Αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές στην ιστορία του Ολυμπιακού. Μια καριέρα 13 ετών γεμάτη τίτλους στον Πειραιά, μια σχέση αγάπης με τους «ερυθρόλευκους» οπαδούς και μια επιτυχημένη πορεία στην... δεύτερη πατρίδα του, όπως χαρακτηρίζει την Ελλάδα.
Ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς, περί ου ο λόγος, άνοιξε την καρδιά του σε μια σπάνια εξομολόγηση στο sportfm.gr και στην Αναστασία Βοσνάκη. Μιλάει για τα πρώτα του χρόνια στην Ελλάδα και στον Πανηλειακό, αλλά και το ενδιαφέρον που έδειξαν ΑΕΚ και Ολυμπιακός, αναφέροντας τον λόγο που έπιασε... λιμάνι!
Η «σημαία» των Πειραιωτών μιλάει για το πρώτο «διπλό» στο Τσάμπιονς Λιγκ, την ήττα που του έχει μείνει αξέχαστη από την Λίβερπουλ και τα όσα πέρασε 13 χρόνια με την ερυθρόλευκη φανέλα. Την ίδια ώρα, αναφέρεται στο θέμα του τσιγάρου και υποστηρίζει πως δεν τον επηρεάζε στην αγωνιστική του απόδοση. Ωστόσο, ο «Τζόλε» συμβουλεύει τους νεαρούς να μην το ξεκινήσουν ή να το κόψουν, όπως έχει κάνει ο ίδιος την τελευταία διετία.
Δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί και στο τώρα, στη νέα στροφή στην καριέρα του, στην φετινή πορεία του Ολυμπιακού, αλλά και στο ποδόσφαιρο που έχει χάσει τον ρομαντισμό του!
Αναλυτικά η συνέντευξη του Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς στο sportfm.gr και στην Αναστασία Βοσνάκη:
Κεφάλαιο 1: Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα και το ενδιαφέρον από ΑΕΚ και Ολυμπιακό
-Πώς πήρατε την απόφαση να φύγετε από την πατρίδα σας για να έρθετε στην Ελλάδα; Παίζατε στον Ερυθρό Αστέρα και ήρθατε στον Πανηλειακό που ήταν μια σχετικά άγνωστη ομάδα, μάλλον σε αυτό ρόλο έπαιξε και ο πόλεμος έτσι;
«Είχαν ξεκινήσει οι δυσκολίες στην παλιά Γιουγκοσλαβία, άρχισε το 1991 ο πόλεμος και τα πράγματα ήταν δύσκολα. Ήμουν δανεικός στην Σπάρτα Σουμπότιτσα από τον Ερυθρό Αστέρα, ξαναγύρισα στην ομάδα, δεν πήρα τις κατάλληλες ευκαιρίες, υπήρχαν τα προβλήματα γενικώς στη χώρα. Ο Ερυθρός Αστέρας δεν ήθελε να με δώσει ξανά δανεικό, οπότε βρήκα μια λύση από το εξωτερικό και επειδή ο χρόνος ήταν πολύ περιορισμένος αποφάσισα να ξεκινήσω από τον Πανηλειακό. Έτσι κατέβηκα στην Ελλάδα και έκανα μια νέα αρχή».
-Πώς ήταν τα πρώτα σας χρόνια στον Πανηλειακό και στην Ελλάδα, γενικότερα;
«Οι πρώτοι μήνες ήταν δύσκολοι, μέχρι να προσαρμοστώ, δεν ήξερα την γλώσσα. Πάντα υπάρχει δυσκολία στην αρχή. Το να φεύγεις από τον Ερυθρό Αστέρα, ο οποίος ένα χρόνο νωρίτερα είχε πάρει το Κύπελλο Πρωταθλητριών, που είναι μια μεγάλη ομάδα και ξαφνικά να βρίσκεσαι στον Πανηλειακό στην Γ’ Εθνική, δεν είναι ότι καλύτερο. Με τη δουλειά, την υπομονή και την καλή οργάνωση, ήμουν τυχερός που ο Πανηλειακός ήταν πολύ καλή και οργανωμένη ομάδα. Είχε έναν εξαιρετικό πρόεδρο τον Σάκη Σταυρόπουλο και το αποτέλεσμα ήταν σε τρία χρόνια να αλλάξουμε τρεις κατηγορίες. Μετά από τους πρώτους δύο τρεις μήνες προσαρμογής, όλα πήραν το δρόμο τους και πήγαν καλά».
-Πώς και ποιος σας προσέγγισε από τον Ολυμπιακό; Υπήρχαν και άλλες ομάδες που σας ήθελαν;
«Ο Πανηλειακός τράβαγε την προσοχή πολλών μεγάλων ομάδων, επειδή υπήρχαν παίκτες σε νέοι σε ηλικία και υπήρχε ενδιαφέρον από όλες τις μεγάλες ομάδες. Δείξανε πολλές ομάδες ενδιαφέρον, αυτό που ήταν το πιο... ζεστό ήταν από την ΑΕΚ και τον Ολυμπιακό. Από εκεί και πέρα, η προσέγγιση γίνεται με τους μάνατζερ, τους ανθρώπους γύρω και την ομάδα».
-Πώς και δεν επιλέξατε δηλαδή την ΑΕΚ;
«Η ΑΕΚ ήταν μια ομάδα που την συμπαθούσα πάρα πολύ τότε, ήρθα τον Δεκέμβριο του 1992 και το ‘93, ‘94, 95’ ήταν μια πολύ καλή ομάδα που έπαιζε εξαιρετικό ποδόσφαιρο, αλλά αυτό που ζύγισα στην απόφασή μου ήταν ότι ο Ολυμπιακός διψούσε για τίτλους και πίστευα ότι πάει να γίνει κάτι καινούργιο. Είχα το σκεπτικό να πετύχω σε αυτή την αλλαγή και να πάρει μετά από τόσα χρόνια τίτλους η ομάδα. Αποδείχθηκε τελικά ότι αυτό το ζύγισμα ήταν πετυχημένο».
Κεφάλαιο 2: Τα 13 χρόνια στην οικογένεια τού Ολυμπιακού!
-Το 1996 και για 13 ολόκληρα χρόνια μέχρι το 2009 αγωνιστήκατε στον Ολυμπιακό. Ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής σας και της καριέρας σας, εκεί όπου αγαπηθήκατε τόσο πολύ από τον κόσμο. Όταν σας ρωτάει κάποιος για τον Ολυμπιακό, τι του απαντάτε;
«Είναι μέρος της οικογένειάς μου. Όλες τις ομάδες και όλους τους αντιπάλους τούς σέβομαι και τους εκτιμώ, αλλά όταν περνάς τόσα χρόνια σε μία ομάδα και ο περισσότερος χρόνος είναι πετυχημένος και ευχάριστος, το μόνο που μπορείς να πεις είναι πως αποτελεί μέρος της οικογένειάς σου. Δεν υπάρχει καμία άλλη σύγκριση σε αυτό το κομμάτι. Όλα όμορφα, όλα καλά, εντάξει μέσα σε αυτά τα 13 χρόνια σίγουρα υπήρχαν και δυσκολίες, εμπόδια, δυσαρέσκεια, στεναχώρια αλλά αν τα βάλουμε σε μια ζυγαριά, υπερτερεί πάρα πολύ το ευχάριστο».
-Η σχέση σας με τον τότε πρόεδρο κ.Κόκκαλη πώς ήταν;
«Οι σχέσεις μας ήταν τυπικές, έχω ακούσει βέβαια πολλές φορές πως ήμουν το παιδί τού προέδρου. Εμένα αυτό που με ενδιέφερε ήταν η ομάδα και να προσφέρω σε αυτή, όταν είσαι πολλά χρόνια σε μια ομάδα και μάλιστα αρχηγός συνδέεται ότι είσαι το παιδί του πρόεδρου. Ήταν τυπικές όπως και με άλλους και με προπονητές, όπως και στον Πανηλειακό ήταν τυπικές οι σχέσεις, όταν μιλούσαμε με τον πρόεδρο ήταν μία δύο φορές τον χρόνο. Κάποιες στιγμές και καθόλου. Άλλη εικόνα βγαίνει προς τα έξω και άλλη είναι η πραγματικότητα.
Όταν είσαι πολλά χρόνια και αρχηγός μπαίνουν κάποιες ταμπέλες, δεν το θεωρώ κακό αλλά δεν υπήρχε κάτι παραπάνω στις σχέσεις μας από το τυπικό. Είχαμε τον ίδιο στόχο, να πετυχαίνει η ομάδα και υπάρχει η εντύπωση πως είχα περισσότερες και συχνές επαφές. Καμία σχέση. Ήταν μία ή δύο φορές τον χρόνο οι οποίες ήταν για να συζητήσουμε την ανανέωση του συμβολαίου ή παραμονή. Αλλά γενικώς ήταν πολύ καλές οι σχέσεις μας και χάρηκα που συνεργάστηκα και μου δόθηκαν ευκαιρίες. Είτε με τον κύριο Σταυρόπουλο, είτε με τον κύριο Κόκκαλη που συνεργάστηκα».
-Είναι αδύνατο να ξεχάσετε το πρώτο διπλό κόντρα στη Βέρντερ στο Τσάμπιονς Λιγκ. Πως ήταν εκείνη η στιγμή, πως νιώσατε;
«Μετά από πολλές αμφισβητήσεις, κατηγορίες, κριτικές, αδικίες, ατυχίες. Φτάσαμε πολλές φορές σητν πηγή αλλά δεν ήπιαμε νερό, ήμασταν άτυχοι ή άπειροι, πολλά πράγματα παίζουν ρόλο. Μας έλειπε πολύ, αναζητούσαμε πολλά χρόνια το πρώτο μας διπλό στο Τσάμπιονς Λιγκ για να μας φύγει αυτό το βάρος και να αποκτήσει διαφορετική ψυχολογία η ομάδα. Θεωρώ πως θα μπορούσε να έρθει πολύ νωρίτερα γιατί ήμασταν πολύ κοντά αλλά δεν ήρθε. Τώρα γιατί και πώς... Πολλές φορές μπορούμε να δικαιολογήσουμε και να περιγράψουμε το γιατί, αλλά ήρθε λίγο αργά. Από τότε η ομάδα πήρε μπρος και βλέπουμε τα τελευταία χρόνια πως κάνει εξαιρετικές εμφανίσεις και μεγάλα διπλά».
-Είχατε και άσχημες στιγμές, όμως, σε δύο παιχνίδια με την Γιουβέντους...
«Ναι ισχύει, ήταν δύο άσχημες στιγμές. Τότε στα προημιτελικά με το γκολ του Κόντε στο τέλος που πήρε την μπάλα ο αέρας, θα μπορούσαμε να είχαμε περάσει και να παίξουμε στον ημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Μετά που ξέρεις; Δύο παιχνίδια ήταν. Φυσικά, μου έχει μείνει αξέχαστο και το 3-1 με την Λίβερπουλ, με το γκολ του Τζέραρντ. Κερδίζαμε στο ημίχρονο με το γκολ του Ριβάλντο, αλλά αυτό που έγινε στο δεύτερο ημίχρονο δεν μπορώ να το περιγράψω. Τέτοια ατμόσφαιρα δεν έχω ξαναδεί, μιλούσα στον συμπαίκτη μου και δεν με άκουγε από την φασαρία. Κάναμε ένα κοντρόλ και μόλις σηκώναμε το κεφάλι, έπεφταν τρεις αντίπαλοι να μας... δαγκώσουν στον λαιμό. Η Λίβερπουλ ήταν η χειρότερη ομάδα σε εκείνον τον όμιλο, όμως μετά πήγε και πήρε το Τσάμπιονς Λιγκ κόντρα στη Μίλαν. Αυτό μας παρηγόρησε κάπως, εδώ έφαγε η Μίλαν τρία γκολ σε ένα ημίχρονο στον τελικό».
-Ο κόσμος της ομάδας. Είχατε μια σχέση αγάπης. Ακόμα και τώρα σας έχει πολύ ψηλά και σας λατρεύει!
«Αυτό που εισπράττω είναι πολύ ευχάριστο, εισπράττω σεβασμό και αγάπη από τον κόσμο του Ολυμπιακού αλλά και γενικότερα και από τους αντιπάλους. Μπορεί τότε να ήμασταν αντίπαλοι, αυτή ήταν η δουλειά μας, μπορούσαμε να βρεθούμε σε οποιαδήποτε ομάδα αλλά πραγματικά εισπράττω μεγάλο σεβασμό πέρα από τους δικούς μας οπαδούς αλλά και από τους αντιπάλους. Άρα μάλλον κάτι κάνω...».
-Ο τελευταίος αγώνας το 2009 ήταν κόντρα στην ΑΕΚ και εκείνος ο απίστευτος τελικός Κυπέλλου που έληξε με σκορ 4-4. Ήταν δύσκολη στιγμή όταν παίξατε τον τελευταίο σας αγώνα και πήρατε την απόφαση να κρεμάσετε τα παπούτσια σας;
«Ήταν μια δύσκολη απόφαση, αλλά για όλα υπάρχει ένα τέλος. Μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω έναν από τους ωραιότερους αγώνες που έχω δει ή έχω ζήσει ο ίδιος, ένα εξαιρετικό ματς. Το σημαντικότερο όλων ήταν ότι το απόλαυσα με την ψυχή μου, γιατί ήταν ένα από τα τελευταία ντέρμπι που ήταν και οι οπαδοί των δύο ομάδων στο γήπεδο. Όταν υπάρχουν οπαδοί μόνο από τη μία ομάδα δεν νιώθεις το ντέρμπι και σε αυτό το παιχνίδι αυτή η ένταση, οι ανατροπές, οι πανηγυρισμοί. Υπήρχαν φίλαθλοι της ΑΕΚ, του Ολυμπιακού και εύχομαι κάποια στιγμή οι νέοι να το ξαναζήσουν αυτό και να επανέλθει αυτό, κάτι που είναι φυσιολογικό. Να υπάρχει κόσμος και από τις δύο πλευρές στα παιχνίδια. Ήταν κάτι το ξεχωριστό. Από εκεί και πέρα, έκλεισε αυτός ο κύκλος, τελείωσε. Νομίζω ότι ό,τι είχα να δώσω το έδωσα, έφυγα γεμάτος. Αν εξαιρέσουμε τους πρώτους μήνες προσαρμογής στην καθημερινότητα γιατί 25 χρόνια ήμουν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και υπήρχε μια συνήθεια, που ήταν δύσκολοι».
-Πάντως, στον τελικό του Κυπέλλου είχατε χάσει και το ένα από τα δύο πέναλτι που εκτελέσατε...
«Είχα χάσει το πέναλτι, αλλά λέω εντάξει τόσα έχω ρίξει, άλλο ένα τώρα, όμως η μπάλα τιμωρεί. Αυτά τα κλάσματα του δευτερολέπτου όχι χαλαρότητας, ούτε σιγουριάς αλλά αποσυγκέντρωσης. Μου έφυγε αυτή η συγκέντρωση και το είδα λίγο πιο διαφορετικά, με αποτέλεσμα να το χάσω. Το δεύτερο που ήταν πιο δύσκολο, είπα τελευταίο σουτ, συγκεντρώσου...».
-Αγαπημένος συμπαίκτης που είχατε; Με ποιον ταιριάζατε περισσότερο αγωνιστικά;
«Θα μπορούσα να πω πάρα πολλούς, με όλους ακόμη μιλάμε και έχουμε επαφές. Πραγματικά χαίρομαι για αυτό το κομμάτι, με όσους συνεργάστηκα από την πρώτη ημέρα στον Ολυμπιακό μέχρι και την τελευταία έχουμε κρατήσει επαφές, μπορώ να τους κοιτάω όλους στα μάτια και αυτό με ικανοποιεί ιδιαίτερα. Αγωνιστικά, θα πήγαινα προσωπικά στα πρώτα χρόνια στα τρία πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε εμάς τους νέους, τους Καραπιάλη, Καραταΐδη και Αλεξανδρή. Μας βοήθησαν για να βοηθηθούν και οι ίδιοι, για να πάρουν αυτό που τους αξίζει. Στην πορεία υπήρχαν κι άλλοι παίκτες που ήρθαν, μεγάλα ονόματα από το εξωτερικό όπως ο Τζιοβάνι, ο Καρεμπέ, ο Ζε Ελίας, ο Ζάχοβιτς, ο Ζέτεμπεργκ, ο Ριβάλντο. Αγωνιστικά αν μπορώ να πω έπαιξα αρκετά χρόνια με τον Τζιοβάνι, τον Ριβάλντο, τον Καρεμπέ, ο οποίος ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα πάντα θετικός, χαμογελαστός και δούλευε για την ομάδα. Είναι πάρα πολλοί, είναι πολλά τα χρόνια».
Κεφάλαιο 3: Το τσιγάρο και η συμβουλή προς τους νέους
-Καπνίζετε ακόμα;
«Όχι το έχω κόψει εδώ και δύο χρόνια».
-Όταν παίζατε ποδόσφαιρο, όμως, καπνίζατε. Πώς μπορούσατε και τα βγάζατε πέρα;
«Έλα ντε (σσ. γέλια). Θα ήθελα να αναφερθώ σε αυτό το κομμάτι, γιατί πρέπει να το ακούσουν και τα νέα παιδιά. Δεν έχω σταθεί σε αυτό το κομμάτι, δεν μου έχει δοθεί αυτή η ευκαιρία γιατί από τα 14-15 μου κάπνιζα! Οπότε καταλαβαίνετε πως όλα αυτά τα χρόνια κάπνιζα, όταν το έκοψα μαχαίρι πριν από δύο χρόνια. Δεν ξανακάπνισα ποτέ από τότε. Όσο έπαιζα κάπνιζα, αλλά όταν σταμάτησα το ποδόσφαιρο και δεν είχα τον ρυθμό των προπονήσεων, κάποια στιγμή έφτασα σε ένα σημείο που έκανα υπερβολικά, να μην αναφέρω πόσο τώρα. Ήρθε η στιγμή να πάρω την απόφαση να το σταματήσω, γιατί όλα ξεκινάνε από το κεφάλι. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι μπορώ να πείσω τον εαυτό μου να το σταματήσω, τελικά όλα ξεκινάνε από το κεφάλι μας. Εφόσον το σταμάτησα εγώ, πιστεύω πως όλοι μπορούν να το κάνουν. Γιατί ήμουν παθιασμένος καπνιστής. Σταμάτησα και εδώ και δύο χρόνια δεν έχω ανάψει τσιγάρο και δεν σας κρύβω πως νιώθω εντελώς άλλος άνθρωπος.
Θέλω να σταθώ σε αυτό για τους νέους, που τελευταία δεν βλέπω να καπνίζουν οι νέοι. Στην καριέρα μου δεν μου στάθηκε μεγάλο εμπόδιο ή τουλάχιστον δεν ένιωθα να με εμποδίζει στα τρεξίματα, στις προπονήσεις. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι είναι καλό, σε καμία περίπτωση. Όταν έπαιζα, αυτό που παρατηρούσα ήταν πως ήμουν στα τρεξίματα στους πρώτους τρεις στο παιχνίδι. Είναι 10,5-11 χιλιόμετρα. Ο Στολτίδης για παράδειγμα ήταν ασταμάτητος γιατί έπαιζε στο κέντρο, ενώ εγώ έκανα μικρότερες αποστάσεις από έναν που είναι κεντρικός. Ήμουν, όμως, πάντα στους ποδοσφαιριστές με τα περισσότερα χιλιόμετρα. Και έρχομαι από την άλλη μεριά και ρωτάω τον εαυτό μου: Εάν δεν κάπνιζα και παίρνοντας υπόψιν πως θα κέρδιζα ένα μίνιμουμ 10% στα τρεξίματα, το οποίο δεν το καταλάβαινα, πόσο θα έτρεχα δηλαδή; Θα έφτανα 13-14 χιλιόμετρα. Το τσιγάρο δεν κάνει καλό, αν κάποιος θέλει να κάνει κάτι τέτοιο θα τον συμβούλευα να πάρει ένα πουράκι ή κάτι τέτοιο έτσι για τη γεύση της νικοτίνης. Από τότε που σταμάτησα το κάπνισμα οι αντοχές, οι γεύσεις είναι εντελώς διαφορετικές, κοιμάσαι καλύτερα. Θα συμβούλευα όλους τους νέους να το αποφύγουν γιατί μπορούν να το αποφύγουν».
-Ήταν εύκολο να το κόψετε;
«Δεν δυσκολεύτηκα ούτε μία ημέρα. Δεν το πιστεύω ακόμα. Ξύπνησα, έκανα δύο τζούρες. Βέβαια, ήταν ένας γιατρός που μου έκανε κάποιες εξετάσεις και είδε μία σκίαση, η οποία τελικά ήταν από τα σπασμένα πλευρά που είχα. Ήταν σκίαση από τα σπασμένα πλευρά, δεν είχε καμία σχέση με το τσιγάρο ήταν όλα καθαρά. Αυτό μου έκανε ένα κλικ και από εκεί και πέρα πήρα αυτή την απόφαση και πραγματικά είναι όλα διαφορετικά. Αν μπορούν οι νέοι να μην το κάνουν. Βάζοντας κάτω τη στατιστική κατάλαβα ότι εφόσον έχω κάνει τόσα με το τσιγάρο, θα μπορούσα να τρέχω ένα παραπάνω χιλιόμετρο και να είμαι παραπάνω από τους άλλους. Έτσι κι αλλιώς τα στατιστικά μου ήταν μεγαλύτερα, αλλά θα ήταν ακόμη περισσότερο. Παίζει ρόλο στη σκέψη, στην αντίληψη του παιχνιδιού. Δεν σημαίνει ότι αυτά είναι σωστά, εγώ τα έβλεπα λίγο διαφορετικά. Οι γιατροί μου έλεγαν ότι έπρεπε να το κόψω, αλλά δεν είχε έρθει αυτό το κλικ. Δεν κουραζόμουν. Τώρα που τρέχω τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά».
Κεφάλαιο 4: Το σήμερα
-Ο Ολυμπιακός έμεινε δύο χρόνια χωρίς πρωτάθλημα, κάτι που δεν έχει συνηθίσει σαν ομάδα. Η πίστη όμως στον Πέδρο Μαρτίνς και στο πλάνο του, απέδωσε καρπούς και θα πάρει τον φετινό τίτλο, αφού τον εμπιστεύτηκε η διοίκηση κάτι που δεν συμβαίνει συχνά.
«Πριν δύο χρόνια και πέρυσι, ο Ολυμπιακός ήταν άτυχος θα έλεγα. Ο Ολυμπιακός καλά έκανε που κράτησε τον προπονητή, παρόλο που δεν έφτασε στον στόχο, στην κατάκτηση του πρωταθλήματος. Πραγματικά φέτος βλέπουμε έναν Ολυμπιακό που έχει μεγάλες διαφορές από τις άλλες ομάδες, έχει έναν κορμό που χτίζεται δύο τρία χρόνια, ίδιος προπονητής και αυτά παίζουν ρόλο. Ο Ολυμπιακός είναι πάρα πολύ καλός φέτος, όχι ότι δεν ήταν πέρυσι ή πρόπερσι. Ήταν μια καινούργια ομάδα με νέους παίκτες και προπονητή, μέχρι να ρολάρουν ορισμένα πράγματα. Ο ΠΑΟΚ ήταν αρκετά καλός, ο Ολυμπιακός ήταν σε πολλές στιγμές και άτυχος, μια νέα ομάδα με νέο προπονητή και κάπως έτσι χάθηκε ο δρόμος για τον τίτλο.
Από εκεί και πέρα, ο Ολυμπιακός είχε την ηρεμία, έδειξε εμπιστοσύνη στους παίκτες και στον προπονητή με αποτέλεσμα να κάνει φέτος εξαιρετικές εμφανίσεις και θα έλεγα ότι είναι άτυχος στο κομμάτι του Europa League. Είχε μια απίστευτη ρέντα, πιστεύω ότι μπορεί να φτάσει πάρα πολύ ψηλά γιατί δείχνει μία εμπιστοσύνη και βλέπουμε τα ματς με την Τότεναμ, με την Άρσεναλ ότι πέρα από το ότι έχει καλή ομάδα, δημιουργεί και μια ρέντα και τον πάει και η τύχη. Η τύχη έρχεται δουλεύοντας, όχι απλά περιμένοντας. Η ρέντα και η καλή αγωνιστική κατάσταση μπορούσε να τον πάει πολύ μακριά στην Ευρώπη, μιλάμε για ημιτελικό και τελικό».
-Πώς είναι τα πρώτα χρόνια για έναν ποδοσφαιριστή, όταν αποσύρεται; Πώς νιώσατε;
«Μπαίνουμε σε μια καινούργια καθημερινότητα, μία καινούργια ζωή γιατί όταν είσαι ποδοσφαιριστής και σε τόσο υψηλό επίπεδο και στον Ολυμπιακό παίζαμε κάθε τρεις ημέρες παιχνίδια και σε πάνε ξενοδοχείο, γήπεδο, αεροδρόμιο, η προσωπική ζωή είναι περιορισμένη. Όταν βγαίνεις από αυτό, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισα ήταν να προσαρμοστώ στη νέα καθημερινότητα, στον χρόνο στα σαββατοκύριακα. Η μπάλα προσωπικά δεν μου έχει λείψει καθόλου, έχω παίξει μόνο 2-3 φιλικά για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Έφυγα γεμάτος και δεν μου λείπει καθόλου. Όσα είχα να δώσω τα έδωσα. Ο πρώτος χρόνος μόνο ήταν περίεργος επειδή έπρεπε να προσαρμοστώ σε μια νέα πραγματικότητα».
-Οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές όταν αποσύρονται, ακολουθούν τον δρόμο της προπονητικής. Εσείς, όμως, επιλέξατε να γίνεται μάνατζερ!
«Αποφάσισα να είμαι στο ποδόσφαιρο, αλλά από μια άλλη πλευρά. Μου αρέσει η προπονητική, αλλά επειδή ήμουν πάρα πολλά χρόνια στον Ολυμπιακό υπάρχει αυτή η ταμπέλα και θα ήταν πολύ δύσκολο να δουλέψω σε κάποιες άλλες ομάδες. Αυτό ήταν το σκεπτικό, οτι αν δουλέψω κάπου σαν προπονητής θα δούλευα μόνο στον Ολυμπιακό και αν και μετά δύσκολα θα σε επιλέξουν οι άλλες ομάδες της Ελλάδας, είναι κάτι που δεν το έχουμε ξεπεράσει εδώ. Σε αντίθεση με την Ιταλία, την Αγγλία ή σε άλλες χώρες. Από την Γιουβέντους πάει στην Ίντερ, από εκεί στη Μίλαν και δεν έχουν προβλήματα. Εδώ έχουμε θέματα. Παλιοί μου συμπαίκτες που έχουν περάσει από τον Ολυμπιακό, αντιμετωπίζουν αυτή τη δυσκολία.
Ας τους κρίνουμε, όμως, λίγο αγωνιστικά, γιατί μπορούν να γίνουν καλοί προπονητές και να φτιάξουν καριέρες. Αρκεί να τους δώσουμε ευκαιρίες και να μην κολλάμε ταμπέλες. Στο εξωτερικό είναι διαφορετικά, εδώ υπάρχει μια δυσκολία. Έχω καλές σχέσεις με όλες τις ομάδες, με καμία δεν είχα ποτέ κόντρες, πέρα από το αγωνιστικό κομμάτι που ο καθένας ήθελε να κερδίσει. Όλους τους αντιπάλους μου πάντα τους σεβόμουν και τους είχα σε εκτίμηση και αυτό το εισπράττω μετά την καριέρα μου. Οπότε είμαι σε ένα άλλο κομμάτι που είναι στο ποδόσφαιρο, αλλά είναι διαφορετικό».
-Νιώθετε σαν πατρίδα σας την Ελλάδα;
«Δεν το συζητάω, έχω 27 χρόνια στην Ελλάδα. Έφυγα από τη Σερβία στα 20 μου. Τι να συζητηάμε τώρα! Δεν υπάρχει τέτοιο ερώτημα».
-Καταλήγοντας, πώς βλέπετε το ποδόσφαιρο τώρα που είστε απ' έξω; Πόσο έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια; Λείπουν παίκτες που θα μείνουν σε μια ομάδα για πολλά χρόνια όπως κάνατε εσείς;
«Το ποδόσφαιρο γενικώς έχει αλλάξει από την άποψη πως οι παίκτες δεν κάθονται πλέον, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη, σε μία ομάδα πάρα πολλά χρόνια, 2-3 χρόνια μάξιμουμ και φεύγουν. Δεν προλαβαίνουν να δεθούν με την ομάδα, για να δεθεί ένας ξένος με την ομάδα χρειάζονται 3-4 χρόνια. Δεν γίνεται σε 1-2 χρόνια, να δεθείς, να αγαπήσεις, να καταλάβεις την φιλοσοφία και τη νοοτροπία της ομάδας, να μάθεις την γλώσσα. Είναι πάρα πολλά πράγματα.
Παλιά, πριν από 15-20 χρόνια, οι παίκτες κάθονταν πολλά χρόνια. Στον Ολυμπιακό για παράδειγμα ήμασταν 10 παίκτες για 10 χρόνια μαζί και οι άλλοι πέντε ήταν 7 χρόνια μαζί μας. Αναγκαστικά δένεσαι. Βέβαια, δεν είναι και καλό να κάθεσαι πολλά χρόνια σε μια ομάδα για να έχεις κίνητρα, να αλλάζεις παραστάσεις, να μαθαίνεις άλλες γλώσσες, άλλη νοοτροπία. Δεν είναι καλό να κάθεσαι 10-12 χρόνια σε μια ομάδα, μετά ξέρεις και την κάθε πετρούλα. Γενικώς, έχει αλλάξει το ποδόσφαιρο και οι παίκτες αλλάζουν συνέχεια πολύ εύκολα τις ομάδες. Έτσι έχει πάει το σύστημα και το ακολουθούμε. Δεν είναι κάτι ότι εξαρτάται από εμάς, παλιότερα ήταν διαφορετικά. Καθόντουσαν πολλά χρόνια σε μια ομάδα. Υπάρχουν στιγμές που είναι καλό, άλλες που είναι κακό. Εγώ δεν μετάνιωσα, πάντως, για αυτό. Να σταθούμε στον Ολυμπιακό, τα τελευταία δύο τρία χρόνια έχει λίγες αλλαγές, έναν προπονητή δύο χρόνια. Έχει έναν κορμό, έχει ψυχή, έχει μια άλλη αύρα και δένονται. Έτσι δένεται και ο κόσμος με τους παίκτες». ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube