέποντας τα «παιδιά»-απότοκα της σήψης βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στη σιωπή της. Αυτή να δώσει σημάδια ζωής, να δηλώσει την παρουσία της δημιουργικά. Να θυμίσει ότι αυτή είναι το πραγματικό «κοινό». Ότι όσο υπάρχουν λόγια και λέξεις θα υπάρχουν και χέρια πρόθυμα, απλωμένα να τις πιάσουν και να τις δεχτούν.
Όσοι είναι «πεθαμένοι από καιρό» δεν θα δουν καμία διαφορά. Θα συνεχίσουν να περιφέρουν το κενό σαρκίο τους από την τηλεόραση στο ραδιόφωνο στην εφημερίδα, αναπαράγοντας το ίδιο αδιάφορο τίποτα που έχουν κάνει επάγγελμα εδώ και χρόνια. Αυτή όμως η κίνηση δεν είναι τροφή για τα αθλητικογραφικά ζόμπι. Δεν θα γίνει γι’ αυτούς, αλλά για όλους τους υπόλοιπους. Οι υπόλοιποι θα την καταλάβουν και θα ανταποκριθούν.
Γιάννης Τσάουσης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.