Όταν ακούει κανείς την λέξη Μαραθώνιος, περίπου… αυτόματα του έρχονται στο μυαλό δύο-τρεις άνθρωποι. Σίγουρα, ο Φειδιππίδης! Αναμφίβολα, ο Σπύρος Λούης… Ενδεχομένως και κάποιος ακόμα.

Ωστόσο, ο Λούης, εκτός από πρώτος αθλητικός «θρύλος» της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας υπήρξε, δε, επίσης μια από τις μεγάλες μορφές των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της σύγχρονης εποχής, στην Αθήνα το 1896!

Αυτός είναι και ο λόγος που, ακόμα και στις ημέρες μας, μνημονεύεται ως αναπόσπαστο κομμάτι τόσο του συγκεκριμένου αθλήματος όσο και των Αγώνων γενικότερα.

Με αφορμή την διεξαγωγή του 38ου Μαραθώνιου Αθήνας, στις 14 Νοεμβρίου, το sport-fm.gr ρίχνει φως στην ιστορία ζωής του εθνικού μας ήρωα. Τόσο σε αθλητικό, όσο και σε… ερωτικό επίπεδο…

Ο… αγράμματος που έγινε Ολυμπιονίκης


Στις 12 Ιανουαρίου του 1873, σ’ ένα μικρό χωριό -τότε- κοντά στην Αθήνα, το Μαρούσι, γεννήθηκε ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας.

Μέλος μιας μάλλον φτωχής αγροτικής οικογένειας, ο πατέρας του ακολουθούσε το επάγγελμα του νερουλά, την εποχή που η κεντρική ύδρευση ήταν… άγνωστη ακόμα.

Μοιραία, ο νεαρός Σπύρος τον βοηθούσε κουβαλώντας και αυτός νερό μέσα σε στάμνες από το Μαρούσι, ενώ ενίοτε έκανε το ίδιο και με… μάρμαρα, από την Πεντέλη.

Εκτός από φτωχός, ήταν και αγράμματος, αφού είναι ενδεικτικό πως έμεινε στην ίδια τάξη δύο φορές και απασχολούσε τους δασκάλους του κυρίως για τα… ανδραγαθήματά του. Με το… ζόρι αποφοίτησε από το δημοτικό, μάλιστα!

Αυτό, ωστόσο, δεν τον εμπόδισε να φτάσει μέχρι την ύψιστη διάκριση για έναν αθλητή, όπως εξελίχθηκε ο ίδιος στην μετέπειτα φάση της ζωής του και τον τίτλο του πρώτου Ολυμπιονίκη.



Μπήκε στον αγώνα με «βύσμα»!


Όλα ξεκίνησαν, δε, κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. Εκεί όπου, όπως θρυλείται, έτρεξε από την Αθήνα μέχρι το Μαρούσι και τούμπαλιν προκειμένου να φέρει το πηλήκιο που είχε ξεχάσει στο σπίτι του, ούτως ώστε να είναι τέλειος στην αναφορά του Τάγματος που υπηρετούσε.

Έχοντας γνώση των προσόντων και της αντοχής του Λούη, ο Συνταγματάρχης του Στρατού Ξηράς και διοικητής του, Παπαδιαμαντόπουλος -ο οποίος ήταν παράλληλα αθλητικός κριτής αλλά και Διοργανωτής των προκαταρκτικών του Μαραθωνίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες- τον πείθει να δηλώσει συμμετοχή.

Ο πρώτος προκαταρκτικός, που ήταν συγχρόνως και ο πρώτος Μαραθώνιος αγώνας ουσιαστικά, διοργανώθηκε στις 10 Μαρτίου. Νικητής ήταν ο Χαρίλαος Βασιλάκος με επίδοση 3 ώρες και 18 λεπτά.

Ο Λούης συμμετείχε στους δεύτερους προκαταρκτικούς, στις 25 Μαρτίου. Όμως, διέσχισε την τελική γραμμή στην πέμπτη θέση, εκτός του χρονικού ορίου που είχε τεθεί για την πρόκριση. Τελικά, έγινε οριακά δεκτός με παρέμβαση του… Παπαδιαμαντόπουλου, μαζί με τον έκτο συνυποψήφιό του Μασούρη, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών!

Για τα μάτια της ωραίας Ελένης…


Δεν ήταν, πάντως, μόνο η φιλοδοξία και το αμιγώς αθλητικό κομμάτι αυτό που παρακίνησε τον Σπύρο Λούη να τρέξει στον Μαραθώνιο των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896.

Το αντίθετο, μάλιστα, θα έλεγε κανείς, με τον… κεραυνοβόλο έρωτα του για την Ελένη Κόντου, την ψυχοκόρη της μαμής του Αμαρουσίου να είναι η κινητήριος δύναμη για αυτόν!

Η «Τούρλιανη», όπως ήταν το παρατσούκλι της, προοριζόταν από την -θετή- μητέρα της, την Ασπασία Τερζοπούλου, για «μεγάλα πράγματα». Όχι για έναν… νερουλά, το όνομα του οποίου δεν ήθελε ούτε να ακούει.

Ψάχνοντας, συνεπώς, να βρει την… άκρη και να εντυπωσιάσει την… πεθερά του, ο Λούης αποφάσισε να ακολουθήσει την ιδέα της Ελένης. Να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες, με στόχο την πρωτιά και την «αποδοχή».

Το κρασί, το γαϊδούρι και η αμφισβήτηση


Το (Ιουλιανό) ημερολόγιο λέει 29 Μαρτίου. Είναι πρωί και βρισκόμαστε στον Μαραθώνα. Δεκατρείς δρομείς από την Ελλάδα και τέσσερις αθλητές από άλλα έθνη βρίσκονται στην γραμμή της αφετηρίας.

Ο Γάλλος Αλμπέν Λερμιζιό, που είχε κερδίσει και χάλκινο μετάλλιο στα 1.500 μέτρα, μπαίνει από νωρίς μπροστά και προηγείται.

Στο Πικέρμι ο Λούης κάνει στάση σε ένα καφενείο και ζητάει να πιει ένα ποτήρι κρασί, υποσχόμενος στους παρευρισκόμενους ότι θα φτάσει και θα προσπεράσει όλους τους αντιπάλους του, πριν από το τέλος.

Μετά το 32ο χιλιόμετρο, ο Λερμιζιό καταρρέει από την εξάντληση! Περνάει μπροστά ο Έντουϊν Φλακ, που επίσης είχε πάρει μετάλλιο στα 800 και στα 1.500 μέτρα.

Ο Λούης σταδιακά ελαττώνει την μεταξύ τους απόσταση, μέχρι που και ο άμαθος σε μεγάλες αποστάσεις Αυστραλός εγκαταλείπει μερικά χιλιόμετρα αργότερα!



Εν τω μεταξύ, στο Παναθηναϊκό στάδιο, η ατμόσφαιρα είναι… ζωηρή, ειδικά όταν ένας αγγελιοφόρος με ποδήλατο βιάζεται να προαναγγείλει ότι ο Φλακ κερδίζει επικρατεί αναβρασμός.

Λίγη ώρα μετά, όμως, η… τάξη αποκαθίσταται. Φτάνει στον χώρο ένας έφιππος αξιωματικός και ενημερώνει ότι ένας Έλληνας είναι πρώτος στον αγώνα δρόμου.

Οι πάνω από 50.000 θεατές αρχίζουν να πανηγυρίζουν και να παροτρύνουν τον αθλητή φωνάζοντας «Έλλην, Έλλην». Στιγμές μετά, ο Λούης μπαίνει πρώτος στο στάδιο, όπου τον υποδέχεται με επευφημίες ο κόσμος μαζί με τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και τον πρίγκιπα Γεώργιο…

Οι τελευταίοι φωτογραφήθηκαν μαζί του και άρχισαν να τον κερνούν κρασί, γάλα, μπύρα, αυγά πασχαλινά, πορτοκαλάδα και διάφορα άλλα δώρα. Άλλοι, δε, του έταζαν από κοσμήματα μέχρι δωρεάν ξύρισμα στο κουρείο για… πάντα!

Παράλληλα, ο αστικός μύθος θέλει τον βασιλιά Γεώργιος να ρωτάει τον 24χρονο τότε αθλητή τι δώρο θα ήθελε να του προσφέρει. «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό», φέρεται να του απάντησε εκείνος.

Για την ιστορία, ο Λούης έτρεξε τον Μαραθώνιο σε χρόνο δύο ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα.

Δεν ήταν όμως, όλα ρόδινα. Κάθε άλλο... Εν αρχή ήταν οι φήμες που κυκλοφόρησαν ότι κατά τη διάρκεια του Μαραθωνίου είχε «κλέψει», πραγματοποιώντας μέρος της διαδρομής πάνω σε κάρο. Φήμες που δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ, ωστόσο.

Ενώ κάποιες ευρωπαϊκές κυρίως εφημερίδες της τότε εποχής φρόντισαν να συνεχίσουν την «σπέκουλα», δημοσιεύοντας άρθρα σκεπτικιστικά ως προς τις επιδόσεις του Λούη.



Ένα άδοξο φινάλε


Αμέσως μετά τον θρίαμβό του, ο πρώτος Έλληνας Ολυμπιονίκης αποφάσισε να μην τρέξει ποτέ ξανά στην ζωή του, περιοριζόμενος σε μια εμφάνιση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936, όντας προσκεκλημένος του Αδόλφου Χίτλερ.

Έζησε μία ήρεμη ζωή στο Μαρούσι, εργαζόμενος πότε σαν αγρότης ή κηπουρός, άλλοτε ως νερουλάς ενώ αργότερα έγινε… αστυνομικός.

Παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια. Με την αγαπημένη του Ελένη, φυσικά! Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του δυσκολεύτηκαν, εξαιτίας της σοβαρής ασθένειας της δεύτερης.

Και, οι… τίτλοι τέλους έπεσαν με ένα ακόμα πιο άδοξο φινάλε, καθώς πέθανε πάμπτωχος στο Μαρούσι, στις 26 Μαρτίου 1940, λίγους μήνες πριν από την Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube